Γρηγόριος Ξενόπουλος
Περιοδικόν «Διάπλασις τῶν Παῖδων»
ΠΗΓΗ : ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ Δ’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ (1947)
«Ποτέ δέν εἶναι ἀργά» ἔλεγε συχνά.
῾Η φράση αυτὴ ἦταν τὸ σύμβολό της· ὁ κανόνας τῆς ζωῆς της. Τὴν περασμένη ἀκόμα πρωτοχρονιὰ τὴν ἔγραψε σὲ κάτι ἡμερολογιάκια, ποὺ τὰ ζωγράφισε ἡ ἴδια καὶ τὰ ἔστειλε στούς φίλους της γιὰ τελευταῖο θυμητικό. «Ποτὲ δὲν εἶναι ἀργά». Κι ἀπο κάτω. «῞Αννα Μελᾶ – Παπαδοπούλου, ἡ Μάνα». . .
Ἡ μάνα τίνος ; ῾Η μάνα τοῦ στρατιώτη, ἡ Μάνα τοῦ φτωχοῦ, ἡ Μάνα τοῦ ἀρρώστου, ἡ Μάνα τοῦ ὁρφανοῦ, ἡ Μάνα ὅλου τοῦ κὸσμου.Γιατὶ τέτοια στάθηκε ἡ ῎Αννα Μελᾶ – Παπαδοπούλου, ἡ μεγάλη αὐτὴ γυναίκα, τὸ πρότυπο καὶ τὸ κορύφωμα τῆς φιλαλληλίας, πού φτάνει ὡς τὴν αὐταπάρνηση καὶ τήν αὐτοθυσία. Κόρη τοῦ εὐγενικώτατου ἐκείνου, ἄρχοντα, τοῦ Μιχαὴλ Μελᾶ, ποὺ ἔκαμε καὶ Δήμαρχος ᾽Αθηναίων – ἀπὸ τὴ μεγάλη ἠπειρωτικὴ οἰκογένεια, πού ἔβγαλε καί τόν Λέοντα Μελᾶ, τὸ συγγραφέα τοῦ περίφημου «Γεροστάθη» – κι ἀδερφὴ τοῦ ἐθνομάρτυρα Παύλου Μελά, του ἥρωα τῆς Μακεδονίας, ἀφιέρωσε τή ζωή της στὸν πατριωτισμό, στή φιλανθρωπία καί στήν ἀγαθοεργία. ᾽Αλλά σέ τόσο μεγάλη κλίμακα, ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε, πώς κανένας ἄνθρωπος στίς ἡμέρες της, οὔτε γυναῖκα, οὔτε ἄντρας, δὲν ἔκαμε τὸσα γιὰ τοὺς συνανθρώπους του καὶ γιὰ τήν πατρίδα, ὄσα ἡ Ἄννα Μελᾶ.
῾Ο ἡρωϊκὸς θάνατος τοῦ ἀδερφοῦ της ἑκατονταπλασίασε τὸν πατριωτισμό της, τὸ ζῆλο της, τή δραστηριότητά της καὶ προπάντων τὴν ἀγάπη της στὸν πολεμιστή, στό στρατιώτη.
Πῆγε τοτε στή Μακεδονία να του καμη τον τάφο του, στην ἴδια ἐκείνη γῆ, ποῦ εἶχε ποτίσει τὸ τίμιο αἷμα του, κι ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιτελέση κι’ ἄλλο καθῆκον, νά κηρύξη, νὰ κατηχήση, νά τονώση τὸν πατριωτισμὸ τῶν Μακεδόνων, τὴν άγάπη στὴν ἐλευθερία, τή λατρεία στὴν ῾Ελληνικὴ Ἰδέα. Κι αὐτὸ κρυφά, μυστικά, μὲ χίλιους κινδύνους ἀπό χίλιους ἐχθρούς, γιατὶ ἡ Μακεδονία δὲν ἦταν ἀκόμη ἐλεύθερη.
῎Επειτα ἠρθαν οἱ βαλκανικοὶ πόλεμοι κι ὁ μεγάλος εὐρωπαϊκός.᾽Απὸ τὸ 1912 ὡς τὸ 1922, δέκα ὁλόκληρα χρόνια, ἡ ῎Αννα Μελᾶ – Παπαδοπούλου δὲ στάθηκε στιγμή. Γύριζε ἀπὸ μέτωπο σὲ μέτωπο, Μακεδονία, ῎Ηπειοο, Θράκη, Μικρασία, νὰ ἐνθαρρύνη καὶ νὰ περιθάλπη τοὺς πολεμιστές, νά τοὺς μοιράζη ροῦχα, φανέλλες, κάλτσες, σκεπάσματα, φαγώσιμα, τσιγάρα, βιβλία καὶ λόγια ἐνθαρρυντικὰ καί παρήγορα.
Πού τὰ ἔβρισκε ; Τὰ λόγια στὴν ψυχή της, στὴν καρδιά της τὰ πράγματα τὰ μάζευε ἀπὸ παντού. Εἶχε ξεσηκώσει τόν κόσμο. ῞Ολοι τῆς ἔδιναν γιὰ τὸ Στρατιώτη. Στὶς πόλεις οἱ γυναῖκες, τὰ κορίτσια, δὲν ἔκαναν ἄλλο, παρὰ νὰ ράβουν, νὰ ὑφαίνουν καὶ νὰ πλέκουν μάλλινα γιὰ τὸ Στρατιώτη καὶ νά τὰ δίνουν στὴν ἀεικίνητη αὐτὴ γυναίκα, γιά νά πάη νά τὸ βρη ἐκεῖ ποὺ πολεμοῦσε – μέ τόσους, μὲ πόσους κινδύνους καὶ νὰ τόν ντύση, νὰ τὸν ζεστάνη, νὰ τόν ἐγκαρδιώση.
Τότε ἡ ῎Αννα Μελᾶ – Παπαδοπούλου ὁνομάσθηκε ἡ «Μάνα τοῦ Στρατιώτη». Κι ἦταν ἀληθινά.
᾽Αλλὰ κι ἀφοῦ τελείωσαν οἱ πόλεμοι, ἡ Μάνα δέν ἠσύχασε. Εἶχε νὰ περιθάλψη τοὺς πρὸσφυγες, τούς δυστυχισμένους, τους ἀρρώστους, τ’ ἀπομεινάρια τῶν πολέμων.
Καὶ τί δέν ἔκαμε γι’ αὐτούς. ῞Εργο της εἶναι τό Σανατόριο τῆς Κορφοξυλιᾶς, τὸ Σανατὸριο τοῦ Πεύκου Ματσοῦκα κι ἕνα ὁλάκερο περίπτερο στη «Σωτηρία».
Γι’ αὐτά ὅλα ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν το 1928 ἔδωσε στήν ῎Αννα Μελᾶ – Παπαδοπούλου τὸ μεγάλο βραβεῖο τῆς Αὐτοθυσίας. ᾽Αλλά δέν μπόρεσε νὰ γλιτώση ἀπὸ τὴν κακή ἀρρώστια, ποὺ πολεμοῦσε. ῾Ολημέρα μὲ τοὺς φυματικούς, στὸ τέλος ἔγινε κι αὐτή φυματική.
Πολὺ σωστά ἔγραψε ὁ Μ. Ροδᾶς, πὼς ἡ Ἄννα Μελᾶ – Παπαδοπούλου «ἔπεσε κατὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντός της». Πολὺ σωστά τήν ὁνομάζει ἡρωΐδα, ποὺ ἀξίζει νὰ τιμηθῆ με ἀνδριάντα.
Περιοδικόν «Διάπλασις τῶν Παῖδων»
ΠΗΓΗ : ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ Δ’ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ (1947)
«Ποτέ δέν εἶναι ἀργά» ἔλεγε συχνά.
῾Η φράση αυτὴ ἦταν τὸ σύμβολό της· ὁ κανόνας τῆς ζωῆς της. Τὴν περασμένη ἀκόμα πρωτοχρονιὰ τὴν ἔγραψε σὲ κάτι ἡμερολογιάκια, ποὺ τὰ ζωγράφισε ἡ ἴδια καὶ τὰ ἔστειλε στούς φίλους της γιὰ τελευταῖο θυμητικό. «Ποτὲ δὲν εἶναι ἀργά». Κι ἀπο κάτω. «῞Αννα Μελᾶ – Παπαδοπούλου, ἡ Μάνα». . .
Ἡ μάνα τίνος ; ῾Η μάνα τοῦ στρατιώτη, ἡ Μάνα τοῦ φτωχοῦ, ἡ Μάνα τοῦ ἀρρώστου, ἡ Μάνα τοῦ ὁρφανοῦ, ἡ Μάνα ὅλου τοῦ κὸσμου.Γιατὶ τέτοια στάθηκε ἡ ῎Αννα Μελᾶ – Παπαδοπούλου, ἡ μεγάλη αὐτὴ γυναίκα, τὸ πρότυπο καὶ τὸ κορύφωμα τῆς φιλαλληλίας, πού φτάνει ὡς τὴν αὐταπάρνηση καὶ τήν αὐτοθυσία. Κόρη τοῦ εὐγενικώτατου ἐκείνου, ἄρχοντα, τοῦ Μιχαὴλ Μελᾶ, ποὺ ἔκαμε καὶ Δήμαρχος ᾽Αθηναίων – ἀπὸ τὴ μεγάλη ἠπειρωτικὴ οἰκογένεια, πού ἔβγαλε καί τόν Λέοντα Μελᾶ, τὸ συγγραφέα τοῦ περίφημου «Γεροστάθη» – κι ἀδερφὴ τοῦ ἐθνομάρτυρα Παύλου Μελά, του ἥρωα τῆς Μακεδονίας, ἀφιέρωσε τή ζωή της στὸν πατριωτισμό, στή φιλανθρωπία καί στήν ἀγαθοεργία. ᾽Αλλά σέ τόσο μεγάλη κλίμακα, ὥστε μποροῦμε νὰ ποῦμε, πώς κανένας ἄνθρωπος στίς ἡμέρες της, οὔτε γυναῖκα, οὔτε ἄντρας, δὲν ἔκαμε τὸσα γιὰ τοὺς συνανθρώπους του καὶ γιὰ τήν πατρίδα, ὄσα ἡ Ἄννα Μελᾶ.
῾Ο ἡρωϊκὸς θάνατος τοῦ ἀδερφοῦ της ἑκατονταπλασίασε τὸν πατριωτισμό της, τὸ ζῆλο της, τή δραστηριότητά της καὶ προπάντων τὴν ἀγάπη της στὸν πολεμιστή, στό στρατιώτη.
Πῆγε τοτε στή Μακεδονία να του καμη τον τάφο του, στην ἴδια ἐκείνη γῆ, ποῦ εἶχε ποτίσει τὸ τίμιο αἷμα του, κι ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιτελέση κι’ ἄλλο καθῆκον, νά κηρύξη, νὰ κατηχήση, νά τονώση τὸν πατριωτισμὸ τῶν Μακεδόνων, τὴν άγάπη στὴν ἐλευθερία, τή λατρεία στὴν ῾Ελληνικὴ Ἰδέα. Κι αὐτὸ κρυφά, μυστικά, μὲ χίλιους κινδύνους ἀπό χίλιους ἐχθρούς, γιατὶ ἡ Μακεδονία δὲν ἦταν ἀκόμη ἐλεύθερη.
῎Επειτα ἠρθαν οἱ βαλκανικοὶ πόλεμοι κι ὁ μεγάλος εὐρωπαϊκός.᾽Απὸ τὸ 1912 ὡς τὸ 1922, δέκα ὁλόκληρα χρόνια, ἡ ῎Αννα Μελᾶ – Παπαδοπούλου δὲ στάθηκε στιγμή. Γύριζε ἀπὸ μέτωπο σὲ μέτωπο, Μακεδονία, ῎Ηπειοο, Θράκη, Μικρασία, νὰ ἐνθαρρύνη καὶ νὰ περιθάλπη τοὺς πολεμιστές, νά τοὺς μοιράζη ροῦχα, φανέλλες, κάλτσες, σκεπάσματα, φαγώσιμα, τσιγάρα, βιβλία καὶ λόγια ἐνθαρρυντικὰ καί παρήγορα.
Πού τὰ ἔβρισκε ; Τὰ λόγια στὴν ψυχή της, στὴν καρδιά της τὰ πράγματα τὰ μάζευε ἀπὸ παντού. Εἶχε ξεσηκώσει τόν κόσμο. ῞Ολοι τῆς ἔδιναν γιὰ τὸ Στρατιώτη. Στὶς πόλεις οἱ γυναῖκες, τὰ κορίτσια, δὲν ἔκαναν ἄλλο, παρὰ νὰ ράβουν, νὰ ὑφαίνουν καὶ νὰ πλέκουν μάλλινα γιὰ τὸ Στρατιώτη καὶ νά τὰ δίνουν στὴν ἀεικίνητη αὐτὴ γυναίκα, γιά νά πάη νά τὸ βρη ἐκεῖ ποὺ πολεμοῦσε – μέ τόσους, μὲ πόσους κινδύνους καὶ νὰ τόν ντύση, νὰ τὸν ζεστάνη, νὰ τόν ἐγκαρδιώση.
Τότε ἡ ῎Αννα Μελᾶ – Παπαδοπούλου ὁνομάσθηκε ἡ «Μάνα τοῦ Στρατιώτη». Κι ἦταν ἀληθινά.
᾽Αλλὰ κι ἀφοῦ τελείωσαν οἱ πόλεμοι, ἡ Μάνα δέν ἠσύχασε. Εἶχε νὰ περιθάλψη τοὺς πρὸσφυγες, τούς δυστυχισμένους, τους ἀρρώστους, τ’ ἀπομεινάρια τῶν πολέμων.
Καὶ τί δέν ἔκαμε γι’ αὐτούς. ῞Εργο της εἶναι τό Σανατόριο τῆς Κορφοξυλιᾶς, τὸ Σανατὸριο τοῦ Πεύκου Ματσοῦκα κι ἕνα ὁλάκερο περίπτερο στη «Σωτηρία».
Γι’ αὐτά ὅλα ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν το 1928 ἔδωσε στήν ῎Αννα Μελᾶ – Παπαδοπούλου τὸ μεγάλο βραβεῖο τῆς Αὐτοθυσίας. ᾽Αλλά δέν μπόρεσε νὰ γλιτώση ἀπὸ τὴν κακή ἀρρώστια, ποὺ πολεμοῦσε. ῾Ολημέρα μὲ τοὺς φυματικούς, στὸ τέλος ἔγινε κι αὐτή φυματική.
Πολὺ σωστά ἔγραψε ὁ Μ. Ροδᾶς, πὼς ἡ Ἄννα Μελᾶ – Παπαδοπούλου «ἔπεσε κατὰ τὴν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντός της». Πολὺ σωστά τήν ὁνομάζει ἡρωΐδα, ποὺ ἀξίζει νὰ τιμηθῆ με ἀνδριάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου