Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2020

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 21 : Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΓΑΣΤΟΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΙΟΥ ΣΤΙΣ 9-10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1825


Από τό καλοκαίρι τού 1825, ο 
Κολοκοτρώνης γνώριζε από πληροφορίες τών αιχμαλώτων, ότι ο Ιμπραήμ σχεδίαζε νά κινηθεί μέσω τής επαρχίας τής Γαστούνης πρός τήν Πάτρα καί από εκεί νά καταλήξει στό Μεσολόγγι γιά νά ενισχύσει τά στρατεύματα τού Κιουταχή πού τό πολιορκούσαν. Ο αρχιστράτηγος ζήτησε ενισχύσεις γιά τή δυτική Πελοπόννησο καί τήν άδεια νά μεταφέρει όλες τίς σοδειές τής Γαστούνης στό Μεσολόγγι. O κάμπος τής Ηλείας δέν θά μπορούσε νά κρατηθεί από τούς Έλληνες, οι οποίοι θά έπρεπε νά αντιμετωπίσουν τό πανίσχυρο αιγυπτιακό ιππικό. Ένα ιππικό πού ανανέωνε διαρκώς τίς δυνάμεις του μέ ενισχύσεις πού έρχονταν στήν Μεθώνη από τήν Αλεξάνδρεια. Τά κράτη τής βόρειας Αφρικής (Αίγυπτος, Αλγερία, Τυνησία) σέ συνεργασία μέ τήν Τουρκία είχαν ετοιμάσει 145 πλοία, από τά οποία τά 79 ήταν πολεμικά. Είχαν ήδη μπαρκάρει από τήν Αλεξάνδρεια έχοντας στά αμπάρια τους περισσότερους από 10000 μουσουλμάνους στρατιώτες. Τά μεγάλα πλοία είχαν κατασκευαστεί από τούς Γάλλους στή Μασσαλία, οι οποίοι είχαν χαρίσει στόν Ιμπραήμ καί ένα μικρό ατμόπλοιο πού έφερε πάνω του τρία πυροβόλα. Πώς μπορούσε η Πελοπόννησος μόνη της νά τά βγάλει πέρα μέ τίς βαρβαρικές ορδές από τήν Αφρική, τήν Ασία καί τήν Αλβανία, πού διψούσαν γιά αίμα καί γιά γυναικεία σάρκα; Ήταν θαύμα τό ότι η επανάσταση ακόμα κρατούσε, όταν οι Γάλλοι αξιωματικοί τού Μωχάμετ Άλυ τής είχαν δώσει ζωή μόνο δύο μήνες από τήν έλευση τού υιού του.

Η κυβέρνηση δέν εισάκουσε τίς εισηγήσεις τού αρχιστράτηγου καί έπραξε εντελώς τό αντίθετο, φοβούμενη τήν προέλαση τού Ιμπραήμ πρός τό Ναύπλιο. Ενίσχυσε τίς φρουρές στήν ανατολική Πελοπόννησο, αφήνοντας τή δυτική στό έλεος τού Αιγύπτιου πασά. Οι Τουρκοαιγύπτιοι, στά τέλη Αυγούστου τού 1825, διενήργησαν επιδρομές στά χωριά τής Τριφυλίας καί τής Ηλείας, τρομοκρατώντας τόν πληθυσμό καί αρπάζοντας γυναίκες καί ζώα. Ο Αναστάσιος Κατσαρός, σέ μία προσπάθεια αναχαίτισής τους συνελήφθη αιχμάλωτος. Ο Κατσαρός ήταν ένας από εκείνους τούς οπλαρχηγούς, πού είχαν φυλακιστεί μαζί μέ τόν Κολοκοτρώνη στό Μοναστήρι τού Προφήτη Ηλία στήν Ύδρα. Ο Χρύσανθος Σισίνης, προεστός τής Γαστούνης καί ο Αλέξιος Μοσχούλας, οπλαρχηγός τής Αγουλινίτσας (Επιτάλιο), έστειλαν τούς πληθυσμούς είτε πρός τή Δίβρη, είτε πρός τά μπουγάζια (νησίδες) τής λίμνης Αγουλινίτσας, είτε πρός τίς πλαγιές τού όρους Ωλονός (Ερύμανθος), ενώ δέν σταμάτησαν νά ζητούν από τόν Κολοκοτρώνη καί τόν Πλαπούτα ενισχύσεις. Ο Κολοκοτρώνης μέ τή σειρά του έστελνε γράμματα στό Ναύπλιο ζητώντας από τήν κυβέρνηση στρατιώτες καί πολεμοφόδια πού δέν έφταναν ποτέ. Τά χρήματα τού δευτέρου αγγλικού δανείου δέν τροφοδοτούσαν τίς στρατιωτικές ανάγκες τής Πελοποννήσου πού καιγόταν από άκρη σέ άκρη αλλά τίς τσέπες τών μεσαζόντων καί τών Εβραίων τραπεζιτών.

«Ο Ιμπραΐμης κατεβαίνοντας εις τά Μοθωκόρωνα, εκτύπησε, τό στράτευμα οπού είχα αφήσει εις ταίς Καρυαίς (Ανω Καρυές Αρκαδίας), τούς εκτύπησε δέν τούς έκαμε τίποτες καί ανεχώρησε διά τήν Κορώνην. (Μάχη τού Λυκαίου όρους, 22 Ιουλίου 1825).

Μία φορά έλαβα ένα γράμμα από τόν Ρώμαν (Διονύσιος Γεωργίου Ρώμας, Κόντες τής Ζακύνθου) καί μού έλεγε, ότι ωμίλησε μέ τόν Αδάμ (General Sir Frederick Adam Αρμοστής Ιονίων Νήσων). Ο Αδάμ τού είπε: "Δέν ήτο δυνατόν νά αποσπάσωμεν τόν Κολοκοτρώνην από τό αρχοντικόν κόμμα;" Τό κόμμα αυτό ενομίζετο αγγλοδιωκτικό καί ρωσολατρικό καί αυτό τό διέδιδαν οι Μαυροκορδατισταί. Μού έγραψε ο Ρώμας καί μού έλεγε τά όσα τού είπε, καί νά τού γράψω ιδιοχείρως τό φρόνημά μου. Εγώ τού αποκρίθηκα ότι: "Δέν είμαι αγγλοδιωκτικός καί ρωσολάτρης, αλλά είμαι φίλους εκείνου οπού θέλει νά κάμη τό καλόν τής πατρίδος μου καί γίνου εγγυητής εις τήν εξοχότητά του τόν Αδάμ καί ο Αδάμ ας γίνη εις τήν αυλήν του διά τά φρονήματά μου." Ο Αδάμ έστειλε είδησιν εις τήν Αγγλίαν καί μέ μερικόν καιρόν έκραξε τόν Ρώμα, εκλείσθηκε δύο ημέραις, έκαμε τό σχέδιον τών αναφορών, καί τήν έστειλε τήν μίαν νά τήν υπογράψω εγώ, καί τήν άλλην ο Μιαούλης, τήν υπογράψαμεν.

Τότενες έδωκα διαταγήν τού Αντώνη Κολοκοτρώνη τού νά έρχωνται νά παίρνουν τσοπχανέδες (πολεμοφόδια), νά κτυπούν από όλα τά μέρη, καί έπαιρναν σημαίας, εσκότωναν, μάς ήφερναν κεφάλια, καί επλήρωνα ένα τάλλαρο τό κεφάλι, ένα τάλλαρο τ' αγόραζα από τούς στρατιώτας, καί τά έστελνα. Εις αυτούς τούς ακροβολιστικούς πολέμους όλοι ευδοκίμησαν, όλοι πλήν κατ' εξοχήν ο Αντωνάκης Κολοκοτρώνης, ο Κορέλας από τό Αρκουδόρεμα, ο παπά Δημήτρης από τό Χρυσοβίτσι, εσκότωναν πότε 20, πότε 30, 40, 50. Εις όλαις ταίς επαρχίαις (ο Ιμπραήμ) απαντούσε αντίστασιν. Οι Αρκαδινοί (Τριφύλιοι) καί οι Κοντοβουνήσιοι καί όλοι οι Μεσσήνιοι επήγαιναν εις τά Μοθωκόρωνα καί τούς εκτυπούσαν τούς Τούρκους καί τούς εσκότωναν καί τούς έπαιρναν πότε 20, πότε 30, 40 μουλάρια καί έτσι εζούσαν, διατί μισθόν οι Πελοποννήσιοι δέν επήραν παρά από τά τούρκικα λάφυρα εζούσαν.

Ημείς επολεμούσαμεν εκεί, αλλά εις όλα τά μέρη, εις όλας τάς επαρχίας εκτυπούντο οι Τούρκοι καί δέν έλειπε ημέρα οπού νά μήν σκοτώνονται Τούρκοι. Γράφω εγώ όμως εδώ όσας μάχας ήμουν παρών καί ωδηγούσα εγώ. Πολλοί εφώναζαν τότε καί η ίδια η κυβέρνησις μέ έγραφε νά συστήσω γενικόν στρατόπεδον, καί νά κάμω ένα γενικόν πόλεμον. Αυτοί όμως δέν ήξευραν τήν κατάστασίν μας, διότι οι Τούρκοι είχαν πιάσει τό κέντρον (Τριπολιτσά) καί δέν μάς άφηκαν ποτέ νά συγκεντρωθούμε δέκα καί δεκαπέντε χιλιάδες νά αντιπαραταχθούμεν εις τόν εχθρόν. Έπειτα ο τόπος είχε ερημωθή, ο πόλεμος δέν άφηνε νά καλλιεργήται, ψωμί δέν ευρίσκαμεν, η κυβέρνησις ήτον μόνο διά τό όνομα, διότι δέν είχε καί εκείνη καί δέν μάς έστελνε, μόνον μέ αστάχυα, ψάνη καί μέ κρέας εζούσαμεν είκοσι καί τριάντα ημέραις. Καί άν εκάμναμεν καί ένα γενικόν πόλεμον καί εχάνοντο τέσσερες ή πέντε χιλιάδες, ήτον αδύνατον νά ματαμαζεύσω στράτευμα, ενώ εάν εχάνοντο καί δέκα, δεκαπέντε χιλιάδες παλιαραπάδες έφερνεν άλλους ο Ιμπραΐμης.

Αφού έμαθα από ζωντανούς αράπηδες, πού έπιαναν οι Έλληνες, ότι ο Ιμπραΐμης ετοιμάζεται διά νά περάση από τήν Γαστούνην καί νά υπάγη εις τό Μεσολόγγι, έγραψα εις τήν κυβέρνησιν καί τούς έδιδα γνώμην μέ δύο γράμματά μου, ότι νά μού δώσουν τήν άδειαν νά υπάγω εις τήν Γαστούνην ή άλλον νά στείλουν διά νά σηκώσουν όλαις ταίς ζωοτροφίαις οπού ευρίσκοντο εις τήν Γαστούνην καί νά τάς εμβάσουν εις τό Μεσολόγγι, καί άν ήθελαν μέ ακούσει, ο Θεός ηξεύρει πώς ήθελε γυρίσουν τά πράγματα, διατί τό Μεσολόγγι δέν ήθελε πέσει έχοντας ζωοτροφίας. Ο Ιμπραΐμης εφοδίασε τά τρία φρούρια (Μεθώνη, Κορώνη, Νεόκαστρο) μέ στρατεύματα καί ζωοτροφίας καί εκίνησε διά τήν Γαστούνην. Οι Γαστουναίοι άλλοι επήραν τά βουνά καί άλλοι εκλείσθηκαν εις τό Χλεμούτσι, από ταίς ζωοτροφίαις άλλαις έκαψε καί άλλαις εβάσταξε καί ταίς επήρε στό Μεσολόγγι.»


Ο Ιμπραήμ, μετά τίς νέες του "επιτυχίες" μέ τίς σφαγές καί τή συγκομιδή νέων σκλάβων, κινήθηκε στίς 6 Νοεμβρίου 1825 βόρεια, πέρασε τόν Αλφειό ποταμό μέ βάρκες πού κατασκεύασαν οι μηχανικοί του, έκαψε τόν Πύργο καί έστειλε αγγελιοφόρους νά ειδοποιήσουν τόν Γιουσούφ πασά τών Πατρών γιά τήν άφιξή του. Η εμπροσθοφυλακή τού Ιμπραήμ συνάντησε τόν Μιχαήλ Σισίνη επί κεφαλής πλήθους γερόντων καί γυναικόπαιδων, τού επιτέθηκε καί τόν απέκλεισε στό χωριό Μουσουλούμπεη (Λευκοχώρι Ηλείας). Ο Σισίνης τούς ανάγκασε νά οπισθοχωρήσουν καί νά κατευθυνθούν στό χωριό Σαμπάναγα (Αγία Μαύρα), όπου βίασαν νέα κορίτσια, άρπαξαν γυναίκες καί έκαψαν όλα τά σπίτια τού χωριού. Τήν ίδια τύχη είχαν τά χωριά Δερβιτσελεπή, Καλίτσα, (τά δύο χωριά αποτελούν σήμερα τήν Αμαλιάδα), Σαβάλια, Ροβιάτα, Καραγιούζι (Αμπελόκαμπος) καί Σελήμ Τσαούση (Παλαιοχώρι).

Οι κάτοικοι τού χωριού Βαρθολομιό, αφού ασφάλισαν τά γυναικόπαιδα στό Χλεμούτσι, αποφάσισαν νά μείνουν στό χωριό τους καί νά τό υπερασπιστούν μέχρι θανάτου. Στίς 9 Νοεμβρίου 1825, τούς περικύκλωσε τό εχθρικό ιππικό, αλλά ένας κάτοικος, αφού σκότωσε έναν Άραβα, τού πήρε τό άλογο καί έτρεξε στό Χλεμούτσι νά ζητήσει βοήθεια. Πράγματι έφθασαν 150 Έλληνες μέ αρχηγούς τόν καπετάν Βέρα καί τόν καπετάν Γιωργάκη Βαρθαλαμιώτη καί έπιασαν τά αμπέλια έξω από τό Βαρθολομιό καί από εκεί προξενούσαν φθορά στόν εχθρικό στρατό. Κρυμμένοι όπως ήταν στά αμπέλια, πετούσαν τούς ιππείς από τά άλογά τους καί τούς σκότωναν. Μία ραγδαία βροχή όμως αχρήστευσε τά τουφέκια τους καί τότε τό πεζικό τών Αιγυπτίων μέ τίς λόγχες του βρήκε τήν ευκαιρία νά εφορμήσει καί νά κατασφάξει όλους τούς Έλληνες πλήν ενός. Οι κλεισμένοι στά σπίτια κατάφεραν νά αποκρούσουν τίς επιθέσεις μέ πολλές απώλειες εκατέρωθεν καί τελικά ο Ιμπραήμ έδωσε εντολή στούς άνδρες του νά αποχωρήσουν. Αρκετές εκατοντάδες ήταν οι νεκροί καί από τίς δύο πλευρές. Σκοτώθηκαν 500 Τουρκοαιγύπτιοι καί 200 Έλληνες, μεταξύ τών οποίων ήταν ο καπετάν Τζεκούρας από τό Βρανά καί ο Πανάγος Βέρας από τό Βαρθολομιό. Τά γυναικόπαιδα πού ήταν στό κάστρο στό Χλεμούτσι γλύτωσαν, αφού ο Ιμπραήμ προχώρησε πρός τά Λεχαινά καί από εκεί πρός τήν Πάτρα, χωρίς νά τά πειράξει. Τό στρατόπεδό του τό έστησε στόν Ψαθόπυργο καί τό Δράπανο (Δρέπανο Αχαΐας) όπου θά περίμενε μεταγωγικά γιά νά τόν περάσουν απέναντι, στίς ακτές τής Ρούμελης.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου