Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

ΤΟ «ΠΙΚ ΝΙΚ» ΚΑΙ ΤΟ «ΜΕΝΟΥ» ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ




Του

Αντωνίου Α. Αντωνάκου

Καθηγητού
Φιλολόγου - Ιστορικού

Είναι ιστορικό θέσφατο! Όπου βρούμε καταγεγραμμένο ή αποτυπωμένο κάτι, χωρίς να υπάρχει αλλού αρχαιότερη καταγραφή, η πρωτιά γι’ αυτό χρεώνεται εκεί που το βρήκαμε!  
Στην προκειμένη περίπτωση, πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν λόγω των ξένων όρων ότι οι λέξεις «πικ-νικ» και «μενού» που αντιπροσωπεύουν καταστάσεις και στοιχεία ξενόφερτα. Το αντίθετο συμβαίνει: Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν τα πάντα, και μάλιστα με δικά τους ελληνικά ονόματα.
   Πράγματι, δεν θα μπορούσαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, που ήσαν άνθρωποι, οι οποίοι αγαπούσαν την φύση, το περιβάλλον, την εξοχή, να μην αγαπούσαν τις μικρές αποδράσεις, οι οποίες τούς ξεκούραζαν και τους έδιναν την ευκαιρία να συζητήσουν διάφορα θέματα. Καλοκαιρινό, επομένως το θέμα μας, επίκαιρο μέσα στον καύσωνα των διακοπών, πολλές φορές μια ευχάριστη διέξοδος στην ρουτίνα και την μονοτονία. Ας δούμε λοιπόν την διαχρονική ιστορία του.
Την ιστορική περίοδο, λοιπόν, συνηθέστατα ήσαν τα «δείπνα από συμβολών» ή «από συμφορών» ή «από σπυρίδων». «Δείπνον από συμβολών» είναι ο κοινός λεγόμενος σήμερα «ρεφενές», δηλαδή ο καθένας έφερνε την συμβολή του, το μερίδιό του, στο δείπνο.
Ο Αθήναιος μάλιστα μας πληροφορεί ότι «οίδασι δ’ οι αρχαίοι και τα από σπυρίδος λεγόμενα δείπνα. Εισί δέ ταύτα όταν τις αυτός αυτώ σκευάσας δείπνον και συνθείς εις σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ίη. [Αθήναιος Κεφ. 2,1,σελ174 26-29]», που σημαίνει ότι «γνωρίζουν οι αρχαίοι και τα δείπνα που ονομάζονται «από σπυρίδος δείπνα». Και είναι αυτά, όταν κάποιος ο ίδιος αφού ετοιμάσει δείπνο και το τοποθετήσει μέσα σε σπυρίδα πηγαίνει κοντά σε κάποιον για να δειπνήσει».

   Η σπυρίς που αναφέραμε προηγουμένως, είναι το καλάθι. Μάλιστα ο Ησύχιος μάς διασώζει πολλές λέξεις, που δηλώνουν και την ποικιλία των καλαθιών. Συγκεκριμένα: υπάρχουν οι λέξεις δίσκελλα, έρυσος, κάλαθος, κάθος, προτροπίς, υρίσιδα, σπυρίδιον, φορμίς.
Το δε «Ετυμολογικόν το Μέγα» μας εξηγεί πώς προήλθε η λέξη «σπυρίς»: [Σπυρίς: Πλεονασμός εστι του «σ». από του πυρούς, πυρίς. Ηρωδιανός λέγει ότι τους πυρούς σπυρούς λέγουσιν οι Συρακούσιοι. Παρά τους σπόρους].
Άλλα λεξικά μάς διασώζουν και άλλες λέξεις όπως  άρριχον, κόφινον, σπυρίχνιον και φερνίον. Μάλιστα, έτσι ονομαζόταν το καλάθι των ψαριών, η «ιχθυηρά σπυρίς».
[φερνίον· εκαλείτο δ’ούτως η ιχθυηρά σπυρίς (Pollux Onomasticon) ]

Το ίδιο λεξικό (Pollux Onomasticon) μας πληροφορεί ακόμη ότι «σάρον γαρ ως επί πολύ το εν τη άλω εκάλουν, ως το εν τοις αλφιτείοις μυλήκορον. Συναθροιζέτω δε εις άρριχόν τινα ή κόφινον ή σπυρίδα ή σπυρίχνιον ή φερνίον· εκαλείτο δ’ούτως η ιχθυηρά σπυρίς».
   Από τα κείμενα, τα οποία προανεφέρθησαν, καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι στα δείπνα αυτά οι συνδαιτυμόνες έφερναν μέσω των δούλων τους τα τρόφιμά τους μέσα σε καλάθια τα οποία ονομάζοντο σπυρίδες, κανέες κλπ. Αυτές ήσαν μικρά καλάθια ειδικά γι αυτόν τον σκοπό γι’ αυτό και τα δείπνα αυτά ονομάζοντο «από σπυρίδος δείπνα». [τούτο δε σαφώς δηλοί το από σπυρίδος δείπνον, όταν τις αυτός αυτώ σκευάσας δείπνον και συνθείς εις σπυρίδα παρά τινα δειπνήσων ίη. (Αθήναιος Βιβλ.8   παρ. 68, 19-21)] Δηλαδή «Αυτό δε σαφώς δηλώνει και το «από σπυρίδος δείπνο», όταν κάποιος ο ίδιος αφού ετοιμάσει δείπνο και το τοποθετήσει μέσα σε σπυρίδα πηγαίνει κοντά σε κάποιον για να δειπνήσει».
Είναι πάνω από σαφές, λοιπόν, ότι το πασίγνωστο σήμερα pick-nick έχει την αρχή του κι αυτό στην αρχαία Ελλάδα.
Τα δείπνα αυτά ελέγοντο επίσης και «δείπνα από κιστίδος», όπου οι σύνδειπνοι έφερναν τα τρόφιμά τους μέσα σε «κιστίδες» (=κιβώτια).
  Πολλά ήσαν τα μέρη που επισκέπτοντο οι πρόγονοί μας. Οι όχθες των ποταμών, τα άλση, οι πρόποδες των λόφων,  και γενικώς οπουδήποτε άνοιγε η ψυχή τους και ένοιωθαν να χαλαρώνουν, απολαμβάνοντας το τοπίο. Οι έγνοιες και τα πάσης φύσεως προβλήματα εφαίνοντο έτσι ασήμαντα και πολύ εύκολα μπορούσαν να ξεχασθούν ή να επιλυθούν ευκολώτερα.

"ΠΙΚ ΝΙΚ" ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ

    Πολλές φορές ένα τέτοιο «πικ-νικ» γινόταν για να γευθούν οι σύνδειπνοι στην ακτή της θάλασσας φρέσκα ψάρια. Από αυτό προήλθε και το «παρ’ ακτη δείπνον, ή ακτάζειν», όπως μας δείχνει και το παρακάτω κείμενο: τί ποτε βούλεται; τί δ’ οι πολλοί βούλονται, προς θεών, όταν ηδέως γενέσθαι παρακαλούντες αλλήλους λέγωσι "σήμερον ακτάσωμεν"; Ουχί το παρ’ ακτή δείπνον ήδιστον αποφαίνουσιν ώσπερ έστιν; Ου διά τα κύματα και τας ψηφίδας (τί γαρ; επ’ακτής τις λέκιθον οψάται και κάππαριν;), αλλ’ως ιχθύος αφθόνου και νεαρού την παράλιον τράπεζαν ευπορούσαν. Και μέντοι και πιπράσκεται παρά λόγον απάντων τιμιώτατον το θαλάττιον όψον· (ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ   «ΣΥΜΠΟΣΙΑΚΟΝ» Stephanus  Page 668, Section Β, line 1-8). [Τι, τέλος πάντων, θέλει; Τι θέλει (εννοεί) πάλι, για όνομα των θε­ών, ο κόσμος, όταν καλούν ο ένας τον άλλο σε ευχάριστη συντροφιά και λένε: 'Σήμερα θα την περάσουμε στην α­κτή; Δεν αναγνωρίζουν άραγε ότι το δείπνο στην ακτή είναι το πιο ευχάριστο, όπως όντως είναι; Όχι τόσο για τα κύματα και τα πετραδάκια (άραγε τρώει κανείς στην ακτή χυλό και κάππαρη;), αλλά επειδή το τραπέζι κοντά στην παραλία είναι γεμάτο άφθονο και φρέσκο ψάρι. Και βέβαια τα προϊόντα της θάλασσας αγοράζονται δυσανάλογα ακριβά].
Για την ετυμολογία της λέξεως «ακτάζω» το Ετυμολογικόν το Μέγα αναφέρει: «Ακτάζων: αντί του εξανιστάμενος. Από του άττω αττάζω και ακτάζω, τροπή του τ σε κ , ως Αττική Ακτική, και νυττέλιος νυκτέλιος. Ή παρά την ακτήν».


ΤΟ ΠΡΩΤΟ "ΜΕΝΟΥ"


   Εκτός όμως από τα δείπνα στην εξοχή και στην παραλία υπάρχουν και τα κανονικά  δείπνα των προγόνων μας, τα οποία  έχουν μείνει μνημειώδη.
   Στα αρχαία ελληνικά δείπνα ο μάγειρος έδινε στους προσερχομένους έναν κατάλογο με τα φαγητά που είχαν ετοιμασθή και ήσαν διαθέσιμα για το δείπνο. Ο κατάλογος αυτός ελέγετο «γραμματείδιον».
   Μερικές φορές όμως ο εστιάτορας δηλαδή αυτός που φιλοξενούσε τους συνδαιτυμόνες είχε μαζί του το «γραμματείδιον» και εξηγούσε το είδος των φαγητών, τον τρόπο της παρασκευής τους και οποιαδήποτε άλλη πληροφορία ήθελαν σχετική με αυτά.
   Ο Αθήναιος μάς διασώζει «ότι έθος ήν εν τοις δείπνοις τω εστιάτορι κατακλιθέντι προδίδοσθαι γραμματείδιόν τι περιέχον αναγραφήν των παρεσκευασμένων, εφ’ ώ ειδέναι ό τι μέλλει όψον φέρειν ο μάγειρος» (Βιβλίον 2, 33, 1-4.) που σημαίνει «υπήρχε συνήθεια στα δείπνα να παραδίδεται προ της ενάρξεως αυτών στον φιλοξενούντα, αφού κατακλιθεί κατάλογος περιέχων αναγραφή των παρεσκευασμένων φαγητών, για να γνωρίζει τι προσφάγι πρόκειται να φέρει ο μάγειρος».
   Είναι βεβαίως ηλίου φαεινότερον ότι στο «γραμματείδιον» των αρχαίων μας προγόνων υπάρχει το πρώτο «μενού», το οποίο κάποτε είχε μεταφρασθή ως «οψολόγιον», επειδή οι σύγχρονοί μας αγνοούσαν την πρώτη και πρωτότυπη ονομασία.
   Καιρός είναι λοιπόν να καταλάβουμε ότι όχι μόνο στις επιστήμες και στον πολιτισμό αλλά ακόμη και σ’ αυτόν τον απλό τρόπο διασκέδασης στην εξοχή οι αρχαίοι μας πρόγονοι υπήρξαν πρωτοπόροι.

ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου