Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

ΔΟΜΝΑ ΒΙΣΒΙΖΗ – Η ΘΡΑΚΙΩΤΙΣΣΑ ΗΡΩΙΔΑ ΤΟΥ 1821


Της Ελίνας Μαστέλλου-Γιαννάκενα


           Γεννήθηκε το 1784 από εύπορη οικογένεια στην Αίνο της Ανατολικής Θράκης αξιόλογη ναυτική πολιτεία, γνωστή από τα χρόνια του Ομήρου, που εξελίχθηκε στο πέρασμα των αιώνων και αναπτύχθηκε καθώς οι κάτοικοί της διακρίθηκαν για το γνήσιο ελληνικό τους φρόνημα.
          Δεν γνωρίζουμε το πατρικό της όνομα, ούτε για τα παιδικά της χρόνια, παρά μόνο ότι ο πατέρας της ήταν μεγαλοκτηματίας της περιοχής και ότι παντρεύτηκε το 1808 τον πλούσιο πλοίαρχο και εφοπλιστή Αντώνιο Βισβίζη, με τον οποίο απέκτησε πέντε παιδιά, τρία αγόρια, από τα οποία το ένα πέθανε μικρό από επιδημία και δύο κορίτσια -το ένα κωφάλαλο-. Βλέπουμε έτσι ότι κοντά στα πλούτη και τα καλά συμπορευόταν ο πόνος.
          Ο καπετάν Βισβίζης ήταν γενναίος  άνδρας, δραστήριος, φιλόπατρις και γεμάτος ενθουσιασμό και όραμα. Από τους πρώτους μέλος της Φιλικής Εταιρείας, είχε προσφέρει στον Υπέρ Ελευθερίας Αγώνα όλη του την καρδιά και πάρα πολλά χρήματα. Έλεγε ότι: «Δεν λυπάμαι να ξοδεύω χρήματα, αφού μ’ αυτά θα κτιστεί το χρυσό παλάτι της ελευθερίας».
           Η Δόμνα ακολουθεί τον άνδρα της στα ταξίδια του και γνωρίζει έτσι όλο και περισσότερα μέρη της σκλαβωμένης πατρίδας. Μέσα της φουντώνει ο πόθος για την Ανάσταση του Γένους και γίνεται σύντομα ένα από το πιο δραστήρια μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Με την έκρηξη της Επαναστάσεως οι Τούρκοι τους πρώτους στους οποίους ξέσπασαν την μανία, το μίσος και την οργή τους ήσαν οι πιο κοντινοί Χριστιανικοί - Ελληνικοί Πληθυσμοί της Ανατολικής Θράκης. Βύθισαν την Αίνο στο πένθος. Σύντομα, όμως, τον Μάϊο, κατέπλευσαν στο λιμάνι τέσσερα Ψαριανά πλοία, με αρχηγό τον καπετάν Γιαννίτση. Το τουρκικό κάστρο δέχτηκε τις πρώτες κανονιές και η μάχη συνεχίστηκε ως τη νύχτα, όπου τα ελληνικά πληρώματα, προστατευμένα από το σκοτάδι έκαναν απόβαση στη στεριά και κυρίευσαν 24 κανόνια, τα φόρτωσαν στα πλοία τους και ίδια στα Ψαρά. Αυτό ήταν που περίμενε κι ο καπετάν Αντώνης Βισβίζης. Χωρίς άλλη σκέψη, φορτώνει στο καράβι του γυναίκα και παιδιά, τα εικονίσματα, χρήματα, χρυσαφικά κι ότι άλλο μπορούσαν να κουβαλήσουν κι ανοίχτηκε στο πέλαγο να προφθάσει τους Ψαριανούς. Άφησε πίσω του, χωρίς δεύτερο συλλογισμό, το αρχοντικό του, τα εύφορα κτήματά του, τον τόπο του, που δεν θα ξαναδεί ποτέ ούτε ο ίδιος ούτε η Δόμνα. Και μπήκε στο χορό της Επαναστάσεως, του πολέμου και της θυσίας. Σπίτι τους έγινε η «Καλομοίρα», «το μπρίκι» του Βισβίζη.
          Το βάπτισμα του πυρός το πήραν στα νερά της Ίμβρου κι από κει συνέχεια στον Θερμαϊκό, στη Χαλκιδική, την Ύδρα, την Στυλίδα, τον Βόλο, την Εύβοια κι όπου τους καλούσε η πατρίδα, ο αγώνας. Συμπολεμίστρια του καπετάνιου η καπετάνισσα Δόμνα!
          Στις 21 Ιουλίου 1822, ο καπετάν Βισβίζης, επικεφαλής ενός στόλου από 30 πλοία μικρά και μεγάλα, βρίσκεται στον Μαλιακό κόλπο. Με τον Ανδρούτσο, τον Δυοβουνιώτη κι άλους οπλαρχηγούς, δίνουν μεγάλη μάχη, στην διάρκεια της οποίας, μπροστά στα μάτια της Δόμνας σωριάζεται νεκρός ο γενναίος άνδρας της. Διατάζει να τον μεταφέρουν στο αμπάρι κι αναλαμβάνει την αρχηγία του αγώνα. Πρέπει να δικαιώσει τον θάνατο και τον αγώνα του καπετάνιου της! Καταπιέζοντας τα συναισθήματά της, τις τραγικές αυτές ώρες, βάζει πάνω απ’ όλα την πατρίδα. Μπροστά της στέκουν με σεβασμό και θαυμασμό όλοι οι άνδρες του πληρώματος, σκληροτράχηλοι, ψημένοι θαλασσινοί! Ο καπετάν Βισβίζης ετάφη πίσω από το ιερό των Αγίων Αναργύρων στη Λιχάδα της Ευβοίας κι η Δόμνα γίνεται μάννα και πατέρας για τα πέντε παιδιά της, κυβερνήτης και καπετάνισσα για το πλήρωμά της και συνεχίζει τον ιερό υπέρ της Ελευθερίας αγώνα.
