Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β΄ ΚΑΙ 4η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Του Δημοσθένη Κούκουνα

Σήμερα είναι κοινός τόπος ότι η επάνοδος του βασιλιά Γεωργίου Β’ στην Ελλάδα το 1935 εξασφάλιζε για τα επόμενα χρόνια μια σταθερή φιλοβρετανική πολιτική. Την εποχή εκείνη όμως, δηλαδή το φθινόπωρο του 1935, τίποτε δεν ήταν βέβαιο. Οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες που προκάλεσαν ή διευκόλυναν την πολιτειακή μεταβολή δεν ήταν απαραιτήτως αγγλόφιλοι. Μάλιστα οι δύο ισχυρότεροι εξ αυτών, εκείνοι στους οποίους οφείλεται τελικά η παλινόρθωση, δεν είχαν τέτοια τάση καν. Ο μεν Γεώργιος Κονδύλης ήταν γαλλόφιλος, ο δε Ιωάννης Θεοτόκης γερμανόφιλος. Ως γνωστόν, και οι δύο, παρά τις δεδομένες υπηρεσίες τους στην παλινόρθωση, δεν θα χρησιμοποιηθούν περαιτέρω.
Οι αρμόδιες αγγλικές υπηρεσίες θα πρέπει να ήταν ικανοποιημένες, αφού ύστερα από το αποτυχόν κίνημα του Μαρτίου 1935 έβλεπαν να παλινορθώνεται η μοναρχία στην Ελλάδα. Φυσικά για εκείνες το θέμα δεν ήταν ποιοι καλύτεροι θα διοικούσαν τη χώρα, αλλά πόσο πιο αποτελεσματικοί θα αποδεικνύονταν με το να εφαρμόσουν μια πολιτική που θα εξυπηρετούσε τη Μεγάλη Βρετανία.
Μια σειρά θανάτων πολιτικών ηγετών κατά τη διάρκεια του 1936 ξεκαθαρίζει την ατμόσφαιρα και εδραιώνει ένα δικτατορικό καθεστώς. Τον Ιανουάριο 1936 πεθαίνει ο Γεώργιος Κονδύλης, τον Μάρτιο ο Ελευθέριος Βενιζέλος, τον Απρίλιο ο Κωνσταντίνος Δεμερτζής και τον επόμενο μήνα ο Παναγής Τσαλδάρης (τον Σεπτέμβριο και τον Νοέμβριο 1936 θα πεθάνουν αντίστοιχα οι Αλ. Ζαΐμης και Αλ. Παπαναστασίου). Είναι προφανές ότι ένα νέο πολιτικό σκηνικό διαμορφώνεται με απόντες τους αρχηγούς των δύο μεγάλων παρατάξεων και ενώ ταυτόχρονα γίνονται διεργασίες και ανταγωνισμοί για την ανάδειξη των διαδόχων ηγεσιών. Ταυτόχρονα στερεώνεται η βασιλική εύνοια προς τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος από υπουργός Στρατιωτικών (με συγκεκριμένη δέσμευση να επιτύχει την αποτροπή νέου στρατιωτικού πραξικοπήματος από δεξιούς αξιωματικούς) στην κοινοβουλευτική κυβέρνηση Δεμερτζή προάγεται σε αντιπρόεδρο και τελικά τον αντικαθιστά, όταν εκείνος πεθαίνει.
Στις 4 Αυγούστου 1936 η κοινοβουλευτική κυβέρνηση Μεταξά μετατρέπεται σε δικτατορική. Ουσιαστικά δεν θα εκφράζει πλέον αποκλειστικά την καθαυτό δεξιά, αλλά θα είναι υπερκομματική, αφού βεβαίως θα είναι αντι-κομματική και αντι-κοινοβουλευτική. Ήδη στο πρώτο 24ωρο από τη μεταβολή, προσλαμβάνεται ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος, ένας από τους κυριότερους συνεργάτες του Ελευθ. Βενιζέλου στο παρελθόν (θα παραμείνει για λίγους μόνο μήνες στη θέση του, μέχρι τον Ιανουάριο 1937, όταν διαφώνησε με τον Μεταξά αναφορικά με τις ελληνογερμανικές οικονομικές σχέσεις). Αλλά και στα προηγηθέντα 24ωρα, ο Μεταξάς είχε κατορθώσει να πείσει τον Σοφοκλή Βενιζέλο για την αναγκαιότητα της δικτατορίας. Ο γιος του ιδρυτή του Κόμματος Φιλελευθέρων, εν δυνάμει διάδοχος και μέλος της νέας ηγεσίας του κόμματος, είχε συμφωνήσει με τον Μεταξά και είχε εξασφαλίσει την αντιπροεδρία όταν θα κηρυσσόταν η δικτατορία. Τελικά ο Μεταξάς θα τον αγνοήσει, προκρίνοντας τον ομογάλακτο Ζαβιτσιάνο.
Αλλά η δικτατορία δεν ήταν κάτι το απεχθές τότε. Υπήρχαν πολλές φωνές στην παραδοσιακή δεξιά που την ζητούσαν, αλλά και στον βενιζελικό και βενιζελογενή χώρο υπήρχαν επίσης πολλές. Ο κοινοβουλευτισμός και οι δημοκρατικές διαδικασίες δεν ήταν προϋπόθεση της πολιτικής ζωής, π.χ. για τον Αλ. Παπαναστασίου ή τον Νικ. Πλαστήρα, αλλά και για πολλούς άλλους δευτερότερους ηγέτες. Οι πλέον φανατικοί υπέρμαχοι της δημοκρατίας, τουλάχιστον κατά τη μεσοπολεμική περίοδο, δεν θεωρούσαν απαραιτήτως απεχθή τη δικτατορία, όσο τη μοναρχία. Άλλωστε όταν μιλούσαν για δημοκρατία εννοούσαν την πολιτειακή και μόνο μορφή ενός αβασίλευτου πολιτεύματος και όχι τις αυτονόητες σταθερές διαδικασίες ενός δημοκρατικού και κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, είτε θα ήταν βασιλευόμενο είτε όχι.
Η έλευση του Γεωργίου Β’ τον Νοέμβριο 1935 έχει μια μακρά προϊστορία και δεν είναι το αποτέλεσμα μιας αιφνιδιαστικής ενέργειας κάποιων. Η βρετανική ηγεσία με προσεκτικούς χειρισμούς έχει καλλιεργήσει καταστάσεις και προϋποθέσεις, ενώ έχει πεισθεί ότι η επάνοδός του θα σταθεροποιήσει ευμενώς προς αυτήν την ελληνική εξωτερική πολιτική. Ας μην ξεχνάμε ότι δύο μήνες μετά την επιστροφή του Γεωργίου, τον Ιανουάριο του 1936, στον βρετανικό θρόνο ανέρχεται ο Εδουάρδος Η’. Οι δύο βασιλείς, ανεξαρτήτως της συγγενείας τους, είναι εκ παραλλήλου στενότατοι φίλοι από πολλών ετών, η δε Γουόλις Σίμπσον (που την εποχή εκείνη επηρεάζει, ανησυχητικά για τις βρετανικές υπηρεσίες, τον Εδουάρδο, αλλά δεν είναι ακόμη γνωστός δημοσίως ο δεσμός της μαζί του) συμπαθεί τον Γεώργιο, καθώς και μια Αγγλίδα κυρία με την οποία συνδεόταν ο τελευταίος. Οι δύο βασιλείς έχουν συνδεθεί στενότατα, διότι έχουν κάποια κοινά στοιχεία στον εσωστρεφή χαρακτήρα τους, ενώ επιπροσθέτως και οι δύο συνδέονται αισθηματικά με εν διαστάσει κυρίες και βεβαίως αποφεύγουν την ανοικτή ζωή. Στα τελευταία χρόνια έχουν περάσει μαζί όλο τον ελεύθερο χρόνο τους και σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο.
Δεν πρέπει να μας διαφύγει της προσοχής ότι μόλις δύο εβδομάδες μετά την κήρυξη της δικτατορίας, ο νέος βασιλιάς της Μεγ. Βρετανίας είχε επισκεφθεί ανεπίσημα την Ελλάδα, όπου παρέμεινε αρκετές μέρες. Μαζί με προσωπικούς φίλους και φυσικά με την κ. Σίμπσον επισκέφθηκαν στην Κέρκυρα τον Γεώργιο και την Αγγλίδα κ. Τζόουνς που συζούσε μαζί του παρασκηνιακά. Μία εβδομάδα αργότερα, ο Εδουάρδος βρισκόταν στην Αθήνα και δέχθηκε στην πρεσβεία του τον Ιωάννη Μεταξά, με τον οποίο συζήτησαν επί δύο ώρες.
 Ακόμη και η μεταβολή της 4ης Αυγούστου θα συμβάλει αποτελεσματικότερα σ’ αυτό. Μέσα σε λίγους μήνες, οι δύο νέοι ηγέτες της χώρας, ο Γεώργιος Β’ και ο Ι. Μεταξάς, είναι εκείνοι που θα εγγυώνται εφεξής τη σταθερότητα αυτής της νέας πολιτικής, ενώ τη σταθερότητα του νέου καθεστώτος εγγυάται με τη σειρά του ο νέος αρχηγός ΓΕΣ Αλέξανδρος Παπάγος, ο βασικός πρωταγωνιστής της επιτάχυνσης των διαδικασιών της παλινόρθωσης.
Το επιβληθέν καθεστώς συγκεντρώνει την επιδοκιμασία πολλών. Η Βρετανία, όπως και η Γαλλία, το αποδέχονται και το στηρίζουν. Από την άλλη μεριά, η Γερμανία και η Ιταλία δεν έχουν κανένα λόγο να αρνηθούν να δουν με καλό μάτι την ύπαρξη ενός δικτατορικού καθεστώτος, το οποίο στα επόμενα χρόνια θα επιβεβαιώσει πολλές κοινές αντιλήψεις.
Βεβαίως στη συνέχεια θα διαπιστωθεί ότι η δικτατορία Μεταξά δεν είχε καμιά σχέση με τον ιταλικό φασισμό ή τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, ούτε με την ισπανική ή την πορτογαλική δικτατορία ή με άλλου είδους παρόμοια καθεστώτα. Μπορεί να έχουμε και στη χώρα μας την έλλειψη του κοινοβουλίου και των ατομικών ελευθεριών, αλλά ένα βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί είναι η μη ύπαρξη μονοκομματικού κράτους. Και ούτε κατά διάνοια λόγος περί επανάστασης, που θα εξέφραζε ένα τμήμα του λαού.
Ανάμεσα στις 3 και στις 5 Αυγούστου τίποτε δεν είχε αλλάξει, εξαιρέσει των μεταβολών στους θεσμούς. Κανείς δεν αντέδρασε, κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε την ημέρα που κηρύχθηκε η δικτατορία. Φυσικά από την επόμενη ημέρα θα εκδηλωθούν κάποιες διαμαρτυρίες των πολιτικών αρχηγών, όχι όλων όμως. Σε ό,τι αφορά τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, καμιά απολύτως ανησυχία ή αντίδραση δεν υπήρξε ούτε στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, ούτε στα Βαλκάνια.
Τόσο ο βασιλιάς, όσο και ο νέος δικτάτορας, είχαν ήδη εκδηλώσει την προσήλωσή τους σε μια φιλοβρετανική πολιτική, στηριζόμενη στο δόγμα ότι ως θαλασσινή δύναμη η Αγγλία είναι εκείνη που μπορεί καλύτερα να προστατεύσει τα ελληνικά συμφέροντα. Στον στενότερο ορίζοντα της Βαλκανικής, η Ελλάδα ήταν μόνιμα προσανατολισμένη στη διατήρηση φιλικών σχέσεων με τη Γιουγκοσλαβία και την Τουρκία, ενώ έναντι της Βουλγαρίας διατηρούσε πάντα μια επιφυλακτική στάση, αφού η τελευταία δεν έπαυε να οραματίζεται την έξοδό της στο Αιγαίο.
Με τη Βρετανία οι σχέσεις της Ελλάδος ήταν μεν πάντα θερμές, αλλά η αδυναμία της πρώτης να απορροφήσει την εξαγώγιμη παραγωγή της δεύτερης, ιδίως τα καπνά της, οδήγησε σε μια σταδιακή παράλληλη αύξηση της γερμανικής επιρροής, λόγω του ελληνογερμανικού κλήριγκ που αυξήθηκε.


Όπως είναι ευνόητο, με την εδραίωση της δικτατορίας Μεταξά, ενισχύθηκε η βρετανική διείσδυση στην ελληνική οικονομία. Ένας σκοτεινός Βρετανός που έπαιζε ρόλο οικονομικού δικτάτορα στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας 1920, ο Τζέραλντ Τάλμποτ, άλλοτε πλωτάρχης και προϊστάμενος των αγγλικών μυστικών υπηρεσιών την εποχή του Διχασμού, ο οποίος ξαφνικά βρέθηκε να είναι ο μεγαλομέτοχος τεραστίων οικονομικών συγκροτημάτων στην Αγγλία και παράλληλα να έχει στην Αθήνα το μονοπώλιο της ενέργειας (ηλεκτρισμός και πετρέλαια) και της συγκοινωνίας (τραμ, λεωφορεία, ηλεκτρικός κ.ά.), αλλά και τον έλεγχο πολλών άλλων επιχειρήσεων, μετά την 4η Αυγούστου έκανε νέες επωφελείς συμφωνίες. Το 1937, σε κάποια φάση των διαπραγματεύσεων που διεξήγαγε ο Τάλμποτ με την κυβέρνηση Μεταξά, ο αρμόδιος υπουργός αντέδρασε για τις υπερβολικές αξιώσεις του. Το αποτέλεσμα ήταν ο υπουργός εκείνος (Γ. Σπυρίδωνος) να λάβει «άδεια» 15 ημερών, στο διάστημα αυτό να αναπληρωθεί από άλλον υπουργό (Ανδρ. Αποστολίδης), ο οποίος όμως προηγουμένως ήταν έμμισθος υπάλληλος του Τάλμποτ, και το θέμα να «ρυθμισθεί»...

ΑΕΡΑ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου