(Αρριανός Α.13.-16., Διόδωρος ΙΖ.18.- 24.1, Πλούταρχος Αλέξανδρος 16., Ιουστίνος 11.6.8-13)
Ο
Αλέξανδρος προχώρησε από την Πρίαπο προς την Ζέλεια με τη στρατιά
έτοιμη για εμπλοκή. Προπορεύονταν για αναγνώριση οι σαρισσοφόροι ιππείς και περί τους 500 ψιλούς,
ακολουθούσαν οι πεζοί σε διπλή σειρά και το ιππικό στα δύο άκρα
της παράταξης. Στο τέλος βρίσκονταν τα σκευοφόρα. Κατά το απόγευμα
συνάντησαν τους Πέρσες, που είχαν παραταχθεί πίσω από το
σημαντικότερο κώλυμα της περιοχής, τον ποταμό Γρανικό (Μπιγκά,
βορείως της συμβολής του με τον Κοτσαμπάς). Οι όχθες του ήταν ψηλές και
απότομες, πολλά σημεία του βαθιά, τα ανοιξιάτικα νερά του αρκετά
ορμητικά (ήταν τέλος Απριλίου) και το πλάτος του 25 μέτρα. Επειδή η
ώρα ήταν προχωρημένη, ο Παρμενίων πρότεινε να στρατοπεδεύσουν στην
όχθη και να περάσουν το ποτάμι πριν το πρώτο φως της επομένης,
οπότε οι Πέρσες δεν θα είχαν προλάβει να συνταχθούν και να
χρησιμοποιήσουν τον Γρανικό ως κώλυμα. Όμως ο Αλέξανδρος έκρινε πως
ο ψυχολογικός παράγων ήταν καθοριστικός, τόσο για αυτήν τη μάχη
όσο και για τις επόμενες. Κάθε δισταγμός και καθυστέρησή του θα ενίσχυε
το ηθικό των Περσών και θα έβλαπτε τη στρατιά του. Θεωρούσε
επιτακτική ανάγκη να περάσουν όπως ήταν χωρίς χρονοτριβή, για
καθαρά ψυχολογικούς λόγους. Δεν ήθελε να δώσει στους Πέρσες την
εντύπωση ότι αντιμετωπίζουν ένα συνηθισμένο αντίπαλο. Ήθελε να τους
νικήσει από μειονεκτική θέση, ώστε να επιβεβαιώσει τον φόβο τους
για την πολεμική υπεροχή των Ελλήνων και, πλήττοντας το ηθικό τους,
να επιρρεάσει την έκβαση των μελλοντικών συγκρούσεων.
Κατά το Διόδωρο
η μάχη έγινε την επομένη, οπότε οι Μακεδόνες πέρασαν στην απέναντι
όχθη και αιφνιδίασαν τους Πέρσες. Υποτίθεται ότι η επιλογή αυτή
του Αλεξάνδρου είχε σκοπό να στερήσει από τους Πέρσες το κώλυμα του
Γρανικού και παράλληλα να το θέσει στα νώτα των στρατιωτών του,
ώστε να μην μπορούν να υποχωρήσουν. Ωστόσο δεν υπάρχει καμία
αναφορά, που να τεκμηριώνει κάποια αγωνία του Αλεξάνδρου για τη
μαχητική διάθεση της στρατιάς του. Αντίθετα ο Διόδωρος αναφέρει και
αλλού στρατηγήματα και στρατηγικές επιλογές, που δεν έχουν μεγάλη
σχέση με τη λογική.
Ο Αλέξανδρος ανέλαβε το δεξί κέρας της παράταξης και ο Παρμενίων το αριστερό. Μπροστά από τον Αλέξανδρο παρατάχθηκε ο Φιλώτας του Παρμενίωνα με τους εταίρους, το μακεδονικό ιππικό, τους τοξότες και τους Αγριάνες ακοντιστές, δίπλα στον Φιλώτα παρατάχθηκε ο Αμύντας του Αρραβαίου με τους σαρισσοφόρους ιππείς, τους Παίονες και την ίλη του Σωκράτη. Δίπλα τους τάχθηκαν οι υπασπιστές των εταίρων υπό τον Νικάνορα του Παρμενίωνα, και πίσω του κατά σειρά οι τάξεις του Περδίκκα του Ορόντη, του Κοίνου του Πολεμοκράτη, του Κρατερού του Αλεξάνδρου, του Αμύντα του Ανδρομένη και τέλος του Φίλιππου του Αμύντα. Στο αριστερό κέρας πρώτοι ήταν οι Θεσσαλοί ιππείς υπό τον Κάλα του Άρπαλου, δίπλα τους το συμμαχικό ιππικό υπό τον Φίλιππο του Μενέλαου και μετά οι Θράκες του Αγάθωνα. Πίσω από το ιππικό του αριστερού κέρατος τάχθηκαν τρεις τάξεις πεζών, του Κρατερού, του Μελέαγρου και του Φιλίππου. Ο Αρριανός κάνει λόγο για ψιλούς,
τους οποίους δεν τοποθέτησε στην αρχική παράταξη ούτε διασαφηνίζει
την ειδικότητά τους. Επίσης μας δίνει τη διάταξη όλου του ιππικού
όχι όμως και όλων των πεζών του Αλεξάνδρου.
Οι δυνάμεις τις οποίες δεν απαριθμεί, δεν έπαιξαν (τουλάχιστον
κατά τη γνώμη του) κάποιον αξιόλογο ρόλο στη μάχη. Οι πεζές αυτές
δυνάμεις είναι οι 7.000 σύμμαχοι, οι 5.000 μισθοφόροι, οι 7.000
Οδρύσες, Τριβαλλοί και Ιλλυριοί. Θεωρούμε πως οι τοξότες, που αναφέρει
είναι οι 1.000 Αγριάνες, του Διόδωρου.
Οι Πέρσες κατά τον Αρριανό διέθεταν
20.000 ιππείς και λιγότερους από 20.000 πεζούς μισθοφόρους, ο
Διόδωρος δίνει 10.000 Πέρσες ιππείς και πάνω από 100.000 πεζούς, ενώ ο
Ιουστίνος
ανεβάζει το σύνολο των περσικών δυνάμεων σε 600.000. Ήταν λοιπόν
τουλάχιστον ισάριθμοι με τις δυνάμεις του Αλεξάνδρου, πλεονεκτούσαν
λόγω του εδάφους και δεν είχαν λόγο να κινηθούν πρώτοι. Είχαν
παρατάξει πάνω στην όχθη το ιππικό και πιο πίσω τους πεζούς ως
εξής: στο αριστερό κέρας βρίσκονταν ο Μέμνων, ο Αρσάμης με τους
ιππείς του, μετά ο Αρσίτης με τους Παφλαγόνες ιππείς και μετά ο
Σπιθριδάτης, ο σατράπης της Ιωνίας, επικεφαλής των Υρκανών ιππέων.
Στο δεξί κέρας παρατάχθηκαν 1.000 Μήδοι, 2.000 ιππείς του Ρεομίθρη και
2.000 Βάκτριοι ιππείς και στο κέντρο οι ιππείς των άλλων εθνών. Δεν
αναφέρονται καθόλου ψιλοί στην πλευρά των Περσών, ωστόσο είναι
γνωστό πως γενικά οι Πέρσες όχι μόνο είχαν ψιλούς (και κυρίως
τοξότες), αλλά τους διέθεταν και σε μεγάλο αριθμό. Οι πεζοί πίσω από
τους ιππείς παρέμεναν αδρανείς. Στο σημείο, που οι Πέρσες εντόπισαν
τον Αλέξανδρο, είχαν πυκνώσει πολύ τις ίλες τους. Τα δύο
στρατεύματα έμειναν παρατεταγμένα στις όχθες τους αρκετή ώρα
αγωνιώντας για την έκβαση της μάχης. Με τη διαταγή της εφόδου, υπό
τον ήχο των σαλπίγγων και με ιαχές προς τον Ενυάλιο Άρη πρώτοι μπήκαν στο ποτάμι η ίλη του Σωκράτη υπό τον Πτολεμαίο του Φιλίππου, η οποία συμπτωματικά εκείνη την ημέρα ήταν επί κεφαλής όλου του ιππικού, οι πρόδρομοι
και οι Παίονες ιππείς υπό τον Αμύντα του Αρραβαίου και μία τάξη
πεζών. Προχωρούσαν λοξά μέσα στο ποτάμι όπως τους τραβούσε το ρεύμα,
για να μην διασπάσουν τις γραμμές τους και τους πλευροκοπήσουν
παρατεταγμένοι οι Πέρσες.
Οι Πέρσες, που κυρίως έφεραν ακόντια,
έβαλλαν κατά των Μακεδόνων από όλα τα σημεία της παράταξής τους.
Φαίνεται ότι θεώρησαν αυτήν την πρώτη και μικρή δύναμη ως
ανιχνευτική των προθέσεών τους και γι’ αυτό θέλησαν να τους
αποθαρρύνουν με τον καταιγισμό των ακοντίων. Όμως στην
πραγματικότητα ο Αλέξανδρος έστειλε αυτούς τους ιππείς στους Πέρσες
ως δόλωμα, το οποίο τσίμπησαν, σπατάλησαν τα σαυνία τους και οι
κυρίως δυνάμεις κρούσης του μπόρεσαν να πλησιάσουν με λιγότερες
απώλειες και χωρίς να διασπασθούν οι γραμμές τους. Πράγματι οι
ιππείς του Αμύντα και του Σωκράτη πλησίασαν την απέναντι όχθη, αλλά
υπό τα πλήγματα των Περσών άρχισαν να υποχωρούν. Τότε έφτασε ο
Αλέξανδρος σχεδόν ανενόχλητος και συγκρούστηκε πρώτος με το Περσικό
ιππικό στο σημείο, όπου βρισκόταν η πυκνότερη παράταξή του και οι
ανώτατοι διοικητές του. Η συμπλοκή γύρω του ήταν σφοδρότατη. Το
ιππικό και των δύο στρατευμάτων είχε συνωστισθεί τόσο πολύ, ώστε δεν
διεξαγόταν τακτική ιππομαχία, αλλά οι ιππείς συμπλέκονταν σώμα με
σώμα. Σύντομα οι Μακεδόνες πήραν το πλεονέκτημα, διότι ήταν πιο
γεροδεμένοι και οπλισμένοι με δόρατα,
ενώ οι Πέρσες με ακόντια. Αλλά κι οι φάλαγγες των πεζών περνούσαν
πλέον με λιγότερη δυσκολία. Το υπόλοιπο ελληνικό ιππικό συνέχιζε να
βγαίνει από το ποτάμι και να ενώνεται με τους πρώτους. Οι Πέρσες
ιππείς και οι ίπποι τους βρίσκονταν πλέον σε δυσχερή θέση, καθώς
τους χτυπούσαν οι πεζοί, οι ιππείς και οι ψιλοί, που ήταν
ανακατεμένοι με το ιππικό.
Κάποια στιγμή έσπασε το δόρυ του Αλεξάνδρου (μάλλον συνέχισε να μάχεται χρησιμοποιώντας τον σαυρωτήρα αντί αιχμής) και
ο Δημάρατος ο Κορίνθιος του έδωσε το δικό του. Βλέποντας τον
γαμπρό του Δαρείου, τον Μιθριδάτη, να ορμά επικεφαλής ενός τμήματος
ιππικού με σκοπό να διεμβολίσει τις Μακεδονικές γραμμές, ο
Αλέξανδρος έτρεξε μπροστά από τους άλλους και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ο
Ροισάκης πρόλαβε και χτύπησε τον Αλέξανδρο με την κοπίδα στο κεφάλι. Το πλήγμα ήταν τόσο ισχυρό, ώστε έσπασε το κράνος
του. Ο Αλέξανδρος γύρισε και με το δόρυ του διατρύπησε το θώρακα
και το στέρνο του Ροισάκη. Εν τω μεταξύ, εναντίον του Αλεξάνδρου
έσπευδε κι ο Σπιθριδάτης με υψωμένη την κοπίδα, αλλά τον πρόλαβε ο
Κλείτος ο μέλας, ο γιος του Δρωπίδη,
που τον χτύπησε στον ώμο και του απέκοψε τον βραχίονα. Το
περιστατικό αυτό έχει κι άλλες παραλλαγές εκτός από αυτήν του
Αρριανού. Κατά τον Πλούταρχο,
ο Αλέξανδρος χτύπησε τον Ροισάκη με το δόρυ του, που έσπασε, και
έβγαλε το ξίφος του. Ο Σπιθριδάτης του κατάφερε στον Αλέξανδρο ένα
ισχυρό πλήγμα με την κοπίδα, έκοψε το λοφίο του κράνους, το
ένα φτερό, και έσπασε το κράνος, γδέρνοντας το τριχωτό της κεφαλής. Ο
Σπιθριδάτης ετοιμαζόταν να του καταφέρει και δεύτερο πλήγμα με την
κοπίδα του, όταν ο Κλείτος ο μέλας πρόλαβε και τον κάρφωσε
με το δόρυ του. Ο Ροισάκης σκοτώθηκε από το ξίφος του Αλεξάνδρου.
Κατά τον Διόδωρο η πίεση, που ασκούσε ο Σπιθριδάτης με τους ιππείς
του ήταν αφόρητη, έτσι ο Αλέξανδρος στράφηκε ο ίδιος εναντίον του. Ο
Πέρσης έρριξε το σαυνίον του εναντίον του Αλεξάνδρου, αστόχησε και
όρμησε με το δόρυ (ο Πέρσης εμφανίζεται να φέρει σαυνίον και δόρυ,
αντί για δύο σαυνία ή ακόντια), το οποίο διαπέρασε την ασπίδα, τη
δεξιά επωμίδα
και καρφώθηκε στο θώρακα του Αλεξάνδρου. Εκείνος τον χτύπησε με το
δικό του δόρυ, το οποίο έσπασε στο θώρακα του Πέρση, και τελικά
του επέφερε το μοιραίο πλήγμα καρφώνοντας το σπασμένο ξυστόν
στο πρόσωπό του. Ο Ροισάκης, ο αδελφός του Σπιθριδάτη χτύπησε τον
Αλέξανδρο στο κεφάλι με την κοπίδα, αλλά τον σκότωσε ο Κλείτος
ο μέλας, αποκόπτοντας το χέρι του. Ο όρος μέλας
χρησιμοποιείται αντί του πατρωνύμου, για να τον διαχωρίσει από τον άλλο Κλείτο, που ηγείται τάξης πεζών, και μπορούμε ίσως να συμπεράνουμε ότι ο ίππαρχος Κλείτος του Δρωπίδη ήταν μελαψός.
Εκείνο ακριβώς το τμήμα του
Περσικού ιππικού, που είχε τη μεγαλύτερη πυκνότητα για να αποκρούσει τον
Αλέξανδρο, καταπονήθηκε περισσότερο και διασπάσθηκε, όταν είχαν
πέσει πια νεκροί ο σατράπης της Λυδίας και Ιωνίας, Σπιθριδάτης, ο
ύπαρχος
της Καππαδοκίας, Μιθροβουζάνης, ο γαμπρός του Δαρείου, Μιθριδάτης,
ο γιος του Δαρείου του Αρταξέρξη, Αρβουπάλης, ο αδελφός της
γυναίκας του Δαρείου, Φαρνάκης, και ο αρχηγός των μισθοφόρων,
Ωμάρης. Μόλις έγινε αυτό, κατέρρευσαν και οι άλλες δύο πτέρυγες και
τράπηκαν σε φυγή. Τότε ο Αλέξανδρος έστρεψε κατά των Ελλήνων μισθοφόρων
των Περσών τη φάλαγγα, ενώ τους περικύκλωνε με το ιππικό.
Κυριολεκτικά τους δεκάτισε και από τις αρχικές 20.000 μόνο
2.000 (το 1/10) επέζησαν, για να αιχμαλωτισθούν. Οι υπόλοιποι 18.000
εξοντώθηκαν, «εκτός από ελάχιστους, που ίσως κρύφτηκαν ανάμεσα
στους νεκρούς».
Η εξόντωση των Περσών αξιωματούχων
από τον Αλέξανδρο και τους περί αυτόν ήταν ο καταλυτικός παράγων,
που οδήγησε σε κατάρρευση την περσική παράταξη. Όμως από μόνη της
δεν θα ήταν αρκετή, όπως παρ’ ολίγον να φανεί στη μάχη των Γαυγαμήλων.
Εκτός από τη μακεδονική αριστοκρατία, δηλαδή τους εταίρους ιππείς,
καθοριστικό ρόλο έπαιξαν και όλοι οι υπόλοιποι ιππείς, ενώ σχεδόν
αποσιωπάται ο ρόλος των πεζών, τους οποίους βλέπουμε μόνο στη
θλιβερή σφαγή των Ελλήνων μισθοφόρων. Σύμφωνα με τον Αρριανό, οι
Πέρσες έχασαν 1.000 ιππείς, τους Έλληνες μισθοφόρους και σχεδόν
όλους τους επιφανείς άνδρες τους, οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά.
Ο Αρσίτης,
που είχε απορρίψει την τακτική του Μέμνονα, θεώρησε τον εαυτό του
υπαίτιο της καταστροφής και αυτοκτόνησε στη Φρυγία, όπου κατέφυγε
μετά τη μάχη. Οι Έλληνες είχαν μόνο 115 νεκρούς (90 Μακεδόνες και
25 συμμάχους). Συνολικά οι υπάρχουσες πηγές δίνουν τις ακόλουθες
απώλειες:
Αρριανός Α.16. | Διόδωρος ΙΖ.20.6 | Πλούταρχος Αλέξ.16.15 | Ιουστίνος 11.6.12 | |
Ιππείς | 1.000 | 2.000 | 2.500 | |
Πεζοί | 18.000 | 10.000 | 20.000 | |
Σύνολο Περσών | 19.000 | 12.000 | 22.500 | |
Αιχμάλωτοι | 20.000 | |||
Ιππείς | 25 | 120 | ||
Πεζοί | 9 | 9 | ||
Σύνολο Ελλήνων | 115 | 34 | 129 |
Το
αποτέλεσμα της μάχης του Γρανικού ήταν αναμενόμενο και σύμφωνο με
τα όσα γνωρίζουμε από τις μικρής έκτασης περιφερειακές συγκρούσεις
Ελλήνων και Περσών, μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση η νίκη
οφειλόταν στο ιππικό και όχι στους οπλίτες. Όσον αφορά δε στο
δόλωμα, που έρριξε ο Αλέξανδρος, οι σχετικές απώλειες Ελλήνων και
Περσών δικαιώνουν την επιλογή του. Μετά τη μάχη έδειξε τις
ικανότητες του στη διαχείριση ανθρωπίνων πόρων. Στους πρώτους αυτούς
νεκρούς της εκστρατείας απέδωσε μεγάλες τιμές, ίσως διότι ήταν
προφανές σε όλους ότι τους θυσίασε συνειδητά. Τους έθαψε με τον
οπλισμό τους και άλλα κτερίσματα όπως άρμοζε στους γενναίους
πολεμιστές, ενώ ο Λύσιππος, ο διαπιστευμένος γλύπτης του βασιλιά,
κατασκεύασε προτομές τους, που στήθηκαν στην ιερή πόλη της
Μακεδονίας, το Δίον. Επιπλέον, απάλλαξε τους συγγενείς των Μακεδόνων
πεσόντων από κάθε εισφορά και λειτουργία.
Επισκέφθηκε έναν-έναν όλους τους τραυματίες και τους άφησε να του
διηγηθούν τα κατορθώματά τους. Ικανοποίησε ακόμη τον κοινό σεβασμό
Ελλήνων και βαρβάρων προς τους νεκρούς, θάβοντας τους πεσόντες
Έλληνες μισθοφόρους και τους επιφανείς Πέρσες. Οι απλοί Πέρσες
έμειναν άταφοι σύμφωνα με τις συνήθειες της εποχής.
Τους περίπου 2.000 συλληφθέντες Έλληνες μισθοφόρους,
τους έστειλε σιδηροδέσμιους στη Μακεδονία για καταναγκαστικά έργα,
με το αιτιολογικό ότι «ενώ ήταν Έλληνες πολέμησαν υπέρ των
βαρβάρων και ενάντια στις αποφάσεις του Κοινού Συνεδρίου των
Ελλήνων». Όμως στην πραγματικότητα πρέπει να είχε εξοργισθεί, που
ένα τόσο ισχυρό οπλικό σύστημα είχε στραφεί εναντίον του. Η
εξόντωση των Ελλήνων μισθοφόρων των Περσών ήταν αναμφισβήτητα λάθος
του και στην προσπάθειά του να τους εξοντώσει φέρεται να υπέστη τις
περισσότερες απώλειες της μάχης. Επιπλέον σε όλους τους υπόλοιπους
Έλληνες μισθοφόρους των Περσών, που δεν ήταν καθόλου λίγοι, έδινε
το μήνυμα, ότι δεν θα τους άφηνε άλλη διέξοδο από το να αγωνιστούν
λυσσαλέα για τη ζωή τους. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος σκέφθηκε πιο
ψύχραιμα ή δέχθηκε τις συμβουλές των επιτελών του κι ευτυχώς δεν
ξανάκανε αυτό το λάθος. Οι μισθοφόροι δεν πολεμούσαν από ιδεαλισμό
και, εφόσον οι εργοδότες τους τρέπονταν σε φυγή, οι ίδιοι δεν είχαν
κανένα λόγο να αρνηθούν συνθηκολόγηση και να προσφέρουν τις
πολύτιμες υπηρεσίες τους σε νέο εργοδότη, αν τους το ζητούσε. Πράγματι,
την επόμενη φορά ο Αλέξανδρος τους το ζήτησε.
Μετά την νίκη στο Γρανικό ο Παρμενίων προέλασε και παρέλαβε την πρωτεύουσα της Ελλησποντικής Φρυγίας, το Δασκύλειο, το οποίο είχε εγκαταλείψει η φρουρά του. Ο Αλέξανδρος ανέθεσε τη διοίκηση της σατραπείας στο στρατηγό Κάλα και διατήρησε τους ίδιους φόρους, που πλήρωναν οι κάτοικοι ως τότε στο Δαρείο. Έχει ήδη αποφασίσει να αφήσει αμετάβλητο τον περσικό τρόπο διοίκησης και να εξαιρέσει μόνο τις ελληνίδες πόλεις. Έστειλε ακόμη στην Αθήνα ως ανάθημα στην Παλλάδα Αθηνά 300 Περσικές ασπίδες με το επίγραμμα «ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΛΗΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΑΠΟ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ ΤΩΝ ΤΗΝ ΑΣΙΑΝ ΚΑΤΟΙΚΟΥΝΤΩΝ», δηλαδή «Ο Αλέξανδρος, ο γιος του Φιλίππου, και οι Έλληνες εκτός από τους Λακεδαιμόνιους [πήραν αυτά τα λάφυρα] από τους βαρβάρους, που ζουν στην Ασία». Ο Αρριανός κάνει λόγο για πανοπλίες, οπότε πρέπει να υποθέσουμε ότι δεν επρόκειτο για ασπίδες, αλλά για τρόπαια. Με την αποστολή των 300 ασπίδων ή τροπαίων ο Αλέξανδρος κολάκευε τους Αθηναίους τιμώντας το σημαντικότερο ιερό τους, το οποίο ήταν και ένα από τα λαμπρότερα στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα όμως επεδείκνυε τα λάφυρά του από τον ισχυρότατο Ασιάτη εχθρό στον σημαντικότερο εν δυνάμει εσωτερικό αντίπαλό του, την Αθήνα.
Η
νίκη στον Γρανικό ίσως ήταν η σημαντικότερη όλης της εκστρατείας. Ο
Αλέξανδρος επεξέτεινε το προγεφύρωμά του, απέκτησε επαρκή ζωτικό
χώρο, εξασφάλισε εφόδια και ισχυροποίησε τη θέση του στην Ελλάδα
γενικά και στη Μακεδονία ειδικότερα. Για τους Πέρσες οι συνέπειες
της ήττας στον Γρανικό ήταν τρομερές. Όχι λόγω της ίδιας της ήττας,
αφού οι τοπικές ήττες και απώλειες εδαφών ήταν συχνά φαινόμενα
στην ιστορία της περσικής αυτοκρατορίας, αλλά λόγω του θανάτου ενός
πολύ μεγάλου αριθμού κορυφαίων τοπικών αξιωματούχων. Χωρίς τους κατά
τεκμήριο ικανότερους ηγεμόνες (διοικητές) ο Δαρείος θα ήταν πολύ
δύσκολο να οργανώσει και να συντονίσει εξ αποστάσεως την άμυνα της
Μικράς Ασίας. Όσοι από τους υφισταμένους των πεσόντων διοικητών
επέζησαν, συγκλονισμένοι από την ήττα και την απώλεια των ανωτέρων
τους, δεν θα είχαν το σθένος να αντιμετωπίσουν τον Αλέξανδρο, ενισχυμένο
μάλιστα από τη νίκη του. Μετά από την απώλεια μίας ολόκληρης
σατραπείας, της Ελλησποντικής Φρυγίας, δεν θα είχαν το κύρος ούτε
να συσπειρώσουν γύρω τους τα εναπομείναντα σατραπικά στρατεύματα
ούτε να αποτρέψουν τους κατάπληκτους μη Πέρσες υπηκόους τους να
δεχθούν την απελευθέρωσή τους και να συμπαραταχθούν με τον
Αλέξανδρο.
Αυτή η πρώτη νίκη ήταν ύψιστης
σημασίας για τον Αλέξανδρο, διότι αν ηττώνταν, θα έπρεπε να
εγκαταλείψει την Ασία από έλλειψη εφοδίων και μόνο. Επιπλέον οι
ελληνίδες πόλεις όχι μόνο δεν θα πήγαιναν με το μέρος του, αλλά
μάλλον θα βοηθούσαν τους Πέρσες, ώστε να μην τιμωρηθούν από τον
Μεγάλο Βασιλέα. Τώρα όμως δύο όμορες σατραπείες έχασαν τους
σατράπες τους και έμειναν ακέφαλες. Η πρωτεύουσα της Ελλησποντικής
Φρυγίας, στην οποία υπαγόταν διοικητικά η Αιολίς, εγκαταλείφθηκε
από τη φρουρά της και ήταν ζήτημα ημερών να παραδοθούν από το
φρούραρχό τους και οι Σάρδεις, η πρωτεύουσα της Λυδίας, όπου
υπαγόταν η Ιωνία. Οι ελληνικές πόλεις της Αιολίδας και Ιωνίας κι αν
ακόμη αμφέβαλλαν για την τελική νίκη του Αλεξάνδρου (όπως η Λάμψακος
και οι Κολωνές) ήταν πλέον δικαιολογημένες έναντι του Μεγάλου
Βασιλέως και μπορούσαν να δεχθούν άφοβα την απελευθέρωσή τους. Άλλο
όφελος του Αλεξάνδρου από την απώλεια ενός μεγάλου αριθμού
αξιωματούχων ήταν ότι ασφαλώς κλόνισε τους μη Πέρσες αξιωματούχους
της αυτοκρατορίας. Αυτοί θα προτιμούσαν να διατηρήσουν τη ζωή και
τα προνόμιά τους δηλώνοντας πίστη σε έναν νέο κυρίαρχο, παρά να
πέσουν μαχόμενοι υπέρ του παλιού.
Ο Αλέξανδρος αποφάνθηκε ότι οι κάτοικοι της Ζέλειας και της γύρω περιοχής δεν του είχαν εναντιωθεί με τη θέλησή τους, αλλά αναγκάσθηκαν από τους Πέρσες, και γι’ αυτό δεν τους τιμώρησε. Η κίνηση αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία και εντασσόταν σ’ αυτό, που ο Διόδωρος περιγράφει ως φιλάνθρωπη τακτική. Σε όλη την Ανάβασή του θα τιμωρούσε με την προβλεπόμενη σκληρότητα όσους τον αμφισβητούν και του αντιστέκονται. Για τους υπόλοιπους θα εύρισκε κάποια περισσότερο ή λιγότερο συμβολική τιμωρία χωρίς να καταστρέφει πόλεις, να εξανδραποδίζει κατοίκους και να δημιουργεί τρόμο και δυσαρέσκεια. Η εικόνα, που είχε επιλέξει γι’ αυτή τη φάση του αγώνα ήταν του ελευθερωτή από τον σκληρό ζυγό των Περσών.
http://www.alexanderofmacedon.info/greek/B1gr.htm#granicus_battle