Τρίτη 6 Αυγούστου 2019

Ο ΙΩΝ ΔΡΑΓΟΥΜΗΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ (Α' ΜΕΡΟΣ)

Του Σταμάτη Μαμούτου, υποψήφιου διδάκτορος Πολιτικής Θεωρίας
 
Θα ήθελα, καταρχάς, να ευχαριστήσω όλους τους φίλους που βρίσκονται στο αμφιθέατρο για να παρακολουθήσουν την σημερινή εκδήλωση. Μολονότι οι καιρικές συνθήκες δεν είναι οι καλύτερες δυνατές, αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή, ως ομιλητής, βλέποντας τον χώρο που μας φιλοξενεί να είναι κατάμεστος.
Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως και τους φίλους από τον κύκλο της «Φοιτητικής Λέσχης Φανταστικής Λογοτεχνίας», που δίνουν σήμερα το παρόν. Όπως, εξάλλου, κάνουν και τα τελευταία δέκα χρόνια αδιαλείπτως, υπηρετώντας τον ελληνικό πολιτισμό στα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Τέλος, οφείλω να αναφερθώ και σε έναν από τους σημαντικότερους ψηφιακούς καλλιτέχνες της νέας γενιάς, που μας τιμά σήμερα με την παρουσία του. Μιλώ για τον Κώστα Νικέλλη.


Περνώντας στο θέμα της ομιλίας μου, θα ξεκινήσω με μια διαπίστωση, η οποία εξάγεται από όσα έχει αναφέρει μέχρι στιγμής για τον Ίωνα Δραγούμη ο προηγούμενος ομιλητής, δηλαδή ο καλός μου φίλος Νίκος Καρράς. Περίπου εκατό χρόνια μετά την δολοφονία του διαπιστώνουμε σήμερα ότι ο Δραγούμης, από την μια παραμένει επίκαιρος κι από την άλλη εξακολουθεί να αποτελεί έναν στοχαστή, που η ερμηνεία της σκέψης του παρουσιάζει δυσκολίες. Αν πραγματοποιήσουμε μια σύντομη έρευνα στην σχετική ακαδημαϊκή βιβλιογραφία των τελευταίων χρόνων, θα διαπιστώσουμε ότι οι ερευνητές καταλήγουν, αρκετές φορές, σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα, σχετικά με το ποιος ήταν τελικά ο ιδεολογικός προσανατολισμός της πολιτικής σκέψης του Ίωνα Δραγούμη.
Προσωπικά, δεν μπορώ ακόμη να καταθέσω κάποια τελικά συμπεράσματα. Και τούτο γιατί η διδακτορική μου διατριβή, στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται ο Ίων Δραγούμης, δεν έχει ολοκληρωθεί. Εντούτοις, είμαι σε θέση να αναφερθώ στον τρόπο με τον οποίο ξεκινά η δική μου τοποθέτηση στην όλη συζήτηση. Μια τοποθέτηση που βασίζεται στην διαπίστωση ότι τόσο οι κοινωνικοί επιστήμονες όσο και οι αναγνώστες, θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην προσπάθειά τους να κατανοήσουν την πολιτική σκέψη στοχαστών οι οποίοι εκφράζουν παραδοσιοκρατικές ιδέες, όπως ο Δραγούμης, αν δεν έχουν σχηματίσει προηγουμένως μια ικανοποιητική εικόνα του ιστορικού φαινομένου, που στην ιστορία των ιδεών αποκαλείται Ρομαντισμός.

Στα πλαίσια της σημερινής μου ομιλίας δεν είναι, ασφαλώς, εφικτό να αναφερθώ εκτενώς στο φαινόμενο του Ρομαντισμού. Θα κάνω, ωστόσο, μια συνοπτική περιγραφή και θα σταθώ στην ελληνική εκδοχή του Ρομαντισμού. Γιατί είναι αυτή που συνδέεται με την πολιτική σκέψη του Δραγούμη. Στην συνέχεια θα αποσπάσω δυο από τα γνωρίσματα του ελληνικού Ρομαντισμού και θα τα χρησιμοποιήσω ως παραδείγματα, προκειμένου να συζητήσουμε μαζί, το πώς συνδέονται με την σκέψη του Δραγούμη.
Πριν αναφερθώ στον ελληνικό Ρομαντισμό, θα επιχειρήσω να περιγράψω τους ιδεολογικούς συσχετισμούς που υπήρχαν στην Ελλάδα κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, για να έχουμε μια όσο το δυνατόν καλύτερη εικόνα του όλου πλαισίου που μας απασχολεί. Θα πρέπει, λοιπόν, να ξεκινήσουμε την διερεύνηση της σχέσης των ιδεών του Δραγούμη με τις αρχές του ελληνικού Ρομαντισμού, λαμβάνοντας καταρχάς υπόψη ότι στην Ελλάδα, μέχρι την δεκαετία του 1840, τα αντίπαλα ιδεολογικά ρεύματα ήταν δύο. Από την μια ήταν οι Διαφωτιστές και από την άλλη οι λόγιοι με τις εκκλησιαστικές καταβολές.
Συνοψίζοντας τις θέσεις των Διαφωτιστών θα μπορούσα να καταλήξω στο εξής συμπέρασμα. Οι Διαφωτιστές, στο πεδίο της φιλοσοφικής τους σκέψης, υιοθέτησαν τις αρχές του δυτικού ορθολογισμού. Πολιτικά συνδέθηκαν με τον φιλελευθερισμό. Ενώ στο πλαίσιο της γεωπολιτικής τους οπτικής αντιλήφθηκαν την Ελλάδα ως αναπόσπαστο μέρος της δυτικής Ευρώπης. Από την άλλη μεριά, οι λόγιοι της εκκλησίας είχαν θεολογικές αναφορές και πολιτικά παρέμεναν προσηλωμένοι στο status μιας φαναριώτικης αντίληψης των πραγμάτων. Επίσης, σε ό,τι είχε να κάνει με ζητήματα γεωπολιτικής και κουλτούρας, αντιλαμβάνονταν την Ελλάδα ως κομμάτι του πολιτισμού της Ανατολικής Ευρώπης –ενδεχομένως και της Εγγύς Ανατολής, σε ορισμένες περιπτώσεις.

Και οι δυο αυτοί ιδεολογικοί πόλοι απέρριπταν από μια ιστορική περίοδο της ελληνικής ιστορίας. Οι Διαφωτιστές εμπνέονταν από την κλασική αρχαιότητα, αλλά απέρριπταν τόσο την αρχαία μακεδονική εποχή όσο και την ιστορική περίοδο του βυζαντινού μεσαίωνα, με την δικαιολογία ότι αποτελούσαν βάρβαρες αντιδημοκρατικές εποχές. Αντίθετα, οι λόγιοι της εκκλησίας εστίαζαν στον χριστιανικό μεσαίωνα αλλά απέρριπταν την ελληνική αρχαιότητα, με την δικαιολογία ότι αποτελούσε μια περίοδο ειδωλολατρικών πολιτιστικών εθίμων.
Η αντιπαράθεση των δυο ιδεολογικών πόλων ήταν πολύ έντονη, τόσο πριν την επανάσταση του 1821, όσο και μετά απ’ αυτήν. Η σύγκρουση καταλάγιασε όταν αναδύθηκε ο τρίτος ιδεολογικός πόλος στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Ήταν ο ιδεολογικός πόλος που κατάφερε να επικρατήσει στον ελληνικό πνευματικό κόσμο, όντας ενάντιος και στους δυο προηγούμενους. Ο τρίτος ιδεολογικός πόλος ήταν εκείνος του Ρομαντισμού.
Αν θα έπρεπε να παραθέσω μια ευσύνοπτη περιγραφή του Ρομαντισμού, θα έλεγα πως ήταν μια ευρεία κοσμοθέαση, Ένας τρόπος να βλέπει κανείς τον κόσμο. Το φιλοσοφικό του υπόβαθρο ήταν ιδεαλιστικό. Είχε νεοπλατωνικές καταβολές και συνδεόταν τόσο με την αρχαιοελληνική σκέψη όσο και με την χριστιανική. Ο Ρομαντισμός έδινε έμφαση στην νοητική αξία της φαντασίας και στηλίτευε τον εργαλειακό ορθολογισμό του Διαφωτισμού. Απέρριπτε τον υλιστικό φιλελευθερισμό και τον ατομικιστικό ωφελιμισμό κι εστίαζε στην αξία των εθνικών ταυτοτήτων και των παραδόσεων.

Στην Ελλάδα, όπως εξάλλου και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ο Ρομαντισμός διέθετε πολιτικές, εικαστικές και λογοτεχνικές εκφράσεις. Σε γενικές γραμμές, η εποχή της ανάδυσης του Ρομαντισμού, ως κινήματος στην δυτική Ευρώπη, ήταν η ιστορική περίοδος που ξεκίνησε από τα μισά του 18ου αιώνα για να ολοκληρωθεί στα μισά του 19ου. Ωστόσο, στην Ελλάδα, μολονότι ρομαντικές εκφράσεις υπήρχαν ακόμη και πριν την επανάσταση του 1821, η ιστορική περίοδος στην οποία ο Ρομαντισμός κυριάρχησε στα πολιτισμικά δρώμενα ήταν από την δεκαετία του 1850 μέχρι τις αρχές εκείνης του 1880.
Από το 1880 κι έπειτα ο Ρομαντισμός υποχώρησε ως τάση της ελληνικής λογοτεχνίας κι άρχισαν να αποδυναμώνονται τα πολιτικά του αιτήματα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι εξαφανίστηκε. Οι σπουδαίοι Έλληνες ρομαντικοί ζωγράφοι συνέχισαν να είναι στο επίκεντρο. Ενώ και οι ρομαντικές πολιτικές ιδέες δεν έπαψαν να συγκινούν τμήματα του ελληνικού πληθυσμού και ανθρώπους του πνεύματος. Συμπερασματικά, μετά την δεκαετία του 1880 μπορεί, όντως, να υποχώρησε ο Ρομαντισμός στην Ελλάδα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν μεμονωμένοι Έλληνες Ρομαντικοί.
Προσπαθώντας να συμπεράνω ποια ήταν η παρακαταθήκη του ελληνικού Ρομαντισμού, έχω καταλήξει στα εξής πεδία.

-Πρώτα απ’ όλα θα σταθώ στην ενσωμάτωση της Μακεδονίας και του Βυζαντίου στην ενότητα της ελληνικής ιστορικής αντίληψης. Πριν την επικράτηση του Ρομαντισμού, αρκετοί Έλληνες λόγιοι, με πρώτο όλων τον Αδαμάντιο Κοραή, επηρεασμένοι από μια δυτική ανάγνωση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, θεωρούσαν ότι ο Φίλιππος, ο Μέγας Αλέξανδρος και εν γένει οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Έλληνες. Με το σκεπτικό ότι δεν ακολουθούσαν την ροπή της κλασικής ελληνικής πολιτικής τάσης προς τον εκδημοκρατισμό, αλλά υιοθετούσαν αρχαϊκά μοναρχικά μοντέλα διοίκησης και πολιτειακής οργάνωσης, στα μάτια των φιλελεύθερων Διαφωτιστών οι Μακεδόνες φάνταζαν ως ένα βάρβαρο φύλο. Ακόμη πιο αρνητική ήταν η στάση του Κοραή και των υπόλοιπων Ελλήνων Διαφωτιστών προς τον βυζαντινό μεσαίωνα, τον οποίο θεωρούσαν ως μια εποχή πνευματικού σκότους που δεν είχε τίποτε το ελληνικό. Αυτή η προσέγγιση ήταν βολική και για τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Στην ουσία, τις απάλλασσε από μια σειρά γεωπολιτικών προβληματισμών, εφόσον το μόνο που είχαν να προωθήσουν στον ελλαδικό χώρο ήταν μια εκσυγχρονιστική λογική, προκειμένου να εγκαθιδρυθούν στο αρτισύστατο ελληνικό βασίλειο οι δυτικοί πολιτικοί θεσμοί.
Ο Ρομαντισμός ανέτρεψε αυτή την αντίληψη. Μέσα από τις έρευνες του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου και άλλων στοχαστών, αποδείχθηκε η ελληνικότητα της Μακεδονίας. Επιπλέον, καταδείχτηκε και ο ελληνικός χαρακτήρας σημαντικών περιόδων του βυζαντινού μεσαίωνα. Η μετατόπιση των Ελλήνων λογίων από τον φιλελεύθερο Διαφωτισμό στον ρομαντικό εθνικισμό ήταν γεγονός. Κι αυτό σηματοδοτούσε πολλές ακόμη διαφοροποιήσεις.
Η σημαντικότερη διαφοροποίηση έχει να κάνει με τον σχηματισμό της νεοελληνικής συνείδησης. Μετά την επικράτηση του Ρομαντισμού στο ελληνικό πνευματικό στερέωμα και μέχρι σήμερα, η συνείδηση του μέσου νέου Έλληνα για την εθνική του υπόσταση βασίζεται στην αντίληψη ότι το ελληνικό έθνος είναι διαχρονικά υπαρκτό και αναλλοίωτο, από την αρχαιότητα στον Μεσαίωνα κι από εκεί στα νεότερα χρόνια.


ΑΒΑΛΟΝ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου