Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ & ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ: Η Ιστορική Συνάντηση & η Μεγάλη Σύνθεση


τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη

Ἡ ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία, τό ὀλυμπικό πάνθεον, ὅπως αὐ­­τό ἴσχυε τόν 5ο π.Χ. αἰ­ώ­να εἶχε πλήρως ὑπονομευθῆ ἤδη ἀπό τά Ἑλληνιστικά χρόνια. Τόσο ὁ Ἑλληνιστικός, ὅσο καί ὁ Ἑλληνορωμαϊκός Κόσμος εἶχαν γεμίσει ἀπό θεουργίες, ἀστρολο­γίες, μα­γεί­ες, μαγ­γανεῖες καί δει­σιδαιμονίες. Ὅπως γράφει ὁ Διο­νύ­σιος Ζακυθηνός «εἰς τήν θέσιν τῶν χαριεσῶν μορφῶν τοῦ Ἑλλη­νι­κοῦ Ὀλύμπου, εἶχον ἐνθρονισθῆ ξόανα τῆς Ἀνατολῆς, θεοί τῶν Αἰ­γυ­πτίων καί τῶν Σύρων, θεότητες φρυγικαί, θεότητες καί πνεύ­μα­τα Ἰρανικά».[1] Ὅταν ἐμφα­νί­σθηκε λοι­πόν ὁ Χριστιανισμός, εἶχε μπρο­στά τοῦ ἕνα θρησκευτικό χά­ος καί μία ἀκμάζουσα ἀθεΐα. Δέν συγκρού­σθηκε μέ τήν θνήσκουσα πλέ­ον “πατρώα” θρησκεία τῶν Ἑλλήνων, ἀλ­λά μέ τίς ὑπόλοιπες μονοθεϊστικές θρη­σκεῖες: τόν Μιθραϊσμό, τόν Ζωρο­αστρι­σμό καί τόν Ἰουδαϊσμό.

Κύριος λόγος τῆς πτώσεως τῶν Ἑλληνιστικῶν Βασιλείων ὑπῆ­ρξε ἀκριβῶς ὅτι δέν ὑπῆρχε ἕνας συνεκτικός κρίκος, ἕνας ὁμογε­νο­­­ποιητικός παράγων, μία κεντρική ἰδεολογία καί πίστις πού νά συ­ν­δέη τό πολυφυλετικό ὑπόβαθρό τους. Ὁ συγκριτισμός καί ἡ θε­ο­­­κρασία δέν εὐοδώθηκαν.

Οἱ ἑλληνιστικές ρίζες τοῦ Χριστιανισμοῦ

Ὁ Χριστιανισμός ὑπῆρξε καθαρό δημιούργημα τῶν Ἑλληνι­στι­­κῶν Χρόνων καί ὄχι κάποια ἰουδαϊκή παραφυάδα. Ἐμφανί­σθη­κε με­τά ἀπό τουλάχιστον 4 αἰῶνες διαβρώσεως τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλλη­νι­κῆς θρησκείας ἀπό τόν ἀνατολισμό, τόν θρησκευ­τι­κό συγκρι­τισμό καί τήν θεοκρασία πού συνέβη κατά τά Ἑλληνι­στικά καί Ρω­μαϊκά χρό­­­νια. Πρόκειται γιά Ἑλληνιστική Θρησκεία. Δημιού­ργη­μα τῆς ἑλ­λη­­νιστικῆς - ἑλληνορωμαϊκῆς ἐποχῆς.

Ἀπό τήν γέννησί του, ἡ ἑρμηνεία καί διάδοσις τοῦ Χριστια­νι­σμοῦ βασίσθηκε στήν ἑλληνική γλῶσσα, πού ἀποτελοῦσε τήν κοι­νή γλῶσσα τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς, Οἱ 7 Ἐπιστο­λές τοῦ Ἀποστόλου Παύ­λου γράφηκαν στά ἑλληνικά καί ἀπευ­θύνθηκαν κυρίως σέ Ἕλληνες.[2] Τά 4 εὐαγγέλια γράφ­η­καν στήν ἑλληνική κοι­νή. Ὅπως γράφει ὁ Κ. Πα­παρ­­ρηγόπου­λος γιά τόν Χρι­στιανι­σμό: «ὁ πρῶτος αὐτοῦ κῆρυξ, λειτουργός, δι­δά­­­σκα­­λος καί νο­μο­θέ­της ὑπῆρξεν ὁ ἑλληνισμός».[3] Γράφει καί ὁ καθηγητής Δ. Ζα­κυ­θηνός: «Ὁ Ἑλληνισμός διά τῆς κοσμοθεωρίας τοῦ ἐπλαισίω­σε τήν νέαν θρησκείαν».[4]

Τοῦτο συνέβη διότι ἔ­δω­­­­σε στόν Χρι­στια­νι­σμό τήν γλῶσσα, τήν ὁρολογία, τίς βασικές ἔν­­νοιες, τήν θεο­λο­γία, τήν ἠθική καί τήν μεταφυσική του.

Ὁ Χριστιανισμός ξεκίνησε τήν πορεία του στίς ἑλληνιστικές πόλεις τῆς Δαμασκοῦ, τῆς Βεροίας καί τῆς Ἀντιοχείας. Στήν τελευταία μάλιστα, δημιουργήθηκε ἡ πρώτη ἐκκλησία Χριστιανῶν "ἐξ ἐθνῶν", προερχόμενη κυρίως ἀπό Ἕλληνες. Ἐκεῖ ἦταν πού ἡ νέα θρησκεία ἔλαβε καί τό ὄνομα Χριστιανισμός.

Οἱ πρῶτες ἑπτά Χριστιανικές Ἐκκλησίες ἤκμασαν στήν Ἔφε­σο, τήν Σμύρνη, τήν Πέργαμο, τήν Θυατείρα, τίς Σάρδεις, τήν Φι­­λαδέλφεια καί τήν Λαοδίκεια, οἱ ὁποῖες ἀποτελούν τίς «ἑπτά λυχνίες» τῆς «Ἀποκα­λύψεως» τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Ἡ προέλευσις τοῦ ὀνόματος “Ἐκκλησία”, προῆλθε ἀπό τήν ἑλληνική "Ἐκκλησία τοῦ Δήμου". Ὅπως ἐπιση­μαί­νει ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ «Εἶναι πόλεις τῆς δυτικῆς, τῆς ἀπό τήν ἀρχαιότητα δηλαδή ἐξελληνισμένης, ἑλληνικῆς θά ἔλεγα, Μικρα­σί­ας».[5]

Τά κέντρα τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας στίς ἀρ­χές τοῦ 4ου αἰ­ῶνος βρίσκονταν στήν ἑλληνική Μικρά Ἀσία. Ὅ­πως γρά­φει ὁ Vasiliev: «…ἡ νίκη τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶχε ἐπιτευ­χθεῖ σέ ὅλη τή Μικρά Ἀσία, πρίν ἀκόμη ἐμφανισθεῖ ὁ Κωνστα­ντῖ­νος…».[6]