          Μετά από διαταγή της κυβέρνησης, το πλοίο της φέρει πλέον το όνομά της. Περιπολεί τις θάλασσες, μάχεται, μεταφέρει στρατεύματα και πολεμοφόδια, πολεμάει… Τρία ολόκληρα χρόνια συντήρησε τον εξοπλισμό του πλοίου της και του πληρώματος με δικά της έξοδα και πάλαιψε με τη θάλασσα. Κι ήρθε η ώρα που και ο τελευταίος οβολός εξαντλήθηκε. Το πλοίο σακατεμένο από τις μάχες και την αλμύρα της θάλασσας, δεν μπορούσε πλέον να αποδώσει. Η καπετάνισσα το χάρισε στην Κυβέρνηση και το παλιό «μπρίκι», ως τα στερνά του χρήσιμο, έγινε πυρπολικό και το 1824, οδηγούμενο από τον πυρπολητή Πιπίνο, ανατίναξε και έκαψε την Τουρκική φρεγάδα «Χαζνέ Γκεμισί», δηλαδή, «Καράβι-Ταμείο», στον Τσεσμέ, στα Μικρασιατικά παράλια.
          Οι πρόκριτοι και οι οπλαρχηγοί της Ευβοίας και της Ρούμελης την τιμούν μ’ επίσημον έγγραφον και ο Δημ. Υψηλάντης την ονομάζει: «ευγενεστάτην και γενναιοτάτην Δέσποινα και καπετάνισσα», ο δε Οδ. Ανδρούτσος με βαθειά ευγνωμοσύνη «ευεργέτιδα».
          Τώρα πια, χωρίς πλοίο, χωρίς πόρους, μαζί με τα πέντε παιδιά της, περνούν δύσκολες μέρες που τις κάνει δυσκολότερες ο θάνατος του μικρότερου αγοριού της από επιδημία. 1825. Η Δόμνα Βισβίζη μετά από τόσους αγώνες και θυσίες, τόσες πίκρες και απώλειες, πτωχή μα ευχαριστημένη που αξιώθηκε να δει ένα κομμάτι Ελληνικής Πατρίδος ελεύθερο, αποτραβιέται με τα τέσσερα παιδιά της στη Μύκονο, να ζήσει ήσυχα και ταπεινά.
          Τον μεγαλύτερό της γιό, τον Θεμιστοκλή, όταν ήταν 14 ετών, μαζί με άλλα παιδιά αγωνιστών, πήρε στο Παρίσι για να σπουδάσουν με έξοδα των φιλελληνικών σωματείων, ο Γάλλος φιλέλλην Roche. Γνωστά έγιναν από τους Φιλέλληνες στην Ευρώπη κι έτσι μαθεύτηκαν τ΄όνομά της και το έργο της παντού, τα λόγια του αποχωρισμού προς τον γιό της, όταν έφευγε για το Παρίσι: «Παιδί μου! Πρόκειται να υιοθετηθείς και να ανατραφείς από την γαλλική γενναιοδωρία. Όταν θα μεγαλώσεις, ίσως να μην ζω πια. Στοχάσου τότε, ότι έχεις να εκδικηθείς τον πατέρα σου». Ο Θεμιστοκλής, φύλαξε τα λόγια της μητέρας του σαν πολύτιμο θησαυρό. Φορούσε πάντα την ελληνικήν φουστανέλλα του, μορφώθηκε, διέπρεψε κι ανέβηκε μέχρι τις ανώτατες διοικητικές θέσεις στο νεoσύστατο Ελληνικό κράτος, κάνοντάς την περήφανη.
          Η Θρακιώτισσα λεβεντομάνα έμεινε πάντα ταπεινή και μετά από πολύ δύσκολες μέρες από την Ύδρα στο Ναύπλιο και μετά πάλι στη Μύκονο προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με μια μικρή σύνταξη 30 δραχμών. Ποτέ δεν ζήτησε πλούτη, τιμές και δόξες. Η Ελευθερία της Πατρίδος της, η φτώχεια της και ο τιμημένος θάνατος του συζύγου της, ήταν γι’ αυτήν το μεγαλύτερο παράσημο του αγώνα. Γιατί ήξερε, ότι τα έδωσε κυριολεκτικά όλα, για την Πατρίδα και την Ελευθερία της!
          Ηλικιωμένη πια, άφησε τον κόσμο αυτό, σ’ ένα φτωχικό σπιτάκι στον Πειραιά, τον Νοέμβριο του 1852, με την ικανοποίηση της προσφοράς και της εκπλήρωσης του οράματος και του πόθου της Ελευθερίας!
          Ας είναι αιωνία η μνήμη της!

Εστάλει από τον φίλο Γιάννη Γιαννάκενα και τις εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ

 ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου