Παρασκευή 20 Ιανουαρίου 2017

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ : Ο ΦΩΤΙΣΜΕΝΟΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΚΑΙ ΠΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ

Του Κώστα Δ. Κονταξῆ
ἐπίκουρου Καθηγητῆ Λαογραφίας

Στὶς 14 Σεπτεμβρίου 1831, λίγες μέρες πρὶν τὸ αἷμα του βάψει τὰ σκαλοπάτια τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος στὸ Ναύπλιο, ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ἔγραψε στὸν ἐπιστήθιο φίλο του καὶ μεγάλο εὐεργέτη τῆς Ἑλλάδας, τὸν Ἑλβετὸ Ἰωάννη – Γαβριὴλ Eynard, καὶ τὴν ἀκόλουθη προφητικὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του φράση: «Ἂς λέγουν καὶ ἂς γράφουν ὅ,τι θέλουν. Θὰ ἔλθη ὅμως κάποτε καιρός, ὅτε οἱ ἄνθρωποι κρίνονται ὄχι σύμφωνα μὲ ὅσα εἶπον ἢ ἔγραψαν περὶ τῶν πράξεών των, ἀλλὰ κατ’ αὐτὴν τὴν μαρτυρίαν τῶν πράξεών των. Ὑπ’ αὐτῆς τῆς πίστεως ὡς ἀξιώματος δυναμούμενος, ἔζησα μέσα εἰς τὸν κόσμον μέχρι τώρα, ὁπότε εὑρίσκομαι εἰς τὴν δύσιν τῆς ζωῆς μου, καὶ ὑπῆρξα πάντοτε εὐχαριστημένος διὰ τοῦτο. Μοῦ εἶναι ἀδύνατον πλέον νὰ ἀλλάξω τώρα. Θὰ συνεχίσω ἐκπληρῶν πάντοτε τὸ χρέος μου, οὐδόλως φροντίζων περὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου, καὶ ἂς γίνη ὅ,τι γίνη (1)».
Καὶ ἦλθε πράγματι ὁ καιρὸς ποὺ ἡ ἱστορία ἔκρινε, κρίνει καὶ θὰ κρίνει, κατὰ τὴν Ἑλένη Κούκκου, τὸν Καποδίστρια ἀπὸ τὴ μαρτυρία τῶν πράξεών του, ἀπὸ τὸ τεράστιο ἐθνικό του ἔργο, ἀπὸ τὴν ἀνυπολόγιστη προσφορά του πρὸς τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς Ἕλληνες. Ἀπὸ τὸ ἔργο του, ποὺ ἀκόμα δὲν τὸ γνωρίζουμε σὲ βάθος, καὶ ἀπὸ τὴν προσφορά του, ποὺ ἀκόμα δὲν μᾶς εἶναι γνωστὴ σὲ ὅλες τὶς ἐκδηλώσεις της. Σωστὰ γράφτηκε τελευταῖα πὼς ὁ Καποδίστριας «εἶναι συγχρόνως ὁ μεγάλος γνωστὸς καὶ ὁ μεγάλος ἄγνωστος» καὶ ὅτι «ἐξακολουθεῖ ἀκόμα νὰ ἀναδύεται ἀπὸ τὸ σκοτάδι, μέσα ἀπὸ τὰ ἀδημοσίευτα ἀρχεῖα…» (2).
«Ὁ κόμης Ἰωάννης Καποδίστριας τοῦ Ἀντωνομάρια ἔζησε μίαν ζωὴν μεγάλων διαστάσεων», παρατηρεῖ ὁ Παν. Ζέπος, «τὴν ὁποίαν ἐσφράγισε μὲ τὴν ὑπερτάτην θυσίαν, ἀκριβῶς τὴν ἐποχὴν ποὺ ἡ παρουσία του ἀποτελοῦσε ἐγγύησιν καὶ ἐλπίδα διὰ τὸ ταλαιπωρημένον καὶ ἀναγεννώμενον ἔθνος. Ὁ ἐκλεπτυσμένος ἄρχοντας, ὁ δεξιοτέχνης διπλωμάτης καὶ πολιτικός, ὁ ἀπαράμιλλος διοργανωτής, ὁ μεγάλος ὀνειροπόλος, ὁ ἀσκητικός, ὁ ἔντιμος καὶ ἀδιάφθορος ὑπῆρξεν ὁ ἀγωνιστής, ποὺ μὲ τὸν ἀγῶνα του τὸν καλὸν ἐθεμελίωσε τὸ νεώτερον ἑλληνικὸν κράτος, τοῦ ἔδωσε τὰ πρῶτα του ὁριστικὰ σύνορα καὶ τοῦ ἐμφύσησε ψυχὴ καὶ δύναμη, διὰ νὰ ὀρθοποδήση καὶ νὰ ἀκολουθήση τὸν δρόμον τῶν μεγάλων του πεπρωμένων. Ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν βαθύχρωμη ρεδιγκόταν ἔδωσε σχῆμα καὶ μορφὴν εἰς τὸ τότε ἀσχημάτιστον καὶ ἄμορφον ἑλληνικὸν κράτος. Καὶ τὴν ἀνεκτίμητον αὐτὴν προσφοράν του ἐπλήρωσε μὲ τὴ ζωήν του. Ἡ θυσία του ὑπῆρξε θυσία ἥρωος καὶ ὁ  θάνατός του τραγωδία» (3).
Ὁ Καποδίστριας μεγάλωσε σὲ ἕνα καθαρὰ πατριαρχικὸ περιβάλλον, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ὀκτὼ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφές του, μὲ ἔντονα θρησκευτικὴ ἀγωγὴ καὶ ἀπὸ τοὺς δύο γονεῖς. Τὰ πρῶτα γράμματα τὰ διδάχτηκε ἀπὸ τοὺς δασκάλους τοῦ τόπου του καὶ ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνια του αἰσθάνεται ἔντονα τὴν κλίση πρὸς τὴ μελέτη τῆς ὀρθόδοξης πίστης. Αὐτὴ τὴν κλίση θὰ τοῦ τὴν καλλιεργήσει σὲ βάθος ὁ μοναχὸς Συμεὼν στὴ Μονὴ Πλατυτέρας, ὅπου σύχναζε ὁ νεαρὸς Καποδίστριας. Τὸ 1794, ἔχοντας συμπληρώσει τὴν παιδεία ποὺ μποροῦσε τότε νὰ τοῦ προσφέρει ἡ Κέρκυρα, ἔφυγε γιὰ τὴ Βενετία, γιὰ νὰ σπουδάσει στὸ περίφημο τότε πανεπιστήμιο τῆς Πάντοβας. Σπούδασε βασικὰ ἰατρικὴ καὶ παρακολουθοῦσε ὡς ἀκροατής, ὅπως συνηθιζόταν τότε, καὶ τὶς παραδόσεις τῶν καθηγητῶν στὸν κλάδο τῆς νομικῆς ἐπιστήμης, ἔχοντας πάντα μιὰν ἰδιαίτερη κλίση πρὸς τὶς φιλολογικὲς καὶ φιλοσοφικὲς ἐπιστῆμες.
Στὴν Ἰταλία κυκλοφοροῦσαν τότε οἱ ἐπαναστατικὲς ἰδέες τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης καὶ οἱ διακηρύξεις τῶν ὑλιστικῶν θεωριῶν. Ὁ νεαρὸς Καποδίστριας βρέθηκε ξαφνικά, ἀπὸ τὸ συντηρητικὸ περιβάλλον τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τῆς κλειστῆς κοινωνίας τῆς Κέρκυρας, μέσα στὸν στρόβιλο τῶν ὑλιστικῶν ρευμάτων τῆς Δύσης καὶ τὴν ἔξαρση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ φιλελευθερισμοῦ. Ἡ θεμελιωμένη ὅμως πάνω στὶς πνευματικὲς ἀξίες προσωπικότητά του ἔμεινε ἀνεπηρέαστη καὶ ξένη ἀπέναντι σὲ ὅσες ἰδέες καὶ τάσεις ἐπιδίωκαν νὰ συντρίψουν κάθε ἰσορροπία καὶ σύνδεσμο ἀνάμεσα ἀφενὸς στὶς ἐλευθερίες καὶ τὰ δικαιώματα καὶ ἀφετέρου στὰ καθήκοντα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τοῦ ἀνθρώπου. Μονάχα σὲ ἕνα σημεῖο ἄφησε, κατὰ τὴν Ἑλένη Κούκκου, τὸν ἑαυτό του συνειδητὰ ἐλεύθερο νὰ ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ τὶς νέες ἰδέες καὶ τὰ πρωτοφανέρωτα ρεύματα: σὲ ὅ,τι ἀφοροῦσε στὴν κοινωνικὴ δικαιοσύνη, στὴν ἰσοπολιτεία καὶ ἰσονομία ἀνάμεσα σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους (4).
Τὸ 1797, σὲ ἡλικία 21 ἐτῶν μόλις, ὁ Καποδίστριας «ἐφωδιασμένος μὲ τὸν στέφανον τῆς Ἰατρικῆς, τῆς Νομικῆς καὶ τῆς Φιλοσοφίας» γύρισε στὴν Κέρκυρα, ὅπου ἄρχισε νὰ ἀσκεῖ τὸ ἰατρικὸ ἔργο. Ὅπως ὁ ἴδιος διηγοῦνταν, ἂν καὶ ἔνιωθε ἔμφυτη καὶ δυνατὴ κλίση πρὸς τὴ φιλοσοφία καὶ τὰ γράμματα, ἀποφάσισε νὰ ἀσκήσει τελικὰ τὴν ἰατρική, γιατί ἐπιθυμοῦσε νὰ θέσει τὴν ἐπιστήμη του καὶ τὸν ἑαυτό του στὴν ἀνακούφιση τῆς ἀνθρώπινης δυστυχίας. Ὁ λαὸς τῆς Κέρκυρας, καὶ κυρίως οἱ φτωχοὶ καὶ οἱ δυστυχεῖς, ἔνιωσαν ἀμέσως τὴν εὐεργετικὴ καὶ ἀφιλόκερδη παρουσία του. Τοὺς τελευταίους ὄχι μονάχα τοὺς ἐπισκεπτόταν καὶ τοὺς θεράπευε δωρεάν, ἀλλὰ τοὺς παρεῖχε καὶ τὰ ἀναγκαῖα χρήματα, τὴν κατάλληλη τροφὴ καὶ τὰ ἀπαραίτητα φάρμακα. «Οἱ πάσχοντες πτωχοὶ τὸν ἐκάλουν παρήγορον ἰατρόν, εὐεργέτην, πατέρα», σημειώνει ὁ Σπ. Δὲ Βιάζης (5).
Ἀσχολήθηκε γιὰ πρώτη φορὰ μὲ τὴ διαχείριση τῶν κοινῶν κατὰ τὴ ρωσοκρατία, ὅταν ὑπηρετῶντας τὴν Ἑπτανησιακὴ Δημοκρατία ἀπέδειξε τὶς ἔμφυτες ἱκανότητές του στὴ διοίκηση καὶ στὴν ἀντιμετώπιση τῶν πολιτικῶν προβλημάτων. Αὐτὸ ὑπῆρξε ἡ ἀφορμὴ νὰ τὸν προσέξουν οἱ Ρῶσοι καὶ νὰ τὸν καλέσουν ἀργότερα στὴν Ἁγία Πετρούπολη, ὅταν στὰ Ἑπτάνησα ἡγεμόνευαν οἱ Γάλλοι. Τὸ 1809 ἔφθασε στὴ Ρωσία. Καὶ ἐκεῖ, ἡ εὐφυΐα του ἀλλὰ καὶ ἡ καλή του τύχη τοῦ ἄνοιξε τοὺς μεγάλους δρόμους στὴν καταπληκτική του σταδιοδρομία. Γρήγορα σημείωσε τὶς πρῶτες του ἐπιτυχίες στὴ ρωσικὴ διπλωματία. Οἱ εἰσηγήσεις του γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν δύσκολων προβλημάτων τῆς ζωῆς τῶν λαῶν τῆς βαλκανικῆς χερσονήσου, ἡ ὑπηρεσία του στὴ Βιέννη καὶ ἡ ἀνάληψη ἐμπιστευτικῆς θέσης στὸ Βουκουρέστι, ὅλα αὐτὰ μαζὶ καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλα ἡ προσωπική του ἐπαφὴ μὲ τὸν Τσάρο καθιέρωσαν τὴν καλὴ φήμη τοῦ Καποδίστρια ὡς ἱκανοῦ διπλωμάτη. Τὸ 1815 διορίζεται ἀπὸ τὸν Τσάρο ὑπουργὸς τῶν Ἐξωτερικῶν τῆς Ρωσίας καὶ στὴ θέση αὐτὴ παραμένει μαζὶ μὲ τὸν Νέσσελροντ μέχρι τὸ 1822, ἀναπτύσσοντας τὴν ἀπίθανη δραστηριότητά του, ἀγωνιζόμενος ἐναντίον τῶν μηχανορραφιῶν τοῦ Μέττερνιχ καὶ ὑπὲρ τῶν καταπιεζόμενων λαῶν καί ἀκόμη προσπαθῶντας ἔντεχνα νὰ παρασύρει τὸν Τσάρο σὲ κάποια συμπαράσταση πρὸς τὸν ἑτοιμαζόμενο γιὰ τὸν μεγάλο Ἀγῶνα ἑλληνικὸ λαό. Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1822 ἔφυγε ἀπὸ τὴ Ρωσία μὲ ἀναρρωτικὴ ἄδεια καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴ Γενεύη, ὅπου θὰ περιμένει τὴ μεγάλη του ὥρα. Καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ θὰ φτάσει, ὅταν ἡ Γ’ Ἐθνοσυνέλευση θὰ τὸν ἐκλέξει τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1827 Κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδας γιὰ μία ἑπταετία (6).