Εἶχε ἤδη δια­­­­δο­θῆ στήν Ἀλεξάνδρεια, τήν Καισάρεια, τήν Σμύρνη, τήν Θρά­­­­κη, τήν Κρήτη, τήν Κύπρο, τήν Θεσσα­λο­νί­κη, τήν Βιθυνία, τόν Πό­ντο, τήν Πάτμο, τίς Σποράδες καί τίς Κυκλάδες.[7]  Κατά τόν A. Harnack, στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰῶνος ὁ Χριστιανισμός εἶχε ἐπι­κρατήσει περίπου στό ἥμισυ τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Μικρᾶς Α­σίας, τῆς Θράκης καί Δαρ­δα­νίας, τῆς Μακεδονίας, τῆς Ἠπείρου, τῆς Θεσσαλίας, τῆς Ἀχαϊας, τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου, τῆς Κύπρου, τῆς κεντρι­κῆς καί νο­τίου Ἰταλίας, τῆς Ἀρμενίας, τῆς Κοί­λης Συρίας, τῆς Ἀλεξαν­δρεί­­ας καί Θηβαϊδος, τῆς βορείου Ἀφρι­κῆς καί τῶν νοτίων ἀκτῶν τῆς Γα­λα­τίας.[8] Ὅπως γράφει ὁ Κ. Πα­παρ­ρηγόπουλος: «ὁ ἐξελληνισμός τῆς Ἀνατολῆς εἰργάσθη ἐπι­τυ­χῶς περί τήν διάνοιξιν τῆς λεωφόρου δι’ ἤς ἔμελλε νά βαδίση ὁ χριστιανισμός».[9]

Ἀλλά καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης στά πρῶτα της βήματα ἦταν ἑλληνική. Πράγματι, μέχρι τό 324 οἱ πε­ρισσό­τεροι πάπες (ἐπίσκοποι) Ρώ­μης, ἦσαν οἱ Ἕλλη­νες.[10] Ἀλλά καί μετά τήν ἵδρυσι τῆς Κωνστα­ντινουπόλεως ὑπῆρξαν Ἕλλη­νες πάπες.[11] Ὅπως γρά­φει ὁ L. W. Barnard: «Μέχρι τό τέλος τοῦ 2ου αἰ. ἡ Ρωμαϊκή Ἐκκλη­σία ἦταν κυρίως ἑλληνόφωνη καί στήν σύν­θε­σή της ἀνατολική. Τά ὀνόματα τῶν Ἐπισκόπων ἦταν ἑλληνι­κά ἤ ἀνα­τολικά. Οἱ ἐπιγραφές ἐπί τῶν παπικῶν τάφων ἦταν κυ­ρί­­ως στήν ἑλληνική ὥς τό τέλος τοῦ 3ου αἰ., ἐνῶ ἡ χρῆσις τῆς ἑλλη­νι­κῆς στήν λειτουργία συνεχίσθηκε ἀκόμη πιό πέρα».[12]

Ὅπως παρατηρεῖ ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπού­λου «Τό γεγο­νός ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐχρησιμοποίησε τήν ἑλλη­νικήν καί μάλιστα εἰς τήν ἀπ­λουστέραν αὐτῆς μορφήν συνέβα­λεν εἰς τήν μελέτην τῶν προ­τύ­πων τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητος».[13]

Ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ Ἑλληνισμοῦ στόν Χριστιανισμό

Ἡ περίοδος ἀπό τό 324 μέχρι τό 610 εἶναι ἐντελῶς με­τα­βα­τική σέ ὅλους τους τομεῖς. Ἐνῶ διατηροῦνται τά ρωμαϊκά χα­ρα­κτη­ριστικά τῆς Αὐτοκρατορίας, παράλληλα ἐξελληνίζε­ται καί ἐκχριστιανί­ζεται. Γίνεται, κατά τήν Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρ­βε­λέρ «ἡ ἐκχριστιανισμένη καί ἐξελληνισμένη Ρωμαϊκή ἀνα­το­λι­κή αὐτοκρατορία».[14] Ὅπως στόν πολιτικό - πολιτιστικό το­μέα, ἀποτε­λεῖ τήν πε­ρίο­δο τοῦ σταδιακοῦ ἀλλά σταθεροῦ ἐξελ­λη­νι­­σμοῦ της, στόν θρησκευτικό τομέα ἀπο­τε­λεῖ τήν ἐποχή τῆς με­τα­βά­σε­ως ἀπό τήν παλαιά στήν νέα θρησκεία.

πρῶτος σταθμός ἐκχριστιανισμοῦ συμ­­πί­πτει σχε­δόν χρο­νι­κά μέ τόν πρῶτο σταθμό ἐξελληνισμοῦ, πού εἶναι ἡ ἵδρυσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Καί πρόκειται γιά τήν Α’ Οἰ­κουμενική Σύνο­δο τῆς Νικαίας πού ἔγινε τό ἔτος 325.

Ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ἐπισκόπων πού συμμετεῖχαν ἦταν Ἕλληνες καί ἀνῆκαν σέ ἑλληνικές ἤ ἐξελληνισμένες περιο­χές. Ἡ γλῶσσα πού χρησιμοποιήθηκε καθ’ ὅλη τήν 20ήμερη δια­ρ­κειά της ἦταν ἡ ἑλληνική. Οἱ πράξεις καί τό “Σύμβολο τῆς Πί­στε­ως” συντάχθηκαν στά ἑλληνικά. Ὁ λατινόφωνος Μέ­γας Κων­στα­­ντῖνος «ἑλληνίζων τή φωνή» -γράφει ὁ Εὐσέ­βιος- ἀπευ­­­­θύν­θη­κε στήν Σύνοδο. Καί οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου, ἰδέες ἑλληνικές υἱο­θέτησαν, καταδικάζοντας τόν ἀρειανισμό καί διαμορφώνοντας τίς πρῶτες βάσεις τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Ἤδη δηλαδή, ἔχουμε τό πρῶτο ἀποφασιστικό βῆμα συζεύξεως Ἑλληνισμοῦ καί Χρι­­­­­­στια­νι­σμοῦ.[15] Ὅπως μάλιστα ἐπισημαίνει ὁ G. Mathew παρατηρεῖται «μα­ζικός προσυλητισμός τῆς ἐγγράμματης ἐξελληνισμένης τάξης, ἀ­πό τήν ὁποίαν προέρχονταν οἱ κρατικοί ἀξιωματοῦχοι».[16]

Ἦταν ἡ παραμονή τῆς μάχης στήν Μουλβία (ἤ Μιλβία) Γέ­φυ­­ρα, ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος ἰσχυρίσθηκε ὅτι εἶδε ὡς ὅραμα στόν οὐ­­ρα­­νό ἕνα φω­­τεινό ση­μεῖο τοῦ Σταυροῦ καί γύρω τοῦ τήν ἑλλ­η­νι­κή ἐπι­­γρα­φή «ΕΝ ΤΟΥ­ΤΩ ΝΙ­ΚΑ»

 Οἱ τέσσαρες μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔδρασαν τόν 4ο αἰώνα, ἦσαν ὅλοι Ἕλληνες, μι­λοῦσαν καί ἔγραφαν στήν ἑλλ­η­νι­κή γλῶσσα, διέθεταν ἑλληνι­κή παιδεία καί χρησιμοποιού­σαν τήν ἑλληνι­κή δια­λεκτική ὁρο­λο­­γία γιά τήν διατύπωσι τῶν θεο­λογικῶν δο­γμά­των τοῦ Χριστια­νι­σμοῦ.

Μέγας Βασίλειος[17] στό ἔρ­γο «Πρός τούς νέους ὅπως ἄν ἐξ’ ἑλλη­νικῶν γραμμάτων ὠ­φελοῖντο λό­γων», τούς κα­λεῖ νά νά προ­­­­­σεγ­­γίζουν τά ἑλλη­νι­κά γράμ­μα­τα ὅπως οἱ μέλισσες τά λου­λού­­δια, ἐξη­γώντας «Οὐκ ἄχρηστα ψυ­χαίς μα­θή­ματα τά ἔξω­θεν δή ταύ­­τα».

Γρηγόριος Νύσσης[18] πίστευε πώς ὅσοι δέν ἔχουν ἑλληνική παιδεία πρέπει νά θεωροῦνται ἀγροῖκοι καί ἀμόρφωτοι καί μεταφύτευσε «στό ἐσωτερικό του χριστιανικοῦ κόσμου τήν πνευ­μα­τική κληρο­νο­μιά τῆς ἀρχαίας Ἑλλά­δας».[19]

Γρηγόριος Ναζια­ν­ζη­νός[20] θεωρεῖται «φιλό­σο­φος τοῦ Ἑλ­λη­­νι­σμοῦ», ἀφοῦ κατά τόν P. Lemerle διέθετε «μία ἀγάπη ὁλότελα ἑλληνική γιά τά γράμμματα»[21] πού κα­­­­­τά­φερε νά τήν συ­­ν­­δυάση μέ τήν Ἐκκλη­σία[22], ἐνῶ ὁ F. Dolger πα­ρατηρεῖ ὅτι «Τά ἔργα τους, τόσο ἀπό λογοτεχνική ὅσο καί ἀπό φι­λο­σοφική ἄποψη, ἄξια συναγωνίζονταν τά ἔργα τῶν εἰδωλολατρῶν ἀντιπάλων τους».[23] Κατά τόν G. Mat­he­w οἱ τρεῖς Καπ­πα­δόκες χα­ρα­κτηρίζονται ὡς «χριστια­νοί πλα­τωνιστές» ἐνῶ «ἕνα με­γά­λο μέρος τῆς φρασεολογίας τους καί τῶν ἰδεῶν τους εἶναι κα­θα­ρά στω­ϊ­κό… Ὅλα τέλος συνδέονται μεταξύ τούς μέ ἕνα τυπικό ἀρι­στο­τε­λι­κό κεντρικό μοτίβο, τοῦ Θεοῦ σάν Αἰτίου, τοῦ “Ἀκινήτου Κι­νούντος” κάθε ἐπιθυμία».[24]

Ἰωάννης Χρυ­σό­­στο­­μος[25] ἀνα­γνώ­ρι­ζε τήν ἀξί­α τῆς ἑλλη­νι­κῆς παιδείας στήν τέχνη τοῦ λό­γου, τήν ρη­το­­ρι­κή, τίς ἐπι­στή­μες καί τήν ποίησι. Πα­ρό­τι δέν ἦταν ἰδιαίτερα θετικός πρός τήν ἀρ­χαί­α φιλοσοφία, ἐπαι­νοῦ­σε τούς φιλοσόφους Σω­κράτη καί Διογένη καθώς καί τήν πλα­τω­νική καί στωϊκή ἠθικολογία.

"Οἱ πατέ­ρες τῆς Ἐκκλησίας ἤ­ξε­­­ραν τούς ἐθνι­κούς φιλοσόφους καί χρω­στοῦσαν πολλά στό νεο­­­πλα­τω­νι­σμό"

Ἡ διαπάλη τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τίς διάφορες αἱρέσεις θά ἐνι­σχύση πε­ραιτέρω τόν ἐξελληνισμό του. Ὁ “ἀρειανισμός” θά προκαλέση τίς Α’ καί Β’ Οἰκουμενικές Συνόδους. Ὁ “νεστοριανισμός” τήν Γ’ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύνοδο. Ὁ “μονοφυσιτισμός” τήν Δ’ Οἰκου­με­νική Σύ­νο­δο καί οἱ θρη­­­­σκευτικές παλινωδίες τοῦ Ἰουστινια­νοῦ τήν Ε’ Οἰ­κου­­μενική Σύ­νο­δο. Ὅ­λες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι γίνονται στά ἑλληνικά, ἀποτελοῦνται κα­τά πλειοψηφία ἀπό Ἕλληνες, υἱο­θε­τοῦν ἑλληνική ὁρολογία καί θέ­­τουν τίς βάσεις τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθο­δοξίας. Ἀπόρροια τοῦ ἀπόλυ­του ἐξελ­λη­νι­σ­μοῦ εἶναι καί ὁ διαχωρισμός τῆς Συρίας καί τῆς Αἰγύπτου πού ὑπο­κρύπτει καθαρά πολιτικούς λόγους.

Οἱ κανόνες, τά δόγματα ἡ ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν, ἡ λειτου­ργία, οἱ ἐκκλησιαστικοί ὕμνοι ἔχουν ὡς γλωσσικό ὄργανο τήν ἑλλη­νι­κή. Ἀκόμη καί ἡ καταπολέμησις τῶν χριστιανικῶν αἱρέσεων πού ἀναφύονται τούς πρώτους αὐτούς αἰῶνες ὠθοῦν «εἰς τήν σπουδήν τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας καί δή τῆς νεοπλατωνικῆς».[26] Ὁ Κ. Ἄμ­α­ντος ἀναρωτιέται «Πῶς θά ἀνεπτύσσετο τόσον γόνιμος καί ἐξαιρε­τι­κή θεολογία χωρίς τούς ἀρχαίους Ἕλληνας συγγραφεῖς;».[27] Ὁ Ste­ven Run­ci­­man γράφει: «Οἱ πατέ­ρες τῆς Ἐκκλησίας ἤ­ξε­­­ραν τούς ἐθνι­κούς φιλοσόφους καί χρω­στοῦσαν πολλά στό νέο­­­πλα­τω­νι­σμο».[28] Ἔτσι, κατά τόν Cyril Mango, πέτυχαν «νά μετατρέψουν τή θρη­σκεί­α τους σέ φιλοσοφία, δηλαδή σέ ἕνα ὁλοκληρωμένο σύστημα μέ συ­νο­χή, πού δίκαια μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ ὡς τό μεγαλύτερο πνευ­ματικό ἐπίτευγμα τῆς Ὕστερης Ἀρχαιότητας».[29]

Ὁ G. Mat­he­w γράφει: «Ὁ ὄψιμος βυζαντινός πολιτισμός διατή­ρη­­σε τή συνέχειά του μέ τό ἑλληνικό παρελθόν κυρίως χάρη στούς λόγιους χριστιανούς τοῦ τετάρτου καί τοῦ πέμπτου αἰώνα».[30] Κατά τήν Ἑλέ­νη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ: «ἡ μεγάλη προσφορά τῆς ἑλλη­νι­κῆς σκέ­ψε­ως στή ζωή τοῦ Βυζαντίου εἶναι ἡ φιλοσοφική ἐδραί­ω­ση τῆς ὀρθῆς πίστεως»[31] Καί κατά τόν Ρῶσο θεολόγο Γ. Φλωρό­φ­σκι «τό ἱστορι­κό νόημα τῆς Πατερικῆς Θεολογίας εἶναι ἡ ἐνσω­μά­τω­­σις τοῦ Ἑλλη­νισμοῦ στόν Χριστιανισμό».[32]

Ἡ μεταβατική περίοδος καί οἱ ἀκρότητες

Ἡ παράλληλη πορεία ἐξελληνισμοῦ καί ἐκχριστιανισμοῦ, δέν ἔγινε χωρίς ἐμπόδια. Στά ἀνώτερα κοινωνικά στρώματα ἡ ἀντίθε­σις καί ἡ ζύμωσις μεταξύ τους γινόταν σέ πνευ­μα­τι­κό - φιλοσοφι­κό ἐπί­πε­δο. Δέν ἀποφεύχθηκαν ὅμως ἀκρότητες καί ἀντιφάσεις πού ἀποτελοῦν φυσική συνέπεια μεγά­λων μεταβατικῶν κοινωνι­κῶν καί θρησκευτικῶν μεταβολῶν.

Κωνστάντιος Β’, ἀπαγορεύει τίς θυσίες καί τήν προσκύ­νη­σι σέ “εἴδωλα”. Παράλληλα ὅμως ἱδρύει τήν Βασιλική Βιβλιοθήκη συγ­κε­ντρώνοντας τήν ἑλληνική παιδεία καί δημιουργεῖ ἀντιγρα­φι­κό ἐργαστήριο γιά τήν διάσωσί της.

Ἀρνητικό ρόλο στήν πορεία συγκλήσεως διαδραματίζει ὁ Ἰου­λιαν­ός. Ὁ λανθάνων “ἑλληνι­σμός” του -μεῖγμα ἐνοθεϊ­στι­­κῆς συν­θέσεως μι­θραϊσμοῦ, νεοπλα­τω­νικῆς θεολογίας καί ἀνα­­το­λίτι­κης θεουρ­γίας καί ἡ ἀπαγόρευσίς του νά διδά­σ­κουν οἱ χρι­στιανοί, ἐπέ­φε­ρε ὡς συνέ­πει­α τήν ἀντί­στρο­φη πράξι τοῦ Ἰουστι­νια­νοῦ (529) μέ τήν ἀπαγό­ρευσι νά διδά­σκουν οἱ “ἐθνι­κοί”.[33]

Διώξεις “ἐθνικῶν” γίνονται κυρίως ἀπό δύ­ο Αὐτοκράτο­ρες: Τόν Θεοδόσιο Α’ καί ἀπό τόν Ἰουστι­νια­νό Α’, ἀπό τούς ὁποί­ους, ὅπως ἀναφέρει ὁ Ἰωάννης Μαλάλας «διω­γ­μός ἐγέγονεν τῶν Ἑλλή­νων μέγας».[34] Ὅμως ὁ πρῶτος ἦταν ὁ μόνος δυτι­κο­γενής (Ἴβη­ρας) Αὐτοκράτωρ καί συνεπῶς ξένος μέ τό ἑλληνικό πνεῦμα τῆς Ἀνατολῆς. Καί ὁ δεύτε­ρος ἦταν ὁ τελευταῖος λατινό­φρων καί λα­­τινόφωνος Αὐ­το­κρά­τωρ.

Ὁ Θεοδόσιος Α’ καθιερώνει τόν Χριστιανισμό ὡς ἐπί­ση­μη θρη­σκεία καί ἐπανειλημμένα (382 - 384 - 391) ἐκδίδει ἀπο­φά­σεις ἀπα­­γο­ρεύ­σεως τῶν θυσιῶν, κλεισίματος ἱερῶν καί ἐκποιή­σε­ως τῶν πε­­­ριου­­­σιῶν τους. Ἡ συνεχής ἐπανάληψις τῶν ἀπαγορεύ­σε­ων δεί­χνει ὅτι δέν ὑπῆρξε πο­τέ αὐστηρή ἐφαρμογή τους. Παράλληλα διο­ρίζει Ἔπα­ρ­χο Κωνσταντι­νου­­πό­λεως καί παι­­­δαγωγό τοῦ υἱοῦ του Ἀρκα­δί­ου, τόν ἐθνικό Θε­μί­στι­ο[35] καί εὐ­νοεῖ τόν ἐθνι­κό Λι­βά­νιο. Ὅπως καί ὁ Ἰουστι­νια­νός Α’, στόν ἐθνι­κό Τρι­βω­­νια­νό στηρί­ζε­­ται γιά τόν μνημειῶδες νομοθε­τι­κό του ἔργο.

Οἱ καταστροφές καί ἀκρότητες ἔγι­ναν ἀποκλειστικά στήν Συ­ρία καί τήν Αἴ­γυ­­πτο ἀπό μή Ἕλληνες “χριστια­νούς” καί “ἐθ­νικούς”: Στήν Ἀ­ντι­ό­χεια “ἐθνι­κοί” κα­τα­κρε­ουργοῦν τόν ἐπί­σκο­πο Πο­ρ­φύ­ριο καί στήν Ἀλεξάνδρεια τούς ἐπι­σκόπους Προ­πέρτιο καί Γε­ώ­­ργιο Καπ­πα­δόκη. Ἀργό­τερα “χρι­­στιανοί” πρά­τ­τουν τό ἴδιο στήν φι­λό­σο­φο Ὑπα­τία. Τό 384 ὁ Ἴβηρας Μα­τέ­­­ρνος Κυ­­νή­γιος, πα­ρε­κί­νη­σε μο­να­χούς σημιτοχαμιτικῆς προελεύ­σεως σέ μεγάλες κα­τα­στρο­­­φές.[36] 4 χρόνια μετά ὁ Θεοδόσιος Α’ τόν ἀντι­­κα­τέ­στη­σε, οἱ κα­τά­στροφες ἔπαυσαν καί ἀπα­γο­ρεύ­θη­κε ἡ εἴ­σο­δος τῶν φα­­να­τι­κῶν μο­να­χῶν στίς πόλεις.[37] Οἱ Ἕλλη­νες Χρι­στια­­νοί ἀντιθέ­τως ἀν­τι­τάχθηκαν στίς κα­τα­στροφές μέ πρῶτο τόν Γρη­γόριο Να­ζια­νζη­νό.[38]

Στήν Ἑλλάδα καί τήν Μι­κρά Ἀσία ὅλοι οἱ να­οί παραμέ­νουν ἄθικτοι.[39] Στίς 14 Νοεμβρίου 435, ὁ Θεοδόσιος Β’ ἐπιτρέπει τήν μετατρο­πή τῶν ἱερῶν σέ χρι­στια­­νικούς ναούς, ὥστε νά δια­­σωθοῦν.[40] Ἡ σύζυγός του Ἀθη­ναΐς - Εὐδοκία ἀποτελεῖ χαρακτη­ρι­στι­­κό παράδειγμα τῆς συ­ζεύ­ξε­ως Ἑλληνισμοῦ - Χριστιανισμοῦ. Ἑλληνίδα, κόρη κα­θη­γητοῦ Ρη­­το­ρι­κῆς, πού εἶχε διδαχθεῖ Ὅμηρο, Ἕλλη­νες Τρα­γικούς, Λυσία, Δη­­­μο­σθένη, Φιλοσοφία, Ἀσ­τρο­­νομία, Γεωμετρία καί πα­ράλ­­λη­λα Χρι­στια­νή. Γράφει ὁ Vasiliev: «Ἡ προ­σω­πικότητα τῆς αὐτοκρά­τει­ρας αὐτῆς εἶναι ἕνα ζωντανό παρά­δει­γμα τῆς συνυπάρξεως στό Βυ­ζά­ντιο τοῦ χρι­στια­νισμοῦ καί τῆς ἑλληνικῆς παιδείας».[41]

Ὁ “ἐκχριστιανισμός” τοῦ Ἑλληνισμοῦ

Στά 280 χρόνια πού ἀποτελοῦν τήν ὑστερορωμαϊκή-πρωτο­βυζαντινή ἐποχή συμβαίνουν ὅπως εἴδαμε δύο παράλληλα γεγο­νό­τα: Ὁ ἐξελληνισμός καί ὁ ἐκχριστιανισμός.

Τά δύο αὐτά μεγέθη ἀναμιγνύονται, συγκρούονται, ἀλληλο­επη­ρεάζονται καί στό τέλος συντίθενται. Ἡ παράλληλη πορεία τους, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σέ συγκρούσεις ἀλλά καί στήν σύνθεσί τους. Προηγεῖται -ὅπως εἴδαμε- ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ Ἑλλη­νι­­­σμοῦ στόν Χριστιανι­σμό. Δηλαδή ὁ “ἐ­ξε­λ­­λη­λισμός” τοῦ Χριστιανι­σ­μοῦ. Ὅπως γράφει ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «…Δογματι­κή, Ἐξηγητική, Ἀσκητική, Ποιμαντική, Ὑμνογραφία, ὑπηρετούμεναι ὑπό τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί διά τῶν εἰς τήν ἑλληνικήν σκέψιν θη­τευ­σάντων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ἀπέκτησαν τάς ρίζας ἐ­κεί­νας, ἐφ’ ὧν ὁ χριστιανός ἐστήριξε τάς δογματικάς του πεποι­θή­­σεις, τήν ἠθικήν του τελείωσιν, τήν ψυχικήν του ἀνάτασιν».[42]

Ἀλλά σταδιακά συμβαίνει καί τό ἀντίστροφο. Δηλαδή ὁ “ἐκ­χρι­στιανισμός” τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στούς αἰῶνες αὐ­τούς, ἡ ἰδεο­λο­γι­κή διαπάλη ὁλοκληρώ­νε­ται. Ἡ μεταβατική περίοδος λήγει. Ἡ νέα θρησκεία ἐπικρατεῖ. Ὅπως γράφει ὁ Karl Krumba­cher: «οἱ χρι­στιανικές ἀρχές ἀσυ­νει­δήτως περιεβλήθησαν τήν εἰδωλολατρι­κή ἐν­δυ­μασία».[43] Οἱ Ἕλληνες παύ­ουν νά εἶναι διχασμένοι σέ “ἐθνι­κούς” καί χριστιανούς καί μετα­βαί­νουν ἀπό τήν Ὕστερη Ἀρχαιό­τη­τα στόν Μεσαίωνα ὡς φορεῖς ἑνός νέ­ου πολιτισμοῦ πού θά ἀνα­πτυ­χθῆ ἀπό τόν 7ο αἰώνα καί ἔπειτα. Ὅπως πολύ ἐπιτυχημένα γρά­­­φει ὁ A. A. Vasiliev: «… ὁ Χριστιανισμός καί ὁ εἰδωλολατρικός Ἑλ­­ληνισμός βα­θμι­αί­­ως ἀναμίχθηκαν καί σχημάτισαν ἕναν χριστια­νο-ἑλληνο-ἀνατο­λικό πολιτισμό, γνωστό στή συνέχεια ὡς Βυ­ζα­ντινό Πο­λι­τισμό».[44]

"Ἡ σύνθεση τοῦ ἑλλη­νι­κοῦ πολιτισμοῦ μέ τή χριστια­νική θρη­σκεία στό πλαίσιο τῆς ρω­μαϊ­κῆς αὐτοκρατορίας ὁδήγησε στή γέ­νε­ση τοῦ ἱστορικοῦ ἐ­κεί­νου φαι­νομένου πού ὀνομάζουμε βυ­ζα­ντι­­νή αὐ­το­κρα­το­ρία"

Κατά τόν Cyril Mango λοιπόν «Τό πρώϊμο βυζαντινό κράτος… ἐνσω­μάτωσε τό χριστιανισμό στήν ἑλληνορωμαϊκή παράδοση»[45] ἐ­νῶ ὅπως γράφει ὁ Robert Brownιng, ὑπῆρξε «ἀμοιβαία προσαρ­μο­γή τῆς χριστιανικῆς θεολογίας καί τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφικῆς σκέ­ψης».[46] Ὅπως μάλιστα ἐπεξηγεῖ ὁ G. Os­tro­­gorsky: «Ἡ σύνθεση τοῦ ἑλλη­νι­κοῦ πολιτισμοῦ μέ τή χριστια­νική θρη­σκεία στό πλαίσιο τῆς ρω­μαϊ­κῆς αὐτοκρατορίας ὁδήγησε στή γέ­νε­ση τοῦ ἱστορικοῦ ἐ­κεί­νου φαι­νομένου πού ὀνομάζουμε βυ­ζα­ντι­­νή αὐ­το­κρα­το­ρία».[47] Προ­σ­φυῶς γράφει ὁ Σπυρίδων Λάμπρου: «Ὁ χριστιανι­σμός εἶχε συμ­φυ­­ή πλέ­­ον μετά τοῦ ἑλληνισμοῦ…».[48]

Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)

 ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 41.

[2] Πρός Θεσσαλονικεῖς, πρός Γαλάτες, πρός Κορινθίους, πρός Φιλιπ­πη­­σίους, πρός Φιλήμονα, πρός Κορινθίους, πρός Ρωμαίους. Χαρακτη­ριστικό εἶναι τό γεγονός ὅτι τήν Ἐπιστολή πρός Ρωμαίους τήν ἔγραψε στά ἑλληνικά χωρίς νά χρειάζεται μετάφρασι.

[3] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Τρίτος σελ. 456. Ἔτσι, ὅπως γρά­φει στήν ἴδια σελίδα, «ὁ χριστιανισμός διέσπασε τούς φραγμούς ἐντός τῶν ὁποίων ἤθελε νά περιορίση αὐτόν ὁ ἰουδαϊσμός…».

[4] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 42.

[5] «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 82.

[6] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α΄ σελ. 71.

[7] «Die Mission und Ausbrei­tung des Christentums in den ersten drei Jahrhunderten» - Λει­ψία, 1924.

[8] Εἶχε ἐπίσης περιορι­σμέ­νη διάδοσι στήν Παλαιστίνη, τήν Φοινίκη, τήν Μεσοποταμία, τήν Δα­λμα­τία, τήν Μοισία καί Παννονία, τήν ἀνα­τολική βόρειο Ἰτα­λί­α, τήν Μαυριτανία καί τήν Τριπολίτιδα.

[9] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Τρίτος, σελ. 453 – 454.

[10] Ἀνα­κλη­τός (76 - 88), Κλήμης Α’ (88 - 97), Εὐάρεστος ὁ Ἱερο­σο­λυμίτης (97 - 105), Τελέσφορος ὁ Ταραντῖνος (125 - 136), Ὑγί­νος ὁ Ἀθη­ναῖος (136 - 140), Ἐλευθέριος (175 - 189), Ἀντέρως (235 - 236), Σίξ­τος Β’ ὁ Φιλόσοφος (257 - 258), Διο­νύ­σιος Α’ (259 - 268), Εὐσέβιος (309 - 310).

[11] Ἀλλά καί μετά τήν ἵδρυσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξαν Ἕλλη­νες πάπες, ὅπως ὁ Ζώσιμος Καπ­­­παδόκης (417 - 418), ὁ Θεόδωρος Ἱεροσολυμίτης (642 - 649), ὁ Ἀγάθων (678 - 681), ὁ Ἰω­άν­νης ΣΤ' (701 - 705), o Ἰωάννης Ζ Καλαβρός (705 - 707) καί ὁ Ζα­χα­ρίας Καλαβρός (741 - 752).

[12] «Studies in Church History and Patristics» σελ. 176. Ὁ καθηγητής K. M. Setton μάλιστα γράφει ὅτι «ἡ Ρώμη ὑπῆρξε ἑλληνική ἀπό τήν ἵδρυσή της ὥς τίς ἀρχές τοῦ 3ου αἰ.» («Τό Βυζαντινό ὑπόβαθρο τῆς Ἰταλικῆς Ἀναγεν­νήσεως» σελ. 16).

[13] «Βυζαντινή Ἱστορία», Α’ σελ. 126.

[14] «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 19.

[15] Ἡ διαπάλη τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τίς διάφορες αἱρέσεις θά ἐνι­σχύση πε­ραιτέρω τόν ἐξελληνισμό του. Ὁ “ἀρειανισμός” θά προκαλέση τίς Α’ καί Β’ Οἰκουμενικές Συνόδους. Ὁ “νεστοριανισμός” τήν Γ’ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύνοδο. Ὁ “μονοφυσιτισμός” τήν Δ’ Οἰκου­με­νική Σύ­νο­δο καί οἱ θρη­­­­σκευτικές παλινωδίες τοῦ Ἰουστινια­νοῦ τήν Ε’ Οἰ­κου­­μενική Σύ­νο­δο. Ὅ­λες οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι γίνονται στά ἑλληνικά, ἀποτελοῦνται κα­τά πλειοψηφία ἀπό Ἕλληνες, υἱο­θε­τοῦν ἑλληνική ὁρολογία καί θέ­­τουν τίς βάσεις τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθο­δοξίας. Ἀπόρροια τοῦ ἀπόλυ­του ἐξελ­λη­νι­σ­μοῦ εἶναι καί ὁ διαχωρισμός τῆς Συρίας καί τῆς Αἰγύπτου πού ὑπο­κρύπτει καθαρά πολιτικούς λόγους.

[16] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρ­α­το­ρίας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», σελ. 61.

[17]Μέγας Βασίλειος (330 - 379) ἦταν Ἕλλην τῆς Καισάρειας τῆς Καπ­πα­­δοκίας καί μάλιστα -ὅπως ἀναφέρει ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός στόν Ἐπιτάφιό του, ὑπερηφανευόταν γιά τήν καταγωγή του «ἀπό ἀρχαῖα ἑλλη­νικά γένη». Διέθετε μεγάλη ἑλληνική παι­δεί­α, καί εἶχε δι­δά­­σκα­λο τόν ἐθνικό Λι­­­βά­νιο καί στήν Ἀθήνα τόν Χρι­στια­νό φι­­λό­­­­σο­φο Προ­αιρέσιο. Εἶχε συμμαθητές τοῦ τόν Ἰουλιανό καί ἔγι­νε ἀδελφι­κός φί­λος μέ τόν Γρηγόριο Ναζιανζηνό. Κεφαλαιώδης ἦταν ἡ συμβολή του στήν ἀξιοποίησι τῆς θύρα­θεν παιδείας ἀπό τήν χριστιανική Ἐκκλησία, ὡς ὄργανο δια­τυ­πώ­σεως θεο­­λο­γικῶν ἀντι­λήψεων.

[18]Γρηγόριος Νύσσης (335 - 395), ἀδελφός τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. Διεδραμάτισε σημαί­νο­ντα ρόλο στήν Β’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Θεωρήθηκε περισσό­τε­ρο φιλόσο­φος παρά θεολόγος, καθώς πέτυχε νά ἐπεξηγήση φιλοσοφικά θεολογι­κές ἔννοιες.

[19] Στυλιανός Παπαδόπουλος «Πατρολογία» Τόμος Β΄ σελ. 594 – 595.

[20]Γρηγόριος Ναζιανζηνός (329 - 390) ἦταν Ἕλλην ἀπό τήν Ναζιαν­ζό. Σπούδασε Ρητο­ρι­κή καί Φι­λο­σοφία στήν Ἀλεξάνδρεια καί στήν Α­θή­­­να μέ δι­δα­σκά­λους τούς Ἰμέ­ριο καί Προαιρέσιο. Θεωρεῖται ὁ πιό τα­λαντοῦχος ρήτωρ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὁ “Τρι­α­δι­κός Θεο­λό­γος”. Διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως καί πρωτεργάτης τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἦταν γνωστός ὄχι μόνο ὡς Θεολόγος, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων καί ποιητής.

[21] «Ὁ Πρῶτος Βυζαντινός Οὐμανισμός» σελ. 50.

[22] Rosemary Radford Ruether «Gregory of Nazianzus: Rhetor and Philosopher» (Oxford University Press, 1969), σελ. 18.

[23] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρ­α­το­ρίας», Μέρος Β’ «Διοίκηση, Ἐκκλησία, Πολιτισμός», σελ. 804.

[24] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρ­α­το­ρίας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», σελ. 65.

[25]Ἰωάννης Χρυσόστομος (349 - 407), καταγόταν ἀπό τήν Ἀντιόχεια. Γονεῖς του ἦταν ἡ Ἑλληνίδα Ἀνθοῦσα καί ὁ Σεκοῦνδος, πού ἦταν εἴτε Ἕλληνας, εἴτε Ρωμαῖος. Διδάχθηκε Ρητορική καί Φιλο­σο­φία ἀπό τόν Λιβάνιο καί τόν Ἀνδραγάθιο. Ὅπως γράθει ὁ Κ. Ἄμαντος «ἐγνώριζε μόνον ἑλληνικά καί δέν δύναται νά ὀνομασθῆ Σύρος, ὅπως τόν ὀνόμασαν μερικοί ἱστορικοί… Εἶχε μητέρα λαμπρᾶν Ἑλληνίδα καί ὀνομαστόν Ἕλληνα διδάσκαλον, ἀλλά καί ἔζησεν εἰς τό ἑλληνικόν περιβάλλον τῆς Ἀντιοχείας». («Ἱστορία τοῦ Βυ­ζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 79, 80). Ά­φη­­σε τεράστιο συγγραφι­κό ἔρ­γο, τό ὁποί­ο καλύ­πτει 18 τό­μους στήν Pa­trologia Graeca τοῦ Migne. Πρω­το­­στά­τησε στήν ἀντι­βαρβαρική πα­­ρά­τα­ξι τοῦ «Πανελληνίου».

[26] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Α’ σελ. 126.

[27] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 440.

[28] «Βυζαντινός Πολιτισμός», σελ. 263.

[29] Πανεπιστημίου τῆς Ὀξφόρδης (ἐπιμ. Cyril Mango): «Ἱστορία τοῦ Βυζα­ντίου» Εἰσαγωγή, σελ. 137.

[30] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ: «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρ­α­το­ρίας», Μέρος Α’ «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», σελ. 68.

[31] «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο», Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλλη­νι­κοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ.19.

[32] «Οἱ Βυζαντινοί Ἀσκητικοί καί Πνευματικοί Πατέρες».

[33] Συνέπεια ἦταν ἡ ἀναστολή λειτουργίας τῆς Ἀκαδημίας τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία ὅμως εἶχε παρακμά­σει μέ ἀνατολίζοντες διδασκά­λους πού δίδασκαν θε­ου­ργία, ἀστρολογία καί νεοπλατωνισμό μέ ἀνα­­το­λί­τι­κες ἰδέες. Ἐνδεικτικό εἶναι ὅτι οἱ πέντε ἀπό τούς ἑπτά τελευταίους δι­δασκάλους της δέν ἦσαν Ἕλληνες (Ὁ Σχολάρχης Δα­­μά­σκιος ἦταν Σύ­ριος, ὁ Σιμπλίκιος ἦταν Κίλικας, ὁ Εὐλάμιος ἦταν Φρύγας, ὁ Διο­γένης ἦταν Φοίνικας καί ὁ Ἰσίδωρος ἦταν Γα­ζαῖος).

[34] Ὅταν ὁ Μαλάλας γρά­φει «Ἑλλήνων» δέν ἐννοεῖ μέ τήν ἔννοια τῆς ἐθνι­κῆς καταγω­γῆς, ἀλλά μέ τήν θρησκευτική, ἀφοῦ ὁ ὅρος εἶχε ταυτι­σθεῖ -ὅπως εἴ­δα­με- μέ τούς “ἐθνικούς”, τούς μή χριστιανούς “παγα­νι­στές”. Κορυφαῖο παράδειγμα ἀποτελεῖ ὁ Ἀθανάσιος Ἀλεξανδρείας (298 - 373) πού ἦταν Ἕλλην στήν ἐθνική καταγωγή καί με­λε­­­τη­τής τοῦ Ὁμή­ρου καί τοῦ Πλάτωνος. Στό ἔργο του «Λόγος κατά Ἑλλή­νων», δέν ἀνα­φέρ­εται στήν ἐθνική καταγωγή (πού εἶναι καί δική του), ἀλλά στήν θρη­σκευτική ἔννοια τοῦ ὅρου, δη­λαδή τῆς εἰδωλολατρείας.

[35] Πού εἶχε γίνει μάλιστα καί συγκλητικός τό 355 ἐπί Κωνσταντίου Β’.

[36] Μεγαλύτερη ἦταν ἡ καταστροφή τοῦ Σεραπείου, πού ἦταν ἑλληνο-αἰγυπτιακή θεότητα τοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ τῶν Ἑλληνιστι­κῶν χρόνων ἡ ὁποία συνένωνε τόν Δία καί τόν Πλούτωνα μέ τόν αἰ­γυ­πτιακό Ἄπι. Τότε ἀναγκάσθηκαν νά μεταναστεύσουν ἀπό τήν Αἴγυπτο στήν Κων­σταντινούπολι οἱ γραμματικοί Ἑλλάδιος καί Ἀμμώνιος, πού ὑπή­ρξαν διδάσκαλοι τοῦ ἱστορικοῦ Σωκράτους.

[37] Ἡ παῦσις τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων τό 394 δέν μπορεῖ νά συγκατα­λε­γῆ στίς διώξεις, διότι ὑπῆρξε φυσική συνέπεια τῆς φθορᾶς τους. Εἶχαν χά­σει τελείως τό ἑλληνικό γνώρι­σμά τους. Οἱ Ρω­μαῖοι τούς εἶχαν ἐκ­βα­­ρβαρίσει καί με­τατρέψει σέ μο­νο­μα­χίες, ἀκρο­βά­τες καί ἐπαγγελματι­σμό τῶν ἀθ­λη­τῶν. Στούς τελευταί­ους καταλό­γους συμμετεῖχαν Κάρες, Λύ­δοι, Παμφύλιοι, Πισί­διοι, Ἀσσύ­ριοι, Ἰλλυριοί καί Ρω­μαῖοι!...

[38] Πατρ. Τ. 37 1118 καί 1110.

[39] Σέ Παρθενώνα, Ὀλυμπία, Δελφούς κ.λπ. ὅλα τά μνημεῖα μένουν ἄθι­κτα.

[40]ναός τοῦ Ἡφαίστου στό Θησεῖον, ἔγινε ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Ὁ ναός τοῦ Ὀλυμπίου Διός ἔγινε ναός τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου. Ὁ ναός τοῦ Ἀσκληπιοῦ ἔγινε τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Ἀκέραια ἔμειναν τό Ἐρεχθεῖον, τά Προπύλαια, τά θέατρα Ἡρώδου τοῦ Ἀττικοῦ καί Διονύσου, ναός τῆς Ἀπτέρου Νίκης κ.ἄ.

[41] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 117. Ἕνα ἀκόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα ὑπῆρξε ὁ Συνέσιος ὁ Κυρηναῖος Νεοπλατωνικός καί μαθητής τῆς ἀλεξανδρινῆς φι­λο­­σόφου Ὑπατίας, πού ἔγινε Χρι­στια­νός, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Πτολεμαῖδος καί ὑπῆρξε ἡ ψυ­­χή τῆς ἀντι­βαρβαρικῆς παρατάξεως τοῦ “Πανελληνίου”.

[42] «Βυζαντινή Ἱστορία», Α’ σελ. 369.

[43] «Die Griechische Literature des Mittelalters. Die Kultur der Gegenwart: ihre Ent­wi­cklung und ihre Ziele», σελ 337 (3η έκδοσις, 1912).

[44] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 66.

[45] «Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ρώμης» σελ. 16.

[46] «Ἡ Βυζαντινή Αὐτοκρατορία» σελ. 42.

[47] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος σελ. 84.

[48] «Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος», Τόμος Γ’ σελ. 786.

 

Ε.ΠΟ.Κ.

2 σχόλια:

  1. Χάρηκα για την ανάρτηση σας του ανωτέρου άρθρου, και προχώρησα σε ανάρτηση του στον τοίχο μου στο ΦΒ. Ηδη σε διάλογο μου με Δωδεκαθειστή [9/12/23] είχα υποστηρίξει βασικά παρόμοιες θέσεις.
    Εχω συμπληρώσει όμως την ανάρτηση με από κάτω σχόλιο μου το οποίο θέτω υπόψιν σας και εδώ:

    ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
    Το παραπάνω άρθρο, γραμμένο από μία ελληνική εθνικιστική ιδεολογική οπτική, υποτιμά σκόπιμα και αποσιωπά ορισμένες μη-αυστηρά ελληνικές επιρροές επί του Ανατολικού Ορθόδοξου Χριστιανισμού, οι οποίες όμως ΄συμπεριλαμβάνονταν πλέον ήδη στην εδαφική και ιδεολογική σφαίρα του Ελληνιστικού Ελληνισμού και δεν μπορούσαν να αγνοηθούν:

    1. Εβραισμός: υιοθετήθηκε ως Παλαιά Διαθήκη μεγάλο μέρος της αρχαίας Ισραηλιτικής Γραμματείας, το οποίο είχε μεταφρασθεί στην Κοινή Ελληνική στην Αλεξάνδρεια για τους εξελληνισμένους Ιουδαίους τον 1ο αι.
    Επίσης το Εβραικό Πάσχα, ο Εβραικός γάμος κλπ.

    2. Μιθραισμός: η λατρεία του ταύρου και της πόσης του αίματος του κατέστη το Χριστιανικό μυστήριο της Θείας Κοινωνίας του Σώματος και του Αίματος του Ιησού Χριστού.

    3. Η λατρεία της Θεάς Κυβέλης ικανοποιούσε την κοινωνική ανάγκη λατρείας της Μητέρας, η οποία συνεχίστηκε με την λατρεία της Παναγίας Θεοτόκου.

    4. Η λατρεία του Διόνυσου κατέστη εν πολλοίς λατρεία του Ιησού Χριστού.

    5. Η ιδέα περί Υιού του Θεού είχε ήδη προυπάρξει: Ο Περσεύς θεωρήθηκε υιός του Διός, ο Μέγας Αλέξανδρος υιός του Αμμωνος Διός, και γενικά οι Ημίθεοι είχαν μικτή καταγωγή εκ Θεού και ανθρώπου.

    6. Το Δωδεκάθεο συνεχίστηκε με διάφορους τρόπους: 12 οι Απόστολοι, ο Ποσειδών έγινε Αγιος Νικόλαος, και γενικά οι Αγιοι πρακτικά λατρεύονταν ως 'θεοποιημένοι άνθρωποι'.
    Υπό αυτήν την έννοια, αλλά και με το διαλεκτικό δόγμα της Αγίας Τριάδος, συνεχίστηκε πρακτικά η Αρχαία Πολυθεία, ενώ θεωρητικά είχε επικρατήσει η Μονοθεία, σε καμμία πάντως περίπτωση με τον τρόπο της αυστηρής Εβραικής και αργότερα Ισλαμικής εκδοχής. Η Πολυθεία άρμοζε στο Ελληνικό πλουραλιστικό πνεύμα, και εκφράστηκε και με την ντε φάκτο λατρεία των Αγίων Εικόνων [στην θέση των Αρχαίων Θεικών Αγαλμάτων].

    Αυτές τις παρατηρήσεις υποβάλλω, με την ιδέα ότι η ιδεολογικοποίηση επιστημονικών θεμάτων, ως το ανωτέρω, αργά ή γρήγορα υπονομεύει την αξία του και το εκθέτει σε αναθεώρηση. Δεν έχει κάτι να χάσει ο Ελληνισμός αν παραδεχθούμε και τις άλλες επιρροές στην διαμόρφωση της Ελληνορθοδοξίας, όπως του Εβραισμού, του Μιθραισμού και λοιπών θρησκευτικών δοξασιών του τότε Ελληνιστικού Χώρου. Η τελική Ελληνοποίηση της, έστω και αρνούμενη τον πολυθειστικό Ελληνισμό ως δήθεν ειδωλολατρεία, ενώ κατ' ουσίαν και η ίδια είναι 'πολυθειστική', κατέληξε στην πράξη να τον στηρίζει ως βασικός Ελληνικός, έστω Κοσμοπολίτικος. θεσμός επί Βυζαντίου και Οθωμανικής Κατοχής, και συνειδητά από το 1821 και εφεξής κατέστη βασικό στήριγμα του Ελληνικού κράτους και του παγκόσμιου Ελληνισμού της Διασποράς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ευχαριστούμε πολύ για το ωραίο σχόλιο. Τα όσα γράφετε έχουν βάση.Το συγκεκριμένο άρθρο μας όμως είχε ως θέμα τηναλληλεπίδραση Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Σαφώς και δεν αρνουμεθα και άλλες επιρροές.Αλλά για να εξαντλήσουμε το θέμα θα χρειαζόταν βιβλίο ολόκληρο που θα ξεφευγε του θέματος. Ο γόνιμος διάλογος επί της μεγάλης συνθέσεως θα έχει και συνέχεια με αλλά άρθρα στο μέλλον.Και πάλι ευχαριστούμε για το σχόλιο

    ΑπάντησηΔιαγραφή