Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ : «ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΠΝΙΓΗΚΕ ΣΤΟΝ ΣΑΓΓΑΡΙΟ» (Δ' ΜΕΡΟΣ)

(απόσπασμα από το βιβλίο ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ 
ΠΝΙΓΗΚΕ ΣΤΟΝ ΣΑΓΓΑΡΙΟ του Κ.ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ που θα εκδοθεί σύντομα)


Κατεβαίνουμε από το ατμόπλοιο, στην προκυμαία.
«Μωρέ τι πόλη είναι αυτή»! λέω από μέσα μου.
Αν και λιμάνι μύριζε λουλούδια, όχι ψαρίλα όπως η προκυμαία της Θεσσαλονίκης. Και πόσος κόσμος έχει μαζευτεί! Μιλιούνια…
Ντυμένοι όλοι με τα καλά τους.
«Μα καλά δεν έχουν χαμάληδες σε αυτό το λιμάνι»; σκέφτομαι!
Όλοι νοικοκυραίοι, καλοντυμένοι, άνδρες, γυναίκες, παιδιά.
Κατεβαίνουμε από την σκάλα στην προκυμαία, όπου οι επικεφαλής μας προσπαθούν να μας βάλουν σε σειρές, να μας στοιχίσουν, να πάρουν αναφορές από τους διμοιρίτες.
- Κύριε Υπολοχαγέ θα παρελάσουμε κι εμείς; ρωτάω τον Υποδιοικητή του Λόχου μας.
- Όχι Λοχία, μου απαντά. Μαζί με το 1/38 των Ευζώνων θα παρελάσουν οι πρωϊνοί που ήλθαν με το «Πατρίς». Εμείς μάλλον θα πάμε φρουρά σε Δημόσια κτίρια.
O Ταγματάρχης έκανε συγκέντρωση Αξιωματικών του Τάγματος και πάσχιζε μέσα στις φωνές, τα γέλια και τις ζητοκραυγές, να εξηγήσει τις αποστολές που είχε κάθε Λόχος. Κάποια στιγμή τελειώνει και οι αξιωματικοί γυρίζουν στις θέσεις τους.
Κάποιοι πολίτες πλαισιώνουν τις υπομονάδες μας.
- Είναι οι οδηγοί μας, λέει ο Ανθυπασπιστής της 2ης διμοιρίας, ονόματι Καβράκος, από την Μάνη με μορφή που θύμιζε πολεμιστή του 1821.
- Επ’ ώμου …αρμ! φωνάζει ο Ταγματάρχης μας.
Ξεκινάμε με τα όπλα επ’ ώμου να βαδίζουμε στα αριστερά της προκυμαίας. Διασχίζουμε τον παραλιακό δρόμο κάθετα με μεγάλη προσπάθεια ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος και μετά στρίβουμε αριστερά, προχωρώντας στα σοκάκια, προς τα εκεί που είχαμε διαταχθεί να αναλάβουμε υπηρεσία φρουράς.
Μα τι υπέροχη πόλη είναι αυτή; Παντού Ελληνικές σημαίες. Μα καλά που βρέθηκαν τόσες Ελληνικές σημαίες σε αυτήν την πόλη της τέως Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Οι πινακίδες των οδών τρίγλωσσες. Πάνω Ελληνικά, αμέσως μετά μάλλον Γαλλικά γιατί βλέπω το Rue που θυμάμαι από την Σαλονίκη σημαίνει «οδός» και από κάτω αραβικά.
Από τα μπαλκόνια μας πετάνε λουλούδια. Κοπέλλες, γυναίκες, γριούλες και μας φωνάζουν «Καλώς ήλθατε λεβέντες μας, καλώς ήλθατε ελευθερωτές μας».
Αριστερά και δεξιά στα πεζοδρόμια, κόσμος καλοντυμένος όπως είπα, σαν τους πλούσιους Οβριούς της Σαλονίκης. Όλες οι γυναίκες με μεγάλα καπέλα και οι άνδρες με τα ψαθάκια τους.
«Ρε σε τι πόλη ήλθαμε…» σκεφτόμουν από μέσα μου. Πλούσια πόλη. Πουθενά χώμα. Παντού πλακόστρωτοι δρόμοι.
Πόση διαφορά αλήθεια από το χωριό μου που μόνο χώμα έβλεπες παντού. Χώμα και καρόδρομους.
Και παντού λουλούδια. Να ξεκινούν από τα πεζούλια και να σκαρφαλώνουν στα μπαλκόνια.
Ξαφνικά έρχεται μια κυρία, με ένα πιάτο στο χέρι και με ένα κουτάλι πάει να μου βάλει κάτι στο στόμα.
- «Ελα τζιέρι μου, να γλυκαθείς» μου λέει. Και μου χώνει έτσι όπως περπατάω το κουτάλι στο στόμα.
Πωπω τι γλύκα ήταν αυτή! Τι γλυκό ήταν αυτό; Γυρνώ όπως περπατάω ασυναίσθητα να δω την γυναίκα και την βλέπω να μπουκώνει με το κουτάλι έναν έναν τους άνδρες του Λόχου μας έτσι όπως άτυπα παρέλαυναν σε αυτό το πλακόστρωτο σοκάκι.
Σε μια στιγμή ο Υπολοχαγός φωνάζει «Αλτ».
Οι άνδρες σταματούν μπροστά μας, σταματάμε κι εμείς.
Ακούμε φωνές και στριγκλιές.
- Ρίχτου ρίχτου να μάθει, φώναζαν κάποιοι.
Βλέπω ανάμεσα στην παράταξη μας, λίγο πιο μπροστά δύο-τρεις να χτυπούν έναν ένστολο με μπλέ σακάκι και κόκκινο παντελόνι και μπότες. Ξύλο, πολύ ξύλο λες και χτυπιόνταν αλητάκια πίσω από το Τελωνείο της Θεσσαλονίκης, στο λιμάνι.
Ένας που περνάει από δίπλα μας φουριόζος, μας λέει.
- Είναι ζαπτιές (σ.σ. χωροφύλακας ή αστυνομικός του Οθωμανικού Κράτους) Τούρκος και τον χτυπάνε δύο δικοί μας.
Αργότερα μάθαμε ότι ήταν πράξη αντεκδίκησης, γιατί ο Τούρκος αστυνομικός κατά την περίοδο που έκλεισαν τα σύνορα οι Οθωμανοί στον Μεγάλο Πόλεμο το ’15 και επιστράτευαν τους νεαρούς Χριστιανούς, πολλοί άνδρες για να μην καταταγούν είχαν διαφύγει στα γειτονικά ελληνικά νησιά, Χίο και Μυτιλήνη, αφήνοντας τις γυναίκες και τους ηλικιωμένους μόνους.
Οι Τούρκοι λοιπόν, που ήξεραν ότι σε μια οικογένεια ο άντρας και οι γιοί ήταν φυγόστρατοι, έμπαιναν στα σπίτια και τα λεηλατούσαν μιας και κανείς δεν μπορούσε να τα υπερασπιστεί.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι δύο άντρες που χτυπούσαν τον Τούρκο ζαπτιέ, ήταν σε αυτήν την κατηγορία. Φυγόστρατοι του ’15 που επέστρεψαν με την άφιξη του Ελληνικού Στρατού και αναζητώντας την οικογένειά τους, ανακάλυψαν ότι ο εν λόγω Οθωμανός αστυνομικός, είχε μπει μια νύχτα σπίτι τους, πήρε την σύζυγο και την έκλεισε στο σπίτι του. Φρόντισε να πετάξει και στον πατέρα της μερικούς παράδες, για να είναι εντάξει και με το Κοράνι, που επιτρέπει να πάρεις και να κάνεις δική σου μια παντρεμένη γυναίκα, μόνο αν την αγοράσεις.
Θεώρησε λοιπόν ότι πετώντας μερικούς παράδες στα πόδια του πατέρα της, την αγόρασε. Κι όχι μόνο αυτό.
Αφού την γλέντησε για μήνες και την βαρέθηκε, την πούλησε κι αυτός με την σειρά του σε ένα Κούρδο πολεμιστή που την πήρε μαζί του στο Μπαλίκεσιρ και από τότε δεν την ξαναείδε κανείς.
Τα έμαθαν από την γειτονιά πατέρας και γιός, μιας και ο πεθερός είχε πεθάνει από τον καημό του και αναζήτησαν τον ζαπτιέ.
Τον βρήκαν και όρμησαν πάνω του. Τον είχαν χτυπήσει πολύ άσχημα, το πρόσωπό του Τούρκου κατακόκκινο από τα αίματα.
Έρχονται δύο-τρεις Κρήτες χωροφύλακες που συνόδευαν τον Στρατό μας και προσπάθησαν να τους τραβήξουν. Πάνω στην συμπλοκή, ο σύζυγος αφαιρεί το περίστροφο του ενός χωροφύλακα και πυροβολεί τον Τούρκο στο κεφάλι. Τινάζεται πίσω το κεφάλι του Τούρκου και μυαλά με αίμα γεμίζουν το πλακόστρωτο.
Μερικοί άνδρες στα πεζοδρόμια άρχισαν να χειροκροτούν.
Τότε εμφανίζεται ένας Ενωμοτάρχης που μάλλον ήταν επικεφαλής των Κρητικών χωροφυλάκων και δίνει εντολές:
- Να συλληφθούν. Είναι διαταγή του Αρμοστή, ακούστηκε να λέει. Όποιοι προβαίνουν σε βιαιότητες θα συλλαμβάνονται.
Οι χωροφύλακες πιάνουν από τα μπράτσα και τους δύο, πατέρα και γιό και προχωρούν στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που πηγαίναμε εμείς. Το πλήθος άρχισε να φωνάζει «ντροπή, ντροπή, αφήστε τους ελεύθερους, καλά του έκανε!»
Οι χωροφύλακες προχώρησαν συνοδεύοντας τους δύο άντρες προς τον προσωρινό Σταθμό Χωροφυλακής, χωρίς να δίνουν σημασία στο πλήθος.
Εμείς έχοντας μείνει εμβρόντητοι, από την ταχύτητα των γεγονότων, κοιταζόμασταν μεταξύ μας.
Ξεκινήσαμε μετά από το παράγγελμα του επικεφαλής μας Υπολοχαγού:
- Άνδρες εμπρός μαρς….
Ξεκινάμε λοιπόν. Προχωρούμε ίσια, με την ίδια εικόνα παντού. Κόσμος να μας ραίνει λουλούδια, σημαίες παντού… χαρές και τραγούδια.
Έσβησε σύντομα η ανάμνηση του περιστατικού με τον ζαπτιέ.
Φθάνουμε σε ένα μεγάλο κτίριο.
Σταματάμε.
Ο Υπολοχαγός μας ανέβηκε τα σκαλιά και σαν να μας έβγαζε λόγο μας είπε:
- Όπως ξέρετε ήλθαμε εδώ όχι ως κατακτητές, αλλά για να τηρήσουμε την τάξη, κατ΄εντολήν των Μεγάλων Δυνάμεων και του Μεγάλου μας Κυβερνήτη Ελευθερίου Βενιζέλου. Οι εντολές που έχουμε είναι να διατηρήσουμε την τάξη και να προστατεύσουμε τα κτίρια και τις υπηρεσίες μιάς και όλα πρέπει να συνεχίσουν να εργάζονται κανονικά.
Προσέξτε την συμπεριφορά σας. Ο Αρμοστής εξέδωσε διάταγμα για προστασία του τοπικού πληθυσμού ανεξαρτήτως θρησκεύματος. Οι ποινές στους παραβάτες θα είναι πολύ αυστηρές. Πάρα πολύ αυστηρές.
Καταλάβατε; Λοιπόν οι διμοιρίτες να κανονίσουν αμέσως Υπηρεσίες περιπόλων, σκοπών και να φροντίσουν για τον στρατωνισμό μέσα στο κτίριο. Να ετοιμαστεί η Επιμελητεία. Επιλοχία έλα μαζί μου.
Ο Υπολοχαγός μπήκε μέσα στο κτίριο.
Αμέσως ο Ανθυπολοχαγός μας φώναξε τους Λοχίες και μας έδωσε οδηγίες.
Αφού κανόνισα τις σκοπιές στις γωνίες του τετραγώνου στο οποίο βρισκόταν στο κτίριο, πήγα από πίσω στην αυλή και άφησα τον γυλιό μου και τις εξαρτήσεις μου.
Απέναντι από την πίσω μεριά του κτιρίου κάθονταν ανακούρκουδα (δηλαδή καθιστοί χωρίς να κάθονται), τρεις με φέσι και μας κοίταγαν επίμονα.
- Ρε συ Γιασίτη, λέω σε ένα φαντάρο, πήγαινε και διώξε τους. Δεν μου αρέσουν τα μούτρα τους.
- Πώς να τους το πω, δεν ξέρω τούρκικα, μου λέει ο νεαρός φαντάρος.
- Ξέρω εγώ ρε, του απαντώ. Πες τους «ούστ»… Ξέρω γω τι θα τους πεις και πως θα τους το πεις. Αλλά διώξε τους.
Τον βλέπω να πηγαίνει χωρίς το όπλο του και να τους κάνει νοήματα.
Εκείνοι κοιτάχθηκαν μεταξύ τους.
Και ξαφνικά χωρίς να προλάβουμε να συνειδητοποιήσουμε τι γίνεται, βγάζουν από τα ζωνάρια τους μαχαίρι και το μπήγουν στο σώμα του άτυχου Γιασίτη…
- Λοχίαααααααα πρόλαβε να φωνάξει….
Αυτοί αμέσως άρχισαν να τρέχουν προς την πόρτα του απέναντι κτιρίου, από όπου άνοιξαν απότομα τα παράθυρα και εμφανίστηκαν οπλισμένοι άνδρες που άρχισαν να πυροβολούν προς το μέρος μας.
- Τούρκοι φωνάζει ο Ανθυπολοχαγός… καλυφθείτε!
Πέφτουμε όλοι μπρούμυτα και αρχίζουμε να πυροβολούμε εναντίον του κτιρίου όπου βρίσκονταν οι οπλισμένοι Τούρκοι.
- Ρε τους μπαμπέσηδες λέω από μέσα μου, νιώθοντας υπεύθυνος για τον χαμό του Γιασίτη, ενός νέου που ήλθε από την Ελλάδα, από το χωριό του, να ελευθερώσει αυτήν την Ελλάδα που αγνοούσαμε ότι υπήρχε και έχασε την ζωή του, από «μπαμπέσικα σκυλιά».
Επρεπε να είχε πάρει το όπλο του, σκέφτηκα.
Αλλά που να το φανταστεί, ότι οι τρεις φαινομενικά άκακοι Τούρκοι ήταν οπλισμένοι δολοφόνοι.
Βροχή οι σφαίρες. Σφυρίζουν σαν μέλισσες. Περνάνε πάνω από τα κεφάλια μας.
Μα που βρέθηκαν αυτά τα όπλα στα χέρια τους. Υποτίθεται ότι οι Ιταλοί τους αφόπλισαν. Έτσι τουλάχιστον μας είχαν πει.
Από ότι φαίνεται δεν τους αφόπλισαν. Εσκεμμένα ; Μπορεί. Αλλωστε δεν το έκρυψαν ποτέ ότι ήθελαν την Σμύρνη για λόγου τους.
Και το γεγονός ότι στις Φυλακές που ήταν ευθύνη τους όπως μου είπε ο Νώντας, ο οδηγός μας πριν δεν βρέθηκαν κατάδικοι, σημαίνει ότι κάποιοι τους άφησαν ελεύθερους πριν αποβιβαστεί ο Στρατός μας. Και ποιοι ήταν υπεύθυνοι για την φύλαξη των Φυλακών; Οι Ιταλοί πάλι.
Κάτι βρωμάει εδώ σκεφτηκα, καθώς οι σφαίρες συνεχίζουν να πέφτουν βροχή.
Διακρίνω μερικούς στρατιώτες μας αφού πήγαν τοίχο τοίχο, να μπαίνουν μέσα στο κτίριο. Τότε ακούστηκαν χειροβομβίδες.
Ο Ανθυπολοχαγός μας τότε φωνάζει: «Ορμάτε τους» και αμέσως μπαίνει μπροστά με το πιστόλι στο χέρι και ορμάει προς το κτίριο τρέχοντας. Τον ακολουθούμε όλοι μας, καμμιά εικοσαριά.
Μπαίνουμε μέσα στο κτίριο που είναι σπαρμένο με κορμιά. Αρχίζουμε τις εκκαθαρίσεις στα δωμάτια.
Σκόνη, καπνοί. Ξαφνικά ένας δικός μας μου φωνάζει:
- Λοχία αυτός δεν σκότωσε τον Γιασίτη;
Κοιτώ και μάλλον μεσα στους καπνούς διεκρινα τον έναν από τους τρεις που ορμησαν και σκότωσαν τον στρατιώτη Γιασίτη, τραυματία στο πάτωμα.
Ασυναίσθητα απαντώ «Ναι» χωρίς να αντιλαμβάνομαι ότι με αυτήν την λέξη καταδίκασα σε θάνατο αυτόν τον τραυματία Τούρκο.
- Αυτήν για τον Γιασίτη ρε πούστη, φωνάζει ο φαντάρος που με ρώτησε πριν και μπήγει την μακριά λόγχη του στο κρανίο του Τούρκου στέλνοντας τον να βρεί τον Αλλάχ του, σε μια κίνηση απόδοσης άτυπης δικαιοσύνης.
Σε δέκα λεπτά όλα είχαν τελειώσει.
Οι Τούρκοι ένοπλοι είχαν εξοντωθεί όλοι. Το περίεργο είναι ότι δεν υπήρξε κανείς …τραυματίας. Όλοι νεκροί.
Κάποιοι δεν συγχώρεσαν την μπαμπέσικη δολοφονία του φουκαρά του Γιασίτη.


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου