Όταν δόθηκε το σύνθημα να γυρίσουμε πίσω, ο κάθε ένας έπαιρνε ότι
προσφορότερο μέσον εύρισκε για να γυρίσει στον τόπο καταγωγής του. Άλλος έπαιρνε ένα μουλάρι, άλλος άλογο και όσοι τυχεροί ήξεραν ποδήλατο το έπαιρναν και έφευγαν
Ο πατέρας μου πήρε ένα μουλάρι. Έβαλε όσα είχε δικά του και φόρτωσε και συναδέλφων του πράγματα.
Θα είχαν προχωρήσει δυο μέρες όταν είχαν μπει στα Ελληνικά σύνορα μέσα. Σε κάποια στροφή του κατσικόδρομου, άκουσε βογγητά ανθρώπου. Η περιέργεια δεν τον άφηνε να μείνει αδιάφορος. Κατέβηκε από το μουλάρι και πήγε προς το μέρος που ακουόταν το βογγητό. Εκεί βρήκε έναν φαντάρο εγκαταλειμμένο να σφαδάζει από τους πόνους, την πείνα και την απελπισία.Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου