Του Βενιζέλου Λεβεντογιάννη
Νεκρική σιγή... Ένας καυτός άνεμος σάρωνε την παραλία της Σμύρνης. Η μυρωδιά του καμένου ξύλου ήταν παντού. Πυκνός μαύρος καπνός γέμιζε τον ουρανό πάνω από το όρος Πάγο. Αποκαΐδια... Μικρά φλεγόμενα κομμάτια ξύλου, στροβιλίζονταν στον αέρα και έπεφταν στην πάλαι ποτέ κοσμοπολίτικη προκυμαία της Σμύρνης. Το νερό εκεί που σκάει το κύμα στο μώλο, είχε πάρει ένα βαθύ κόκκινο χρώμα. Το αίμα στο λιθόστρωτο έτρεχε σαν ποτάμι και χυνόταν στη θάλασσα. Μια βρωμερή μυρωδιά δεν επέτρεπε σε κανένα να αναπνεύσει. Στην επιφάνεια δεκάδες πτώματα. Παραμορφωμένα, αφύσικα φουσκωμένα, “χόρευαν” στο ρυθμό του κύματος. Στην παραλία 300.000 άνθρωποι εξουθενωμένοι, φοβισμένοι, στριμωγμένοι, εγκλωβισμένοι κρατούσαν την αναπνοή τους. Δεν ήθελαν καν να ανασάνουν. Δεν ήθελαν να τους ακούσει ο θάνατος που πλησίαζε. Τα πρόσωπα τους μαύρα από τη φωτιά και τη στάχτη, ήταν γεμάτα δάκρυα. Τα μάτια τους ήταν ανέκφραστα, ήταν τα μάτια του ανθρώπου που έχασε τα πάντα. Που τον κορόιδεψαν που τον σκότωσαν που τον βίασαν που έχασε τα παιδιά του, και τώρα δεν τον ενδιαφέρει τίποτε. ..