Στὶς 6 Ἰανουαρίου 1828 ὁ Καποδίστριας ἀποβιβάσθηκε στὸ Ναύπλιο καὶ στὶς 11 τοῦ ἴδιου μήνα ἔφτασε στὴν Αἴγινα. Ἀμέσως τότε ὁρκίσθηκε στὴν ἐκκλησία καὶ ἄρχισε τὸν πολύπλευρο ἀγῶνα του. Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὁ  Καποδίστριας βρέθηκε ἀντιμέτωπος μὲ τὰ τεράστια προβλήματα, τὰ ἐκρηκτικὰ καὶ ἀκανθώδη, ποὺ ἀποτελοῦσαν τότε τὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα. Ἀπὸ τὰ πρῶτα του βήματα ἄρχισε ἡ δύσκολη πορεία πρὸς τὸν Γολγοθᾶ του, ὅπως ὁ ἴδιος προφητικὰ εἶχε προβλέψει, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν ἐκλογή του (7).
Σὲ συνομιλία του μὲ τὸν Γεώργιο Μαυρομιχάλη, τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς κατοπινοὺς δολοφόνους του, ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκε τότε, τὸ 1828 στὴν Αἴγινα, ἀνάμεσα σὲ πολλὰ ἄλλα εἶπε καὶ τὰ ἑξῆς: «…Ἂν δὲν μᾶς ἀποστραφεῖ ὁ μεγαλοδύναμος καὶ ἀξιωθοῦμε τὴν εὐλογία του, τὰ ἀκροθαλάσσιά μας θὰ στολισθοῦν ἀπὸ εὔμορφες πολιτεῖες, ἡ σημαία ἡ ἑλληνικὴ θὰ δοξάζεται εἰς τὰ πελάγη, ἥμερα δένδρα θὰ ἀνθίζουν εἰς τὰ ἄγρια βουνὰ καὶ οἱ ἐρημιὲς θὰ πληθύνουν ἀπὸ κατοίκους… ἕνα μόνο φοβοῦμαι καὶ μὲ δέρνει ὑποψία, τρέμω τὴν ἀπειρία σας· ἂν ἡ νέα κυβέρνησις τύχει νὰ συγκρουσθεῖ μὲ συμφέροντα ξένων δυνάμεων… ἡ νίκη θὰ εἶναι δική μας, ἂν βασιλεύει στὴν καρδιὰ μας Θεὸς ζηλότυπος, μόνο τὸ αἴσθημα τὸ ἑλληνικό· ὁ φιλήκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης. Εἴθε οἱ νέοι τῆς Ἑλλάδος νὰ εἶναι βοηθοί μου καὶ πρῶτος ἐσύ…» (8).
Εἶναι μνημεῖο συνταρακτικὸ ἡ συνομιλία αὐτὴ τοῦ Κυβερνήτη μὲ τὸν Γεώργιο Μαυρομιχάλη. Ἂν ἔχει ἀποδοθεῖ μὲ ἀκρίβεια ἀπὸ τὸν Τερτσέτη, ἡ συνομιλία αὐτὴ δίνει ζωντανὴ τὴν εἰκόνα τῆς ἐρήμωσης καὶ τῆς καταστροφῆς ποὺ βρῆκε ὁ Καποδίστριας κατὰ τὴν ἄφιξή του, ἀλλὰ καὶ παρασταίνει τοὺς ἐλπιδοφόρους ὁραματισμούς του γιὰ τὴ σύνταξη τοῦ ἀκόμη μαχόμενου καὶ τεμαχισμένου κράτους, τὸ ὁποῖο κλήθηκε νὰ κυβερνήσει. Πιστὸς χριστιανός, ἀποθέτει τὶς ἐλπίδες του στὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ βεβαιώνει ὅτι θὰ δώσει ὅλες του τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἔργου του, ἑνὸς ἔργου ποὺ τὸ ὁραματίσθηκε καθαρὰ ἑλληνικό, ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε ξενολατρία. Ἡ συνομιλία του μὲ τὸν Γεώργιο Μαυρομιχάλη εἶναι ἔκφραση τοῦ συμβολαίου του μὲ τὴν πατρίδα. Μὲ τὴν πατρίδα, τὴν ὁποία θὰ ὑπηρετήσει ὁλόψυχα ἐπὶ τρία χρόνια, ὀκτὼ μῆνες καὶ λίγες ἡμέρες, μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς θυσίας του.
Ὁ Καποδίστριας, ποὺ ἔζησε τὰ περισσότερα χρόνια του ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ὑπῆρξε κατ’ ἐξοχὴν Ἕλληνας, φορέας ἐκείνων τῶν ἀρετῶν ποὺ κάνουν τὴν ἑλληνικὴ ἱστορία, τὴν ἑλληνικὴ τέχνη καὶ τὴν ἑλληνικὴ σκέψη βάθρο τοῦ πολιτισμοῦ ὅλων τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης. Ὑπῆρξε ὅμως, ὅπως εἰπώθηκε, καὶ πιστὸς χριστιανός· σὲ κάθε ἐνέργειά του ζητοῦσε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ πίστευε πάντα ὅτι ἡ σωτηρία τῆς πατρίδας εἶναι θέλημά Του. Οἱ προτροπές του θυμίζουν ἀποστολικὰ κείμενα καὶ φανερώνουν τὴν ἀγωνία του γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν Ἑλλάδα, «τὸ ζώσιμον ἢ θανάσιμον ζήτημα τῆς Ἑλλάδος» (9). Στὸ πρῶτο ἐπίσημο γράμμα του πρὸς τὸν Πρόεδρο τῆς Ἐθνικῆς Συνέλευσης τῶν Ἑλλήνων, ποὺ ἀποφάσισε τὴν ἐκλογή του ὡς Κυβερνήτη, ἀνάμεσα σὲ πολλὰ ἄλλα γράφει: «…Αἱ μὲν ἀπὸ χρόνου ροπαὶ πάντως ἐν χερσὶ Θεοῦ κεῖνται· ἀλλ’ ὅμως καὶ ὑμεῖς δύνασθε, κύριοι, νὰ τὰς παρασκευάσετε δεξιάς. Ἔσται δὲ τοῦτο, βεβαιωθεῖτε, ἂν πιστοὶ εἰς τὰς ἀναλλοιώτους ἀρχὰς τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως, ὁμοψύχως καὶ ἀδόλως συνεργάζεσθε εἰς τὰ τῆς κοινῆς σωτηρίας, οἱ μὲν τὰ ὅπλα φέροντες οὐ μόνον εὐάνδρως καὶ ἀφωσιωμένως ἀλλὰ καὶ μετὰ πάσης πειθαρχίας πρὸς τοὺς κοσμήτορας…» (10).
Τὴν ἴδια ἡμέρα, 14 Αὐγούστου 1827, ἔγραψε καὶ στὸν Πρόεδρο τῆς Προσωρινῆς Κυβερνήσεως τῆς Ἑλλάδος, γιὰ νὰ τονίσει ἀνάμεσα σὲ ἄλλα ὅτι ἡ πατρίδα θὰ σωθεῖ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ:  «…Ἂς καταγινώμεθα λοιπὸν εἰς διεκπεραίωσιν τῆς ἐνδόξου ταύτης ὑποθέσεως ἐν πίστει, ἐν ἀφιλοκερδείᾳ, ἐν ὁμονοίᾳ, ἐν συνέσει, καθότι πρώτιστον πάντων τῶν λοιπῶν ἔχομεν τὸ κοινὸν τοῦτο ἀγώνισμα, καὶ οὕτω τοῦ Θεοῦ συναιρομένου σωθήσεται ἡ πατρίς…»(11). «Ἂν κυβερνοῦσε τὴν Ἑλλάδα ὁ Καποδίστριας μερικὰ χρόνια ἀκόμα – ὅταν πέθανε δὲν ἦταν οὔτε 56 ἐτῶν – θὰ ἦταν ἄλλη ἡ μοῖρα αὐτοῦ τοῦ τόπου καὶ πολλὰ δεινὰ ποὺ ἀκολούθησαν θὰ εἶχαν ἀποτραπῆ», παρατήρησε ὁ Κωνσταντῖνος Τσάτσος. «Ἴσως λίγοι τότε νὰ ἦταν σὲ θέση νὰ ἀναμετρήσουν τὸ μέγεθος τῆς ἐθνικῆς συμφορᾶς ποὺ προκάλεσε ὁ θάνατός του. Μόνον ἡ ἀπόσταση μᾶς ἐπιτρέπει νὰ τὴ δοῦμε σήμερα ὁλόκληρη, σὲ ὅλες της τὶς συνέπειες» (12).
Πηγὴ πολιτικοῦ φρονηματισμοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ μᾶς εἶχαν γίνει τὰ σκοτεινὰ ἐκεῖνα χρόνια τῆς πρώτης μεταπελευθερωτικῆς περιόδου. Τὸ μέτρο – καὶ μόνο αὐτὸ – δίνει στὸν ἄνθρωπο ἀνθρωπιὰ καὶ στὸν Ἕλληνα τὴ δύναμη νὰ κάνει θαύματα. Δὲν ἀρκοῦν οἱ πρόσκαιρες ἠθικὲς πατριωτικὲς ἐξάρσεις, ὅταν τὶς ἀκολουθοῦν μακρὲς περίοδοι ἀφροσύνης καὶ ἀκαταστασίας. Τὸ μέτρο ἐπιβάλλει τὴ συνέχεια καὶ τὴ συνέπεια στοὺς λόγους καὶ στὶς πράξεις. Ὁ Καποδίστριας μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ μᾶς γίνει ὑπόδειγμα, ζωντανὴ παρουσία τοῦ ἑλληνικοῦ μέτρου.

1. Ι.Α. Καποδίστρια, Ἐπιστολαί, μετάφρ. Κ. Σχινᾶ, Ἀθῆναι 1841, Δ΄, 302. Πβ. Ἑλένη Ε. Κούκκου, Ἰωάννης Καποδίστριας. Ὁ Ἄνθρωπος – Ὁ Διπλωμάτης (1800-1828), ἔκδ. Ἑστία, Ἀθῆναι 1978, σ. 11.
2. Κων. Τσάτσου, «Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ δημιουργὸς τῆς νέας Ἑλλάδος, Κερκυραϊκὰ Χρονικὰ 20 (1976), σ. 152.
3. Παν. Ζέπου, «Καποδίστριας», Τετράδια «Εὐθύνης», 5 (1978), σ. 18.
4. Ἑλένη Ε. Κούκκου, ὅ.π., σ. 13. 5. Σπ. Δὲ Βιάζη, Ἰωάννης Καποδίστριας, ὡς ἰατρὸς καὶ συγγραφεύς, Ἶρις 1 (1898), σ.
5. Πβ. Ε. Ε. Κούκκου, Ὁ Καποδίστριας καὶ ἡ παιδεία, 1803-1822, Α. Ἡ Φιλόμουσος Ἑταιρεία τῆς Βιέννης, Ἀθῆναι 1958, σ.1 καὶ ἐξ.
6. Παν. Ζέπου, ὅ.π., σ. 1920.
7. Ὅ.π., σ. 21.
8. Γ. Τερτσέτη, Ἅπαντα, τ. 3, ἔκδ. Γ. Βαλέτα, Ἀθῆναι 1953, σ. 214.
9. Παν. Ζέπου, ὅ.π., σ. 22-23.
10. Ἰ. Α. Καποδίστρια, Ἐπιστολαὶ Α΄, σ. 160-161.
11. Ὅ.π., σ. 144

12. Κωνσταντίνου Τσάτσου, Ἰωάννης Καποδίστριας: Διακόσια χρόνια ἀπὸ τὴ γέννησή του (1776-1976), Τετράδια «Εὐθύνης», 5 (1978) σ. 17.


ΕΝΩΜΕΝΗ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου