Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

[ ΕΚ ΤΗΣ ΤΕΦΡΑΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ ]


Τῆς Ἰωάννας Γ. Καραγκιούλογλου
 

νομικού και επιστήμων οικονομικής και κοινωνικής διοικήσεως

Ὁ Πόλεμος αὐτός δὲν εἶναι σημερινὸς οὔτε χθεσινός. Εἶναι ὁ αἰώνιος πόλεμος τῆς Ἑλλάδος ὅλων τῶν Καιρῶν γιὰ τὴν Ἐλευθερία.
480 π.Χ. Ὁ Ξέρξης πρὶν ἀπό τὴν μάχη τῶν Θερμοπυλῶν καλεῖ τὸν Βασιλιᾶ τῶν Λακεδαιμονίων Δημάρατο. Τὸν ρωτᾶ ἂν θὰ τολμήσουν οἱ Ἕλληνες νά τοῦ ἀντισταθοῦν. Καὶ ὁ Δημάρατος ἀπαντᾶ.
"Ἡ Ἑλλάδα παλαιόθεν καὶ ὡς τώρα εἶναι ἐφοδιασμένη μὲ Ἀρετὴ ποὺ κερδήθηκε μέ την Σοφία καί τον κυρίαρχο Νόμο. Ὁπλισμένη μὲ αὐτό το Ἦθος ἡ Ἑλλάδα ἀγωνίζεται ἐναντίον τῆς Πενίας καί τοῦ Δεσποτισμοῦ. Αὐτὸ εἶναι τὸ Ἑλληνικό Πνεῦμα."
Τὸ ἴδιο συνέβη καί τὸ 1453. Καὶ ὁ Μεχμὲτ εἶχε στείλει πρέσβεις στὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο. Τοῦ παραχωροῦσε προνόμια καί τοῦ ἔδινε διαβεβαιώσεις πὼς δὲν θὰ πείραζε τὸν πληθυσμὸ μέσα στὰ Τείχη. Ζητοῦσε νά τοῦ παραδώσει τὴν Πόλη. Τὴν πεντηκοστή ἡμέρα τῆς πολιορκίας. Τὴν ἡμέρα Μνήμης τῶν Μεγάλων Βασιλέων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Βασιλέως ἦταν σαφής.
"Τὸ δὲ τὴν Πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν."
Ὁ Κωνσταντῖνος εἶχε ἐκφράσει τὴν γνώμη ὅλων.
Στὶς 28 Μαΐου, τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς πολιορκίας, στὶς φρικτὲς ἐκεῖνες κρίσιμες ὧρες, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν τελευταῖα μεγαλοπρεπῆ λειτουργία ποὺ ἔμελλε νὰ τελεσθεῖ στὴν Ἁγία Σοφία, ὁ Βασιλεύς ἀπευθύνεται στοὺς ἄνδρες του. Τοὺς θυμίζει ὅτι εἶναι οἱ ἀπόγονοι τῶν μεγάλων Ἑλλήνων Ἡρώων. Καὶ ὅτι εἶχε ἀποφασίσει νὰ πεθάνει Ὑπὲρ τοῦ Λαοῦ, μαζὶ μὲ τὸν Λαό.
"Καλῶς λοιπόν γιγνώσκετε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσαρά τινα ὀφείλομεν κοινῶς πάντες νὰ προτιμήσωμεν τὸν Θάνατον μᾶλλον ἥ τὴν Ζωὴν.
Πρῶτον μὲν ὑπὲρ τῆς Πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας.
Δεύτερον δὲ ὑπὲρ τῆς Πατρίδος.
Τρίτον δὲ ὑπέρ τοῦ βασιλέως ὡς χριστοῦ τοῦ Κυρίου.
Καὶ τέταρτον, ὑπέρ συγγενῶν καὶ Φίλων."
Τὸ μεγαλεῖο τῆς Πίστης, τῆς Αὐταπάρνησης καὶ τῆς Αὐτοθυσίας ἑνὸς "παράτολμου" ἐγχειρήματος προκαλεῖ δέος καὶ θαυμασμό.
24 Φεβρουαρίου 1821. Ὁ Ἔφορος καὶ Γενικὸς Ἐπίτροπος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, ἔχοντας παραλάβει τὸν δαυλὸ τῆς Ἐλευθερίας ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο, ἀπευθύνει πρὸς τὸ Πανελλήνιον τὴν Ἱστορικὴ Προκήρυξη.
ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ.
Τὴν ἴδια ἡμέρα, ἀπευθύνει μία ἀκόμη προκήρυξη. Αὐτὴ τὴ φορὰ πρὸς τοὺς Ἕλληνες τῆς Μολδαυΐας καὶ τῆς Βλαχίας. Τὸ συγκλονιστικὸ της κείμενο ἔχει -ἐπὶ λέξει- ὡς ἑξῆς:
Ἄνδρες Ἕλληνες,
Ὅσοι εὑρίσκεσθε εἰς Μολδαυΐαν καὶ Βλαχίαν.
Ἰδοὺ μετὰ τόσων αἰώνων ὀδύνας ἁπλώνει πάλιν ὁ Φοῖνιξ τῆς Ἑλλάδος μεγαλοπρεπῶς τὰς πτέρυγάς του, καὶ προσκαλεῖ ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ τὰ γνήσια καὶ εὐπειθῆ τέκνα της! Ἰδοὺ ἡ φίλη ἡμῶν πατρὶς Ἑλλὰς ἀνυψώνει μετὰ θριάμβου τὰς προπατορικάς της σημαίας!
Ὁ Μωρέας, ἡ Ἤπειρος, ἡ Θεσσαλία, ἡ Σερβία, ἡ Βουλγαρία, τὰ νησιὰ τοῦ Ἀρχιπελάγους, ἐν ἑνὶ λόγῳ ἡ Ἑλλὰς ἅπασα ἔπιασε τὰ ὅπλα, διὰ νὰ ἀποτινάξῃ τὸν βαρὺν ζυγὸν τῶν βαρβάρων, καὶ ἐνατενίζουσα εἰς τὸ μόνον νικητήριον ὅπλον τῶν ὀρθοδόξων, τὸν τίμιον λέγω καὶ ζωοποιὸν Σταυρὸν, κράζει μεγαλοφώνως ὑπὸ τὴν προστασίαν μεγάλης καὶ κραταιᾶς Δυνάμεως:
"Ἐν τούτῳ τῷ σημείῳ νικῶμεν! Ζήτω ἡ Ἐλευθερία!"
Καὶ εἰς τὰς δύο ταύτας φιλικάς μας ἐπαρχίας σχηματίζεται σῶμα πολυάριθμον ἀνδρείων συμπατριωτῶν, διὰ νὰ τρέξῃ εἰς τὸ Ἱερὸν ἔδαφος τῆς φίλης ἡμῶν Πατρίδος. Ὅθεν, ὅσοι εὔχονται νὰ ὀνομασθῶσι σωτῆρες τῆς Ἑλλάδος καὶ εἶναι διεσκορπισμένοι εἰς διάφορα Καδδηλίκια, ἄς τρέξωσιν εἰς τοὺς δρόμους, ὅπου ἀκούοσιν, ὅτι διαβαίνει τὸ σῶμα τοῦτο, διὰ νὰ συνενωθῶσι μὲ τοὺς συναδέλφους των.
Ὅσοι ὅμως γνήσιοι Ἕλληνες εἶναι ἄξιοι νὰ πιάσωσι τὰ ὅπλα, καὶ μολοντοῦτο μένουσιν ἀδιάφοροι, ἄς ἠξεύρωσιν, ὅτι θέλουσιν ἐπισύρει εἰς τὸν ἑαυτόν των τὴν μεγάλην ἀτιμίαν, καὶ ὅτι ἡ πατρὶς θέλει τοὺς θεωρεῖ ὡς νόθους καὶ ἀναξίους τοῦ Ἑλληνικοῦ ὀνόματος.
Ἰάσιον τῇ 24 Φεβρουαρίου 1821
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
Γενικός Ἐπίτροπος τῆς Ἀρχῆς
Ὁ μονόχειρ Πρίγκηψ εἶχε κηρύξει τὶς δύο Ἡγεμονίες, ὄχι ὡς τόπο Ἐπαναστάσεως, ἀλλὰ, ὡς ὁρμητήριο τοῦ Ἐπαναστατικοῦ Κινήματος πρὸς τὴν Βουλγαρία καὶ τὴν Ἑλλάδα.
Ἡ Ἑλληνικὴ Νεολαία προσέρχεται μὲ μεγάλο ἐνθουσιασμὸ καὶ αὐταπάρνηση ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα τῶν δύο Ἡγεμονιῶν καὶ τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρωσσίας. Οἱ ἄποροι ἐνισχύονται μὲ ὅπλα ἀπὸ τοὺς πιό εὔπορους. Οἱ νέοι ἐγκαταλείπουν τὰ πάντα γιὰ νὰ προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες καὶ τὴν ζωή τους ὑπὲρ τῆς Πατρίδος.
26 Φεβρουαρίου 1821. Ἐν μέσῳ ἀσφυκτικῆς συρροῆς κόσμου, λαμβάνει χώρα ἡ ἐπιβλητικὴ καὶ συγκινητικὴ τελετὴ τοῦ Ἁγιασμοῦ τῆς Σημαίας τῆς Ἐπαναστάσεως.
Ὁ Κωνσταντινουπολίτης Μητροπολίτης καὶ κυβερνήτης τῆς Μολδαυΐας Βενιαμὶν Κωστάκης εὐλογεῖ τὴν Ἑλληνικὴ Σημαία, καὶ, ἐν μέσῳ ἐγκάρδιων εὐχῶν καὶ ἐπευφημιῶν, παραδίδει στὸν Ἀρχηγό τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως τὸ ξίφος.
Ἡ Σημαία ἦταν τρίχρωμος, ἤτοι λευκή, ἐρυθρὰ καὶ μέλαινα. Στήν μία ὄψη ἔφερε τὸν Σταυρὸ καὶ τὶς εἰκόνες τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, μὲ τὸ θεϊκὸ πρόσταγμα "Ἐν Τούτῳ Νίκα". Στὴν ἄλλη, ἀναπαράσταση τοῦ Φοίνικα μὲ τὴν ὑπενθύμιση "Ἐκ τῆς τέφρας μου ἀναγεννῶμαι".
Ὅλοι τότε, ὁρκίσθηκαν τὸν Ὑπὲρ τῆς Ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος Ὅρκο, καὶ πρῶτος ὁ Ὑψηλάντης φίλησε τὴν Σημαία καὶ τὸ ξίφος.
Ἀπὸ τὶς ὡραιότερες ἐκδηλώσεις τοῦ Ἀγῶνος, ἡ τελετὴ στὸ Ἰάσιο, ἦταν μία ἀπὸ τὶς λαμπρότερες σελίδες τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας.
Ἀκολούθησε ὑποστολὴ τῆς τουρκικῆς σημαίας ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς πόλεως. Ἔρανοι ὑπὲρ τοῦ κινήματος. Πρῶτοι γενναῖοι χορηγοὶ οἱ Μιχαὴλ Σούτσος καὶ Στούρτζας. Οἱ εἰσφορὲς τῶν Ἑλλήνων τῆς Μολδαυΐας πού ὑπερέβησαν τὸ ἕνα ἑκατομμύριο γρόσια, διετέθησαν γιὰ τὶς πρῶτες ἀνάγκες τοῦ Σώματος.
Ὁ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, ἐπεξηγῶντας τὸ Σύμβολο τῆς Ἐλευθερίας, ἔλεγε:
"Τὸ κόκκινον σημαίνει τὴν αὐτοκρατορικὴν πορφύραν καὶ τὸ αὐτεξούσιον τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ. Τὸ μεταχειρίζοντο οἱ προπάτορές μας ἐπὶ ἐνδυμάτων πολέμου, θέλοντες νὰ μὴ φαίνωνται αἱ πληγαί, ὁπόθεν ἔρρεε τὸ αἷμα, διὰ νὰ μὴ δειλιῶσιν οἱ συμπολεμισταί.
Τὸ ἄσπρον σημαίνει τὴν ἀθωότητα τῆς δικαίας ἡμῶν ἀφορμῆς κατὰ τῆς τυραννίας.
Τὸ μαῦρον σημαίνει τὸν ὑπὲρ Πατρίδος καὶ Ἐλευθερίας ἡμῶν θάνατον."
Φίλτατε Ἀναγνώστη.
Τὸ Ἑλληνικὸ Πνεῦμα συναιρεῖ τὸ νοητὸ μὲ τὸ ὑπαρκτό. Εἶναι ἡ εὐλογημένη ἰδιότητα τοῦ ἀνήκειν καὶ μετέχειν τοῦ Τρόπου.
Ὁ Ἕλλην διαχρονικά στρέφεται πρὸς τὸ πολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ ἦθος ποὺ δυναμώνει καὶ ἐκτείνει τὴν Πατρίδα μέχρις ἄκρων ὁρίων. Μέχρις ἐκεῖ ὅπου ὁρίζουν τὸ Ὄνομα, ἡ Ἱστορία καὶ οἱ ἐκκρεμότητές Της.
Ὁ Πόλεμος ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος ἔχει πρόσημο Ἑλληνικό.
Αὐτὴ εἶναι ἡ Ταυτότητά μας καὶ φέρει τὸ γνήσιον τῆς ὑπογραφῆς Του.
Ζήτω ἡ Ἑλλάς ! Ζήτω ἡ Ἐλευθερία !
 
 

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

ΔΙΑΚΟΣΙΩΝ ΕΤΩΝ Ο ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ


Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Το 2023 ονομάσθηκε «Λογοτεχνικό Έτος Άλκης Ζέη», με την ευκαιρία των εκατό ετών από την γέννηση της εν λόγω συγγραφέως (1923-2020). Φέτος ο Ελληνισμός εορτάζει μια σημαντική επέτειο, τα διακόσια χρόνια από τη σύνθεση του Εθνικού μας Ύμνου από τον μεγάλο ποιητή μας Διονύσιο Σολωμό.

Στο λόφο του Στράνη, στη Ζάκυνθο, ο 23ετής μόλις ετών μεγαλοφυής Ποιητής, μέσα σε ένα μήνα, τον Μάιο του 1823, συνθέτει τον Ύμνο με τον οποίο «δίδει όχι μόνο τον λυρικό του ενθουσιασμό, τα κυριώτερα στάδια της Επαναστάσεως κατά τα δύο πρώτα έτη, κατά ξηρά και κατά θάλασσα, την εκπολιόρκησιν της Τριπολιτσάς… την πολιορκίαν του Μεσολογγίου…, την θανάτωσιν του Πατριάρχου, τον κοινόν αγώνα της Ελλάδος – Ελευθερίας και της Θρησκείας, αλλά και νουθετεί τους μαχομένους Έλληνας κατά της επαράτου Διχονοίας»,  όπως γράφει ο αείμνηστος καθηγητής Ν.Β. Τωμαδάκης στο βιβλίο «Σολωμού Άπαντα» (Εκδ. Γρηγόρη).

          Ο Διονύσιος Σολωμός στον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» είναι ο πρώτος που τονίζει τη συνέχεια του Ελληνισμού, από τους αρχαίους χρόνους έως τις ημέρες του, πριν από τους ιστορικούς Ζαμπέλιο και Παπαρρηγόπουλο.

Σημειώνει ότι «εκφωνεί φιλελεύθερα τραγούδια σαν τον Πίνδαρο».

Επικαλείται τους τριακόσιους του Λεωνίδα και τονίζει στον 78ο στίχο: «Ω τρακόσιοι! Σηκωθήτε και ξανάλθετε σ΄ εμάς. Τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε πόσο μοιάζουνε με σας». Ο Τωμαδάκης στο ίδιο βιβλίο του γράφει σχετικά: «Αυτή η στροφή για τους τριακόσιους του Λεωνίδα περνά πέραν από την ποίησιν και εγγίζει την αλήθειαν της Ιστορίας, επικυρώνει την συνέχειαν του Ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι της Επαναστάσεως, γεγονός το οποίον ακόμη δεν είχε τότε αναγνωρισθή από τους Ευρωπαίους και από τους ιστορικούς, οι οποίοι ενόμιζον ότι με την πτώσιν της Ελλάδος υπό τους Ρωμαίους (146 π.Χ) υπετάγη και εχάθη ο Ελληνισμός».

Οι Έλληνες στη συνέχεια της ιστορικής πορείας τους, γράφει ο Σολωμός, αγκαλιάζουν τον Ιησού Χριστού, ως Λυτρωτή και συμπαραστάτη τους. Γράφει στον 98ο στίχο: «Με φωνή που καταπείθει προχωρώντας ομιλείς, σήμερ’

άπιστοι εγεννήθη, ναι του κόσμου ο Λυτρωτής». Θυμωμένος από τη βαρβαρότητα των Τούρκων στην Κωνσταντινούπολη γράφει στους στίχους 113 και 114: «Και εκεί πού ΄ναι η Αγία Σοφία, μες΄ τους λόφους τους επτά, όλα τ’ άψυχα κορμία, βραχοσύντριφτα, γυμνά, σωριασμένα να τα σπρώξη η κατάρα του Θεού κι΄ από κει να τα μαζώξη ο αδελφός του φεγγαριού» (Σημ.

γρ. Ο ποιητής εννοεί τον Σουλτάνο).

Αφού αναφέρει τα «περασμένα μεγαλεία» και την μακροχρόνια σκλαβιά σημειώνει την εθνεγερτική «πολεμόκραχτη φωνή του Ρήγα» και την θυσία του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ με την έναρξη της Επανάστασης. Γράφει στον 135ο

στίχο: «Όλοι κλαύστε! Αποθαμένος ο αρχηγός της Εκκλησιάς  κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος ωσάν νά τανε φονιάς»… Για τον Ρήγα και τον Σολωμό ο Λίνος Πολίτης σημειώνει πως αν ο πρώτος οραματίζεται και προγραμματίζει την Ανάσταση του Γένους, ο δεύτερος ψάλλει και υμνεί την πραγματοποίησή της. (Λίνου Πολίτη «Γύρω στο Σολωμό», 1958, σ. 116).

Ένας από τους ποιητές μας που θαύμαζε το ταλέντο και τη σκέψη του Σολωμού ήταν ο Γιώργος Σαραντάρης (1908-1941). Σε σκέψη του που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά από τον γράφοντα ο Σαραντάρης μας καλεί «να ακολουθήσουμε το Σολωμό στα ζωντανά του στοιχεία όπου να βρούμε πως το πνεύμα του κάνει ένα με το λεγόμενο ελληνικό πνεύμα και πως το τελευταίο δεν είναι μία χίμαιρα, εφόσον δεν είναι χίμαιρα η αισθητική αξία της σολωμικής ποίησης». (Γ.Ν. Παπαθανασόπουλου «Γιώργος Σαραντάρης ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος» Εκδ. Έκπληξη, 2011, σελ. 182).

Επίσης σε κριτική του για το έργο του Αναστασίου Δρίβα ο ίδιος ο Σαραντάρης σημειώνει: «Δεν μπορείς να νιώσεις την πνοή της σολωμικής ποίησης αν δεν νιώσεις ταυτόχρονα τι σημαίνει για τον Έλληνα το Μεσολόγγι» (Αυτ. σελ. 183).

Ο  εθνικός μας ύμνος είχε περιπέτεια έως ότου καθιερωθεί και, κατά μία εκδοχή, ακόμη δεν έχει αποκτήσει τυπική αναγνώριση… Ο βαυαρός πρώτος βασιλιάς  των Ελλήνων Όθωνας καθιέρωσε ως εθνικό ύμνο  τον της πατρίδας του, που ήταν πανομοιότυπος με τον … αγγλικό («God save the King»).

Με την έλευση του Γεωργίου του Α΄, το 1863,  και την Ένωση της Επτανήσου με την ελεύθερη Ελλάδα ο Υπουργός των Ναυτικών Δ. Μπουντούρης, στις 4 Αυγούστου 1865, απευθύνει έγγραφο στο Υπουργείο των Εξωτερικών, με το οποίο ζητεί να καθιερωθεί ως «επίσημον Εθνικόν άσμα» ο Ύμνος στην Ελευθερία του Διον. Σολωμού, σε μουσική Νικολάου Μαντζάρου. Ο Ύμνος ψάλλεται έκτοτε ντε φάκτο δια της επικρατήσεως της εθνικής συνειδήσεως, χωρίς να υπάρχει νομική ρύθμιση με βασιλικό ή προεδρικό διάταγμα, όπως, με επιφύλαξη πάντως, διατείνεται ο Γεώργιος Λαγανάς στη σχετική ενδιαφέρουσα μελέτη του  (Εκδ. του Φοίνικα). Αν επί 160 χρόνια δεν έχει καθιερωθεί τυπικά και επίσημα ο εθνικός μας  ύμνος πιθανότατα να είναι παγκόσμια πρωτοτυπία, όμως ταυτόχρονα δείχνει την διαχρονική πίστη του λαού μας στον Εθνικό μας Ύμνο και σε ό, τι Αυτός συμβολίζει και

εκφράζει…-

 

https://www.antibaro.gr/article/34374

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2023

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΣΤΙΣ 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913

Του  Ιωάννη Αθανασόπουλου
Ιστορικού, Πτυχιούχου της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, κατεύθυνση Ιστορίας.

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων και της Ηπείρου γενικότερα δεν υπήρξε απόρροια των Βαλκανικών πολέμων του 1912-1913 και μόνο. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί ήδη με την ίδρυση της Ηπειρωτικής Εταιρείας το 1906. Οι Ηπειρώτες της Αθήνας φρόντισαν να ιδρύσουν μια νέα Φιλική Εταιρεία και στόχευαν στην απελευθέρωση της Ηπείρου την κατάλληλη χρονική στιγμή. Σ’αυτήν ήταν μυημένοι πολλοί αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού συνήθως ηπειρωτικής καταγωγής. Κάθε υποψήφιο μέλος έδινε τον όρκο των μελών της Ηπειρωτικής Εταιρείας για να εισέλθει στους κόλπους της, ο οποίος είχε ως εξής: «Ορκίζομαι επί του ιερού ευαγγελίου, εις το όνομα της μιας και αδιαιρέτου και ομοουσίου Αγίας Τριάδος, ότι θέλω χύσει και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, προς απελευθέρωσιν της φιλτάτης μου πατρίδος Ηπείρου, όταν διαταχθώ προς τούτο, και ότι θέλω τηρήσει απόλυτον εχεμύθειαν περί του σκοπού και του έργου της εταιρείας, εν ηι δεν περιπτώσει φανώ επίορκος, να υφίσταμαι τας συνεπείας του περί ποινών μυστικού άρθρου και να είμαι επικατάρατος».

Όταν ο Ελληνικός Στρατός το 1912 ξεκίνησε τις πρώτες επιχειρήσεις του στην Ήπειρο, η Ηπειρωτική Εταιρεία και τα μέλη της έστησαν δίκτυο αντικατασκοπίας και με τις χρήσιμες πληροφορίες τους ενημέρωναν την ελληνική πλευρά. Ωστόσο στην Ήπειρο ο πόλεμος είχε μείνει πίσω ελέω της αριθμητικής αδυναμίας των τμημάτων του Στρατού στην περιοχή. Οι αρχικές δυνάμεις της «Στρατιάς Ηπείρου» ανέρχονταν στους 7.000 άνδρες, υπό την διοίκηση του αντιστράτηγου Σαπουντζάκη. Η περιορισμένη αυτή δύναμη δεν ήταν δυνατόν να αναλάβει συστηματικές επιθετικές ενέργειες ούτε βέβαια να επιτύχει από μόνη της την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Εξίσου σημαντικό πρόβλημα ήταν η αποτελεσματικότητα των οχυρών του Μπιζανίου. Επρόκειτο για μια εξαιρετική αμυντική τοποθεσία, ενισχυμένη με 36 βαριά κανόνια, με πέντε μόνιμα πυροβολεία και με πυροβολεία εκ σκυροδέματος που είχαν δημιουργηθεί και οχυρωθεί υπό την επίβλεψη ειδικών της Γερμανικής Στρατιωτικής Αποστολής στη δημιουργία οχυρών και χαρακωμάτων.


Ήταν φανερό πως αν δεν έπεφτε το Μπιζάνι, τα Γιάννενα δεν θα απελευθερώνονταν. Για το λόγο αυτό, το Γενικό Επιτελείο αποφάσισε την σταδιακή ενίσχυση και διενέργεια επιχειρήσεων με στόχο την εκπόρθηση του Μπιζανίου. Η πρώτη επίθεση ελαβε χώρα την 29η Νοεμβρίου με 11η Δεκεμβρίου 1912, η δεύτερη από την 11η Δεκεμβρίου μέχρι την 19η Φεβρουαρίου 1913. Ως γνωστόν, οι δύο πρώτες απέτυχαν. Οι λόγοι ήταν τόσο οι ολιγάριθμες στρατιωτικές δυνάμεις που αποτελούσαν την Στρατιά Ηπείρου όσο και ο πολύ βαρύς χειμώνας του 1912-1913, που βασάνιζε με κρυοπαγήματα, ψύξεις και υπερκόπωση τους Έλληνες στρατιώτες. Για να αντιληφθεί κανείς πόσο αποδεκατίστηκαν οι ελληνικές δυνάμεις από το ψύχος, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως ο αριθμός των μάχιμων ανδρών είχε περιοριστεί στους 28.000 άνδρες από σύνολο 40.000 ανδρών.

Επίσης εξαιτίας του χειμώνα και του πυκνού χιονιού έκλειναν δρόμοι και ο εφοδιασμός είχε γίνει προβληματικός. Ο ακαδημαϊκός Σπυρίδων Μελάς περιέγραψε γλαφυρά τις δυσκολίες αυτές: «Τα μόνα τρόφιμα που μπορούσανε να φτάσουν ως τα μαχόμενα τμήματα ήτανε το ψωμί, τα όσπρια και το ρύζι που το μαγείρευαν μ’ ένα παλιόλαδο που βρωμούσε. Η κουραμάνα που την παίρνανε ζεστή από τους φούρνους και χρειαζότανε πέντε κι’ έξη μέρες για να πάει κλεισμένη σε σάκους στα Σώματα, έφτανε μουχλιασμένη. Και οι άντρες ήταν υποχρεωμένοι να την καθαρίζουν με τους σουγιάδες και έτσι από τη μερίδα τους δεν έμενε παρά η μισή. Ωστόσο μ’ όλες τις στερήσεις και την παγωνιά στ’ άγρια βουνά της Ηπείρου το ηθικό των Σωμάτων συγκρατούσε το θέαμα της πολιτείας, τα θρυλικά Γιάννενα, που αντίκρυζαν οι άντρες κάθε πρωί με την τραγουδισμένη λίμνη της κυρά – Φροσύνης – ο πόθος να μπούνε στην περιπόθητη πρωτεύουσα ελευθερωτές, όπως στη Θεσσαλονίκη…».

Το ηθικό των στρατιωτών όμως αναπτερώθηκε περισσότερο με τον διορισμό του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου στην ηγεσία των Ελληνικών δυνάμεων. Παντού στρατιώτες και πολίτες τον υποδέχονταν με ζητωκραυγές. Πρώτη ενέργεια του διαδόχου ήταν η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του στρατού. Υπήρξε τεράστιο πρόβλημα μεταφοράς τροφής και πυρομαχικών σε μονάδες του στρατού καθώς και ιατρικής περίθαλψης τόσο των στρατιωτών στο μέτωπο όσο και των ζώων του πυροβολικού που η κακή υγεία τους προκαλούσε μεγαλύτερα προβλήματα στις μεταφορές. Ο αρχιστράτηγος διατάζει την ίδρυση Παθολογικού νοσοκομείου στη Στρεβίνα που μετριάζει την εμφάνιση κρυοπαγημάτων που είχαν αποδεκατίσει την Στρατιά Ηπείρου. Επίσης, αναθέτει τη γενική διοίκηση του Πυροβολικού στον συνταγματάρχη Παρασκευόπουλο. Οι ενέργειες αυτές αναδιοργάνωσαν τον στρατό και έθεσαν τις πρώτες βάσεις για την επιτυχή αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων.

Η τρίτη προσπάθεια ξεκίνησε στις 19 Φεβρουαρίου 1913 όπου τέθηκε σε εφαρμογή το  σχέδιο επίθεσης κατά των τουρκικών δυνάμεων. Η μελέτη του Γενικού Επιτελείου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το οχυρό του Μπιζανίου θα έπεφτε εαν οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωναν να προσβάλουν το δεξιό τμήμα της τουρκικής παράταξης με το αντίστοιχο αριστερό τμήμα της ελληνικής. Το σχέδιο καταρτίστηκε από τον λοχαγό τότε Ιωάννη Μεταξά, μετέπειτα εθνικό κυβερνήτη του ΟΧΙ. Ο στρατός θα χωριζόταν σε δύο βασικά τμήματα: στο Α’ τμήμα όπου απαρτιζόταν από την ταξιαρχία Μετσόβου, την 6η και 7η Μεραρχία, πέντε πυροβολαρχίες πεδινού πυροβολικού καθώς και ουλαμό βαρέος πυροβολικού των 105. Στο Β’ τμήμα, όπου απαρτιζόταν από την 4η Μεραρχία, το απόσπασμα Ολύτσικα καθώς και 23 τάγματα του Α’ τμήματος που θα ενίσχυαν το Β΄την κατάλληλη στιγμή. Σύμφωνα με το σχέδιο το Α’ τμήμα θα ενεργούσε εικονική προσβολή των απέναντι εχθρικών θέσεων, ώστε ο εχθρός να νομίσει ότι η επίθεση θα εκδηλωνόταν στο αριστερό του. Επίσης η 2η Μεραρχία θα παρέμενε στο κέντρο της παρατάξεως και θα ενεργούσε περιορισμένη επίθεση στο τομέα Αυγού. Μάλιστα το Γενικό Επιτελείο ενημέρωνε τους ξένους στρατιωτικούς ακόλουθους ότι θα χτυπούσε το αριστερό τμήμα του τούρκικου στρατού για να μη διαρρεύσει το αληθινό σχέδιο και χαθεί το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.

Το σχέδιο εφαρμόστηκε επιτυχώς και ο αιφνιδιασμός του εχθρού υπήρξε πλήρης. Το 9ο Τάγμα υπό τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου κατορθώνει και φτάνει στις παρυφές των Ιωαννίνων. Οι Τούρκοι νόμισαν ότι μαζί με τη δύναμη του Βελισσαρίου βρισκόταν και ολόκληρος ο ελληνικός στρατός έξω από την πόλη.  Η ενέργεια αυτή δημιούργησε πανικό στη διοίκηση του τουρκικού στρατού στα Γιάννενα και την 21η Φεβρουαρίου ο διοικητής Εσσάτ Πασάς δηλώνει την πρόθεσή του να παραδώσει την πόλη άνευ όρων στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο. Στέλνει λοιπόν τους υπολοχαγούς Ρεούφ και Ταλαάτ στον επίσκοπο Δωδώνης με σκοπό την επικοινωνία με την ηγεσία του Ελληνικού στρατού. Η αντιπροσωπεία βρίσκει τον ταγματάρχη Βελισσαρίου, ο οποίος τη συνοδεύει στο ελληνικό στρατηγείο. Αξίζει να επισημανθεί και η συμβολή του Νικολάκη Εφέντη στην επιτυχία κατάληψης των οχυρών του Μπιζανίου. Ο ίδιος ήταν ελληνικής καταγωγής, αξιωματικός του τουρκικού στρατού και υπηρετούσε ως λοχαγός Μηχανικού στα Γιάννενα. Μην έχοντας ξεχάσει την καταγωγή του έρχεται σε επαφή με τον τότε Μητροπολίτη Ιωαννίνων Γεβράσιο και πείθεται να παραδώσει στις μυστικές υπηρεσίες του Ελληνικού Στρατού ακριβή αντίγραφα των σχεδίων των οχυρών του Μπιζανίου. Είναι πολύ πιθανό ο ελληνικός στρατός να μην είχε εκπορθήσει το Μπιζάνι και να μην είχε εισέλθει τότε στα Ιωάννινα αν ο Νικολάκης Εφέντης δεν είχε παραδώσει τα σχέδια.




Τελικά το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης των Ιωαννίνων υπεγράφη από τον Τούρκο αντισυνταγματάρχη Βεχήπ Μπέη και από τους Έλληνες λοχαγούς Ιωάννη Μεταξά και Ξενοφώντα Στρατηγό. Ο Κωνσταντίνος την ίδια ημέρα τηλεγραφεί στον πατέρα του Βασιλέα Γεώργιο Α΄: «ΕΜΙΝ ΑΓΑ σημ. 21 Φεβρουαρίου 1913 Α.Μ. Βασιλέα . Θεσσαλονίκη.«Αλωθέντος υπό του ελληνικού στρατού ολοκλήρου του δυτικού μετώπου του φρουρίου των Ιωαννίνων και κυκλωθείσης της γραμμής των ερεισμάτων του Μπιζανίου και Καστρίτσης ο Εσάτ Πασσάς μοι εδήλωσε την στιγμήν ταύτην ότι ο στρατός του παραδίδεται αιχμάλωτος πολέμου. Λεπτομερείας μεγάλης νίκης του ανδρείου στρατού μας τηλεγραφήσω προσεχώς».

Η είσοδος του Ελληνικού στρατού με πρωτεργάτη τον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο έλαβε χώρα την επομένη 22 Φεβρουαρίου. Οι κάτοικοι ξεχύθηκαν στους δρόμους και αυτόματα σε κάθε σπίτι εμφανίστηκαν ελληνικές σημαίες που καρτερικά περίμεναν να κυματίσουν τόσα χρόνια. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν αναστάσιμα. Η άλωση των Ιωαννίνων χαρακτηρίστηκε ως το μεγαλύτερο γεγονός του βαλκανικού πολέμου ακόμα και από τον ξένο τύπο. Για την ακρίβεια ο ρωσικός τύπος αναφερόμενος στην είσοδο του Ελληνικού στρατού στα Γιάννενα χαρακτήρισε την 21 Φεβρουαρίου ως «την σπουδαιοτάτη ημέρα της ιστορίας της Βαλκανικής συμμαχίας».


ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ



Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ: O “ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ” ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Tου Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ/Σ του Ε.ΠΟ.Κ.

Ἦταν 5 Ὀκτωβρίου τοῦ 610, ὅταν ὁ Ἡράκλειος θριαμβευτής ἔμπαινε στήν Κωνσταντινούπολι καί τήν ἀπολύτρωνε ἀπό τόν σφε­­τεριστή Φωκᾶ. Κατόπιν κοινῆς ἀπαιτήσεως λα­οῦ, στρατοῦ, συγ­­­κλήτου καί ἐκκλησίας, ἐστέφθη Αὐτοκράτωρ στό παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου καί ὁ λαός τόν «ἀνευφήμει ὡς νέον Ἡρακλέα καί νέον Περσέα»[1] στήν Ἁγία Σο­­φία. Ἦταν ἡ ἀρχή μία νέας ἐπο­χῆς. Ὅπως γράφει ὁ Steven Runci­man: «Μέ τή βασιλεία τοῦ Ἡρα­κλεί­­­ου ἡ ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία κάνει τή στροφή πρός τόν βυζα­ντι­­­νισμό».[2] Ὅπως εἶναι εὐνόητο, μέ τήν ἔκ­φρασι «βυζαντινισμό» ἐννοεῖ τήν στροφή πρός τόν ὁριστι­κό ἐξελληνισμό. Ἐνῶ ὁ Κων. Ἄμαντος συμπληρώνει «ἀπό τοῦ Ἡρακλείου ἀρχίζει ἰδιαίτερα πε­ρίοδος διά τό Βυζάντιον, ἡ καθ’ αὐτό Βυζαντινή ἤ Ἑλληνική».[3]

Ἡ καταγωγή καί ἡ μορφή του

Ἡ οἰκογένειά του καταγόταν ἀπό τήν Καππαδοκία[4] ἡ ὁποία ἦταν ὁλοκληρωτικά ἑλληνική.[5] Ὁ ἐξελληνισμός τῆς Καπ­­­πα­­δο­κίας εἶχε ξεκινήσει αἰῶνες πρίν τόν Ἡράκλειο, ἀπό τήν πε­ρί­ο­­δο τῶν Σελευκιδῶν καί εἶχε συντελεσθεῖ μέ τήν πλήρη συγ­κα­τά­θε­σι τῶν βασιλέων καί τοῦ λαοῦ της.[6]

Παρά ταῦτα, ἡ ἐπιστημονική κοινότητα εἶναι διχασμένη γιά τό ἄν ὁ Ἡράκλειος ἦταν Ἕλλην ἤ Ἀρμένιος. Αὐτό ὀφείλεται κατά πρῶτο λόγο στόν ἀρμένιο ἱστορικό καί χριστιανό ἐπίσκοπο τοῦ 7ου αἰῶνος Σεβεός, ὁ ὁποῖος ὑπονόησε τήν καταγωγή τοῦ Ἡρα­κλεί­ου ἀπό τόν ἀρμενικό οἶκο τῶν Ἀρσακιδῶν, χωρίς νά παραθέτη κα­νέ­να στοιχεῖο πού νά τό ἀποδεικνύη. Πρόκειται ἐμφανῶς γιά προ­­­σπάθεια νά οἰκειοποιηθοῦν οἱ Ἀρμέ­νιοι τήν δόξα του.[7] Ἡ ἕτερη πηγή εἶναι ἡ ἐμφανής παρερμηνεία μίας ἀναφορᾶς τοῦ ἱστο­ρικοῦ Θεοφύλακτου Σιμμοκάτη πού ἀναφέρει ὅτι ὅταν τό 588 ὁ Αὐτοκράτωρ Μαυρίκιος ἀντικατέστησε τόν Φιλιππικό ὡς στρατηγό τῆς Ἀνατολῆς μέ τόν Πρίσκο, τότε ὁ Φιλιππικός συνέ­ταξε ἐπιστολή πρός τόν Ἡράκλειο τόν Πρεσβύτερο μέ τήν ὁποία τόν διέτασσε «νά ἐπιστρέψη στήν πόλι του ὅταν θά πήγαινε στήν Ἀρ­μενία καί νά παραδώση τόν στρατό στόν Ναρσή, τόν διοικη­τή τῆς πόλεως Κωνσταντινῆς».[8] Ἀπό αὐτό τό ἀπόσπασμα συνά­γουν αὐθαίρετα ὅτι κα­ταγό­ταν ἀπό πό­λι τῆς Ἀρμε­νίας. Ὅ­μως ὁ Ἡρά­­κλει­ος ἦταν τότε “στρα­τη­γός τοῦ Ἀρμενιακοῦ”, μέ ἕδ­ρα τήν Θε­ο­δο­σιού­πολι. Ὅταν λοι­πόν ὁ Φιλιππικός τόν δια­τάσ­σει νά πά­η «στήν πό­λι του», ἐννοεῖ στήν στρατιω­τι­κή του ἕδρα, ὥστε νά πα­ραδώση τό στρά­τευμα στόν Ναρσή καί ὄχι φυσικά τήν πόλι κα­τα­γωγῆς του!

Τό ὄνομα Ἡράκλειος, εἶναι ξεκάθαρα ἑλλη­νι­κό ὄ­νο­μα καί ὅπως πα­ρατηρεῖ ὁ Ἐμμανουήλ Καρακώστας: «…δέν τό συ­ναντᾶμε τήν ἐπο­­χή ἐκείνη στά μέρη τῆς ἀνατολῆς, οὔτε σέ λαούς γειτο­νι­κούς τῆς Ρωμανίας».[9] Ἐπίσης κα­νένα ἀπό τά ὀνόματα τῆς οἰκογε­νείας τοῦ Ἡρακλεί­ου δέν ἔχει ἀρμενική ρίζα. Ὁ πα­τέρας του ἦταν νυμ­φευ­μένος μέ τήν Ἐπιφανεία. Τά ἀδέλφια του ἦσαν ὁ Θεό­δω­ρος καί ἡ Μαρία. Ὁ ἐξάδελφός του λεγόταν Νι­κή­τας.[10]

Ἡ ἀρμενι­κή καταγωγή ἀποκλείεται καί λόγω τοῦ συνδέσμου τοῦ Ἡρακλείου τοῦ Πρεσβυτέρου μέ τόν Μαυρίκιο, ὁ ὁποῖος ἀντι­πα­θοῦσε τούς Ἀρμενίους[11] καί κυρίως ὅτι ὁ πρῶτος τό 529 πολέ­μη­­σε τούς Ἀρμενίους καί κατέστειλε τήν ἐξέγερσί τους.

Τό κυριότερο ὅμως γεγονός πού ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἡράκλειος δέν ἦταν Ἀρμένιος εἶναι τά χαρακτηριστικά του. Κα­­τά τόν χρο­νι­κο­γράφο Γεώργιο Κεδρηνό, ὁ Ἡράκλειος «…ἤν τήν ἡλικίαν με­σή­λιξ, εὐσθενής, εὔστερνος, ἐκόφθαλμος, ὀλίγον ὑπό­­­­γλαυκος, ξα­ν­θός τήν τρίχα, λευκός τήν χροιάν, ἔχων τόν πώ­γω­να πλατύν καί πρός μῆκος ἐκκρεμῆ».[12]

Δηλαδή ὁ Ἡράκλειος ἦταν ξανθός, γαλανομάτης, μέ ἔντο­να λευκό δέρμα, εὐθυ­τε­νής καί ρωμαλέος. Τό ἄκρως ἀντίθετο τῶν χαρακτηριστικῶν τῶν Ἀρμενίων.[13] Ὅπως γράφει καί ὁ Κων­στα­­­ντῖνος Ἄμαντος «αἱ παρατηρήσεις τοῦ Κεδρηνοῦ δέν συνηγο­ροῦν ὑπέρ γνήσιας ἀρμενικῆς καταγωγῆς».[14] Τό ἴδιο διαπιστώνει καί ὁ Vasiliev, ὁ ὁποῖος σχολιάζοντας τήν θεωρία τῆς δῆθεν ἀρμε­νι­κῆς καταγωγῆς, γράφει: «Ἀντίθετες πρός τήν ἄποψη αὐτή εἶναι οἱ σχετικές μέ τά ξανθά μαλλιά τοῦ Ἡρακλείου πληροφορίες».[15]

Ἀκόμη καί τό ὄνομα τῆς γυναίκας του ἀλ­λάζει ἀπό τό λα­τι­νικό Φάβια στό ἑλληνικό Εὐ­δοκία. Συνεπῶς, ἀπό ὅλα τά στοι­χεῖα (ἱστορικά, γλωσσικά, ἀνθρωπο­λογι­κά κ.λπ) συνάγεται ὅτι ὁ Ἡρά­κλει­­ος ἦταν Ἕλλη­νας καί μάλιστα «πώς δέν εἶχε ἐξελ­λη­νι­στεῖ, ἀλλά ἦταν Ἕλλη­νας ἐκ γενετῆς».[16]

Ἡ ὁριστική συντριβή τῶν Περσῶν

Ὅταν ὁ Ἡράκλειος ἀνῆλθε στόν θρόνο, ἡ κατάστασις τῆς Αὐ­το­κρατορίας ἦταν σέ τραγική κατάστασι. Ἐνδημική ἀναρχία, ἰσοπεδωμένη οἰκονομία, στράτευμα, χωρίς στε­λέχη, πειθαρχία καί ἠθικό, περιο­χές ἐρειπωμένες ἀπό τίς ἀλλε­­­πά­λ­­λη­λες ἐπιδρομές. Οἱ Πέρσες κατέλαβαν τήν Δαμασκό καί ὅλη τήν ὑπό­λοι­πη Συρία, εἰσέβαλαν στήν Παλαιστίνη καί τήν ἄνοιξι τοῦ 614 ἅλωσαν τά Ἱεροσόλυμα. Ἡ ἀγριότητα τῶν κατακτητῶν ἦταν ἀπίστευτη. Μέ τήν ἀρωγή τῶν Ἰου­δαί­ων τῆς πόλεως ἔσφαξαν μέχρι 90.000 Χριστια­νούς κατά μα­ρτυ­ρία τοῦ Θεοφάνους! Συ­νέ­λαβαν 35.000 αἰ­χμα­λώτους μαζί μέ τόν Πατριάρχη Ζαχαρία καί κατέ­στρε­ψαν περίπου 300 ἐκ­­κλη­­σίες. Ὁ Τίμιος Σταυ­ρός μεταφέ­ρθη­κε ὡς λάφυ­ρο στήν αὐλή τοῦ Χοσρόη Β’! Ἀκολούθησε πε­ρ­σι­κή εἰσβολή καί στήν Αἴ­γυ­πτο, ὅπου κατά­φεραν νά καταλάβουν τήν Ἀλεξά­ν­δρει­α, ἐνῶ παράλληλα εἰσέβα­λαν στήν Μικρά Ἀσία καί ἐκπόρθησαν τήν Χαλκηδόνα!

Ὁ Ἡρά­κλει­ος ἀναγκάσθηκε νά κόψη νέα ἀργυρά νομίσματα μέ τό μισό της πραγματικῆς ἀξίας τους καί νά ἐπιβάλη ἔκτακτη εἰσφορά. Ὁ Πατριάρχης Σέργιος Α’ στήριξε τήν πολεμική ἀνόρθωσι τῆς Αὐτοκρατοριας διαθέτοντας σύσσω­μο τόν θησαυρό τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἡράκλειος ἄλλαξε ὅλη τήν σύνθεσι τοῦ Στρατοῦ. Ἐνίσχυσε τό κατά­φρα­κτο Ἱππικό καί τούς Ἱπποτοξότες καί ἔδωσε μεγάλη ἔμφασι στό Ναυτικό. Παράλληλα ἐστράφη πρός τήν δημιουργία καθαρά Ἐθνικοῦ Στρα­τοῦ: Πρῶτος εἰ­σή­γαγε τόν θε­σμό τῶν “Θε­μάτων”: Στρα­τιωτι­κές περιφέρειες, στίς ὁποῖες ἐκχώ­ρη­σε κτή­­ματα σέ ἐλεύθερους ἀγρότες, μέ ἀντάλ­λα­γμα τήν κλη­ρο­νομική στρα­τιωτική θη­τεία τους. Τό στρά­τευ­μα πλέον θά εἶχε ὡς ὑπο­δομή του ἐλεύθερους γαιοκτήμονες - στρα­­τιῶτες.

Ἡ ὥρα ἀντεπι­θέ­σε­ως τῆς Αὐτοκρατορίας εἶχε σημάνει:

Τό φθινόπωρο τοῦ 622 εἰσβάλει στήν Ἀρμενία κατατροπώνει τό Ἱπ­πι­κό τοῦ εχθροῦ. Ὑπερφα­λαγ­­γίζει τούς Πέρσες, βρί­σκε­ται στά νῶτα τους, ἐνεδ­ρεύ­­ει, κυκλώνει καί τούς νικᾶ κατά κράτος. Στίς 20 Ἀπριλίου 624 ξεκινᾶ νέα ἐκστρατεία. Ὁ Ἡράκλειος αἰφνιδίασε κυριολε­κτι­κά τούς Πέρσες. Κατέ­λα­βε τήν Θε­ο­­­δοσιού­πολι καί τό Τίβι­ο, εἰσέβαλε στήν τροπατηνή Μηδία[17] συντρίβοντας τόν προσωπικό στρατό 40.000 ἀνδρῶν τοῦ Πέ­ρση βα­­σι­λέως[18], κατέλαβε τήν Γάζακο, πυρπόλησε τόν μέγα ναό τοῦ Πυρός. Καταδιώκοντας τόν Χοσρόη Β’, κατέλαβε καί τήν Θη­βο­ρμαΐδα καί ἔσβησε τό θεωρούμενο “ἄσβεστο πυρ” τοῦ Ζω­ρο­­ά­στρη, ἐκδικού­με­νος γιά τά ὅσα διεπράχθησαν στά Ἱεροσό­λυμα.[19] Ὁ Χοσρόης Β’ μόλις πού κατάφερε νά διαφύγη…

Ἀκολουθεῖ ἡ συντριβή τριῶν περσικῶν στρατιῶν: Τόν Σαρα­­βλα­γ­γά τόν κατενίκησε καί σκότωσε. Κατόπιν, κατετρόπωσε τό στρά­­τευ­­μα τοῦ Σα­ήν, ὁ ὁποῖος καί τραυ­ματί­σθη­κε. Μετά, στήν περιοχή Τιγρανό­­κερτα, διέλυσε τό στρά­τευμα τοῦ Σαρβαραζᾶ, ὁ ὁποῖος τρά­πη­κε σέ φυ­γή. Τόν Μάρτιο τοῦ 626 στόν ποταμό Σάρο τόν ξανανικᾶ. Σεπτέμβριο τοῦ 627 ὁ Ἡράκλειος ἀρχίζει ξανά τήν προέ­λα­σί του. Ἀκάθεκτος εἰσβάλει στήν Ἀτροπατηνή Μηδία, λε­η­λατή τήν Οὐρμία, διασχίζει τά Κορδυαῖα Ὄρη καί καταφθάνει στήν πεδιάδα τῆς Μεσοποταμίας.

Ὁ Ἡράκλειος ἡγούμενος τῶν στρατευμάτων του (πίνακας τοῦ Χρήστου Γιαννόπουλου)

Στίς 12 Δεκεμβρίου 627, ξεκινοῦ­σε ἡ πο­λύ­ωρη καί ἀπίστευτα σκληρή μά­χη τῆς Νινευί. Ὁ Ἡρά­κλει­ος μονομάχησε προσωπικά μέ τόν στρατηγό Ραζάτη καί τόν σκότω­σε! Σχεδόν ὅλοι οἱ Πέρ­σες ἀξιω­­μα­­τικοί ἔπε­σαν νεκροί, ἐνῶ 4 ἕως 6.000 Πέρσες ἔπεσαν στό πεδίο τῆς μάχης, μέχρι πού ἐτράπησαν σέ ἄτακτη φυγή.

Μετά τήν μάχη συνέχισε τήν προέλασί του πρός τήν πρωτεύουσα τῆς Περσίας, Κτησιφώντα. Ἀρχές Ἰανουαρίου τοῦ 628 κατέλα­βε τήν βασι­λική πρωτεύουσα Δασταγέρδη, ἀπό τήν ὁποία ὁ Χοσρό­ης Β΄μόλις εἶχε προλάβει νά διαφύγη…

Ἀπό ἐκεῖ πρότεινε στόν Χοσρόη εἰρήνη μέ ἐπάνοδο στά σύνορα τοῦ 591. Ὁ Χοσρόης Β’ ἀρνήθηκε, ἀλλά ὁ διάδοχος Καββάδης καί ὁ στρατηγός Γουσδανά­σπας τόν ἐκτέλεσαν καί συνθηκολόγησαν!

ἑλληνοπερσική σύγκρουσις πού εἶχε ξε­κινήσει ἀπό τόν 5ο αἰώνα π.Χ. καί διαρκέσει παραπάνω ἀπό χι­λιετία ἔληγε ὁριστικά. Ὅπως σημειώνει ἡ Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ: «Ἡ περσική νίκη τοῦ Ἡρακλείου φέρνει στήν Ἀνατολή τά σύνορα τοῦ Βυζαντίου, πέρα ἀκόμη καί ἀπό τά ὅρια τοῦ παλαιοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, συνδέ­ο­ντας τή βυζαντινή παράδοση μέ τό ἔργο τοῦ Μεγάλου Ἀλε­ξά­νδρου».[20]

Ὁ πρῶτος Σταυροφόρος

Ὅταν τήν Δευτέρα, 5 Ἀπριλίου τοῦ 622 ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλει­ος ξεκινούσε τήν ἐκστρατεία του κατά τῶν Περσῶν, η τελετή ἔμοιαζε μέ «ἀληθινό σταυροφορικό ξεκίνη­μα».[21] Εἶχε ἤδη λάβει τήν θεία μετάληψι καί ἐνδεδυμένος ὡς ἁπλούς στρα­τιώτης προσευχήθηκε στήν Ἁγία Σοφία. Κατόπιν ἐνώπιον λα­­ού καί Στρατοῦ ὑψώνει τήν εἰκόνα τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ “ἀχει­ρο­­ποιήτου”.

Σχεδόν 8 χρόνια ἀργότερα, ἀρχές τοῦ 630, στήν Ἱεράπολι ὁ Τίμιος Σταυρός πα­ραδόθηκε στόν Ἡράκλειο. Ὁ Αὐτοκράτωρ ἔσπευσε στά ἀπε­λευ­θερω­­μένα Ἱεροσόλυμα μέσα σέ κῦμα ἐνθουσιασμοῦ.

Ἦταν 21 Μαρτίου 630. Ὁ Ἡράκλειος μπροστά στό κατασυ­γκι­νη­μένο πλῆθος καί φορώντας μόνο ἕνα λευκό χιτώνα μετέφερε πε­­ζός στούς ὤμους του τόν Τίμιο Σταυρό καί ἀκολουθούμενος ἅπό τόν Πατριάρχη Μόδεστο καί τόν κλῆρο, τόν ἀποκατέστησε στήν θέσι του ἐπί τοῦ Γογλοθᾶ. Ἐκεῖ εἶναι πού ὁ κλῆρος ἔψαλε τό ἀπολυτίκιο τοῦ Σταυροῦ: «Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν Σου καί εὐλό­γη­σον τήν κληρο­νο­μίαν Σου, νίκας τοῖς βασιλεύσι κατά βαρβάρων δω­ρού­μενος καί τό σόν φυλάττων, διά τοῦ Σταυροῦ Σου, πολίτευμα».

Ὅπως γράφει ὁ G. Ostrogorsky: «Ἡ πανηγυρική αὐτή πράξη συμ­­­βό­λιζε τή νικηφόρα ἔκβαση τοῦ πρώτου μεγάλου θρησκευτι­κοῦ πολέμου τῆς χριστιανοσύνης».[22]

Ὁ Ἡράκλειος ἀποκλήθηκε «Ὁ πρῶτος Σταυροφόρος». Ἡ ἀνα­­στήλωσις τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἐντυπωσίασε ὅλον τόν κό­σμο καί «λό­γω τοῦ ὀνόματός του ὁ πολύς λαός τόν θεωροῦσε ἀπόγονο τοῦ Ἡ­ρα­κλῆ».[23] Ἀπό τούς Φράγκους τῆς Δύσεως μέχρι τούς Ἰνδούς, κα­τέ­­φ­θα­­σαν δῶρα καί συγχαρητήρια.

Ἡ πλήρης ἑλληνοποίησις τοῦ Κράτους

Ἀμέσως μετά τήν τελειωτική νίκη του κατά τῶν Περσῶν, ὁ Η­ρά­­κλειος προχώρησε σέ μεταρρυθμίσεις τοῦ ἀπέβλεπαν στήν ὁρι­­στική καί πλήρη ἑλληνοποίησι τῆς Αὐτοκρατορίας.

Τό ἔτος 627 (ἤ 629) ἡ ἑλληνική ἔγινε ἡ ἐπίσημη γλῶσσα τοῦ Κρά­τους. Παράλληλα, τό 629 οἱ λατινικοί τίτλοι “Flavius”, “Imperator”, “Caesar” καί “Augustus” (Φλάβιος, Αὐτοκράτωρ, Καίσαρ καί Αὔ­γου­­­­στος), ἀντικαθίστανται ἀπό τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό τίτλο «Βασι­λεύς» μέ τήν προσθήκη «πιστός ἐν Χρι­στῷ». Ὅπως γράφει ὁ Va­si­liev, ὁ τίτλος Βασιλεύς ἦταν «συνήθης στά μέρη ἐκεῖνα τῆς Αὐ­το­κρα­τορίας, ὅπου ὠμιλεῖτο ἡ Ἑλληνική».[24] Τό ὅτι ὁ τίτλος “Βασι­λεύς” δέν υἱοθετήθηκε γιά ἄλλο σκοπό πα­­ρά στά πλαίσια κα­θο­λικοῦ ἐξελληνισμοῦ τοῦ Κρά­τους ἀποδει­κνύ­­εται ἀ­πό τό ὅτι ἔγινε ταυτόχρονα μέ τήν ἐπισημο­ποί­η­σι τῆς ἑλλη­νικῆς γλώσσας καί τήν ἀλλαγή ὅλων τῶν κρατικῶν τί­τλων ἀ­πό τά λατινικά στά ἑλληνικά.

Ὑπῆρξε ἐκεῖνος πού μετέτρεψε τήν Αὐτοκρατορία ἀπό ἑλληνιστική - ἑλληνο­ρωμαϊκή σέ καθαρά Ἑλληνική. Κατά τήν Αἰκ. Χρι­στο­φι­λοπούλου «…ἐπί Ἡρακλείου συνειδητοποιεῖται ἡ ἑλλη­νι­κό­της τοῦ κράτους».[25]

Ἐξηγεῖ ὁ Karl Krum­bacher: «…μετά τήν πλή­­ρη ἐξελ­λή­νισιν τοῦ ἀνα­τολικοῦ κράτους, “Ρωμαῖος” ἐσήμαινε τόν ἑλληνιστί λα­λού­ντα πολίτην του, ἐν τέλει δέ τόν Ἕλληνα».[26] Καί συμπληρώνει ὁ Charles Diehl: «Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἡ μοναρχία εἶχε βρεῖ τά δύο ἰσχυρά στη­ρί­­γματα πού ἐξα­σφάλισαν τήν ὕπαρξή της καί τῆς ἔδωσαν τόν χαρακτήρα της ἐπί αἰῶνες: τόν ἑλληνισμό καί τήν ὀρθοδο­ξία».[27]

Ὁ Ἡράκλειος καί πίσω του ὁ Τίμιος Σταυρός (http://stin-e-taxi.blogspot.com/2012/01/blog-post_3244.html)

Μία ἀκόμη ἐνέργεια πού καταδεικνύει τήν στροφή τοῦ Ἡρα­κλείου πρός τήν ἑλληνοποίησι σέ ὅλους τους τομεῖς, ἀπο­τελεῖ ἡ πρό­σκλησις τοῦ πανεπιστήμονος Στεφάνου Ἀλεξαν­δρέ­ως[28] ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀνέλαβε "Οἰ­κουμενικός Δι­δά­σκα­­λος" μέ σκοπό νά ἀνα­διο­ρ­γα­­νώση σέ καθαρά ἑλληνικά πρότυπα τήν ἀνω­τάτη παι­δεί­α στό “Πα­ν­δι­δακτήριον”, ὅπου δίδαξε Πλά­τωνα, Ἀρι­στο­­τέ­λη καί τά μα­θή­­μα­τα τῆς “τε­τ­ρά­κτυος”: Γεωμε­τρία, Ἀρι­θμη­­τι­κή, Ἀσ­τρο­νομία καί Μου­­σική.

Δυστυχῶς, τά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του ἡ καταπόνησις ἀπό τίς ἐκστρατεῖες διετάραξε τήν σωματική καί ψυχι­κή τοῦ ὑγεία.[29] Ἔτσι δέν μπόρεσε νά ἡγηθῆ καί πάλι ὁ ἴδιος καί νά ἐμπο­δίση τήν ἀραβική κατάκτησι τῶν ἐδαφῶν πού εἶχε ἀπελευθερώ­σει. Μέ τίς στρατηγικές ἱκανότητές του, πιθα­νό­τατα τά γεγονότα νά εἶχαν ἄλλη κατάληξι. Ἦταν ὅμως πλέ­ον κατα­πο­νημένος καί γηρασμένος.

Ἀκόμη καί αὐτό ὅμως -ἄθελά του- λειτούργησε θετικά γιά τήν ἀπόλυτη ἑλληνοποίησι τοῦ Κράτους πού ἐπεδίωξε: Ἡ ἀραβική κατάκτησις Συρίας, Παλαιστίνης καί Αἰ­γύ­πτου, σή­­­μανε τό τέλος τῆς ἑλληνιστικῆς Ἀνα­το­­λῆς. Ἀλ­­λά παρά­λλη­λα, ἡ Αὐτοκρατορία συσπειρώθηκε στίς παραδοσιακές κοιτί­δες τοῦ Ἑλληνισμοῦ: τήν Μικρά Ἀσία, τήν Ἑλληνική Χερσόνη­σο καί τήν νότιο Ἰταλία. Ὁ Vasiliev γράφει: «Ἐδαφικῶς περιορισμένη ἡ Βυζαντινή Αὐ­­­­­­τοκρατο­ρί­α ἔγινε ἕνα Κράτος μέ ἑλληνικό πληθυ­σμό, κυρίως, ἄν ὄχι πλή­ρως…».[30]

“Πλούταρχε σιγά τούς παραλλήλους γρά­φων…”

Ὁ Ἡράκλειος πέθανε στίς 11 Φεβρουα­ρίου τοῦ 641.

Ἡ ἐποχή του ἐγκαι­νίασε τόν ὁριστικό μετασχηματισμό τοῦ Κράτους, ἀ­φοῦ, ὅπως παραδέχεται ὁ σοβιετικός Μ. Levtchenko: «τό Βυζάντιο ἔχα­­σε τό χαρακτήρα τῆς παγκόσμιας αὐτοκρατορίας καί πῆρε τήν μορ­φή ἑνός Ἀνατολικοῦ Ἑλλη­νικοῦ Κράτους».[31]

Δέν ὑπῆρξε ἁπλῶς ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους Αὐτοκράτορες τῆς “Βυζαντινῆς” Αὐτοκρατορίας. Χαρακτηρίζεται ὡς «Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος τοῦ Βυζα­ντίου». Διότι ὅπως ὁ Ἀλέξανδρος συνέτριψε τό πρῶτο ὀργανωμένο Περσικό Κράτος τῶν Ἀχαιμενιδῶν, ἔτσι ὁ Ἡρά­κλειος συνέτριψε τό δεύτερο Περσικό Κράτος τῶν Σασσανιδῶν. Ὁ Ρῶσος ἱστορικός Θ. Οὐσπένσκι συνέκρινε τίς ἐκστρατεῖες τοῦ Ἡρα­κλεί­ου μέ ἐκεῖνες τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου.[32] Κατά τόν Ernest Stein ὑπῆρξε ὁ κορυφαῖος τῶν Αὐτοκρατό­ρων.[33]

Ὁ Ἡράκλειος συγκαταλέγεται στούς μέγι­στους Στρατη­γούς τῆς Ἱστορίας. Ἀπί­στευτα ἀνδρεῖος, πάντοτε πολεμώντας στήν πρώ­­τη γραμμή ἔδινε τό παράδειγμα καί ἐνέπνεε τήν ἀγάπη καί τόν ἐνθου­σια­σμό τῶν ἀνδρῶν του. Κατά τόν Κ. Ἄμαντο «ἀπε­δεί­χθη ὁ τολμηρότερος ἀλλά καί ὁ περισσότερον μελετημένος στρατη­γός τοῦ Βυζαντίου».[34] Ἐφήρμοσε τήν τακτική τοῦ κε­ραυ­νοβόλου πο­­­λέ­μου, τῶν αἰφνιδιαστικῶν ἑλιγμῶν, τῆς διει­σδύσεως στά με­­τό­πισθεν τοῦ ἐχθροῦ καί τῆς ἀποκοπῆς τῶν βά­σε­ών του.

Κα­τά τήν Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου ἦταν «ἀποφα­σι­στι­κός, θαρ­ρα­­λέος, ἰδιοφυής στρατιωτικός καί μέ ὀργανωτικάς ἱκα­νότητας πο­λιτικάς. Αἱ ἐνέργειαί του δεικνύουν ὀρθήν ἐκτίμησιν τῆς ἑκάστο­τε πολιτικῆς καταστάσεως, μετριοπάθειαν, ροπήν πρός καινοτο­μί­ας ἀλλά καί καλήν προετοιμασίαν τῶν σχεδιαζομένων».[35] Ὁ Louis Bre­hier τόν χαρακτήρισε τόν μέγιστο στρατηγό μετά τόν Τραϊ­α­νό.[36]

Χάρτης μέ τήν πορεία τῶν ἐκστρατειῶν τοῦ Αὐτοκράτορος Ἡρακλείου κατά τῶν Περσῶν

Ὡς ἄνθρωπος ἦταν κατά τόν Ἀνδρέα Στράτο «ἐξαιρετικά γεν­ναιόφρων καί ἀνθρωπι­στής μέ μεγάλη εὐαισθησία ψυχῆς».[37] Ὁ Ἡράκλειος ὑπῆρξε ἕνας πολύ εὐσεβής ἡγέτης, ἀπόλυτα πιστός στήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά χωρίς ἴχνος μισαλλοδοξίας. Ἀπό τίς πρῶτες ἐνέργειές του ὅταν ἀνέλαβε τήν ἐξουσία, ἦταν νά ἀπα­γο­ρεύση ὅλους τούς διωγμούς γιά δογματικά ζητήματα. Μετά τίς νικηφόρες ἐκστρατεῖες του, ὁ Βασιλεύς συζήτησε μέ τόν Πατριάρχη Σέργιο Α’ τήν ἀνεύρεσι ἑνός γενικά ἀπό­δε­κτού σχήματος συμβιβασμοῦ ὀρθοδοξίας καί μονοφυσιτι­­σμοῦ. Ὁ Πατριάρχης Σέργιος τό 638 τήν «Ἔκθεσιν», μέ τήν ὁποία διετύπωνε τόν “μονοθελητισμό”. Ἡ καλοπροαίρετη συμβιβαστική ἀπό­πει­ρα δέν προ­λάβαινε νά πετύχη, ἀφοῦ ἄρχιζε ἤδη ἡ ἀραβοϊσλα­μι­κή πλημ­­μυ­ρίδα.

Διέθετε μεγάλη μόρ­φω­σι καί συ­νέ­γραψε πολλές μελέτες. Μερικοί τίτλοι τους εἶναι: «Σύνταγμα Ἡρακλείου του βα­σιλέ­ως ἐκ τῆς ἀστρώας κινήσεως», «Βροντολόγιον ἀποτελεσματι­κόν», «Ἡρακ­λεί­ου αὐτο­κρά­­τορος περί Χημείας», «ΙΙ κεφάλαια περί χρυσοποι­εί­ας» κ.ἄ.

Ὑπῆρξε βαθύτατα εὐσεβῆς καί ἤθελε νά στηρίξη τήν βα­σιλεία στήν ἀγά­­πη τοῦ λαοῦ καί ὄχι στόν φόβο, ἀντιτιθέμενος ἔτσι στήν ἀνα­το­­λίτικη δεσποτική νοοτροπία: «Ἐμοί μέν ὑμᾶς ὡς ἀδελφούς ἡ σχέσις καί τῆς βασιλείας ὁ τρόπος συνή­ρμοσεν. Ἐξουσίαν γάρ οὐ τοσοῦτον ἐν φόβῳ ὅσον προλάμπειν ἐν πόθῳ θεσπίζομεν». [38]

Ὁ Κωνσταντῖνος Ζ’ Πορ­φυ­ρογέν­νη­τος τόν χαρακτήρισε «μέγα» καί ὁ Μιχαήλ Ψελλός «θαυμά­σιον». Ὁ Μιχαήλ Χωνιάτης ἔγραφε στόν Αὐτοκράτορα Θεόδωρο Α’ Λάσκαρι «οὐδένα τῶν βασιλέων τῶν ἐπί τῆς Πόλεως βασιλευσάντων ἰσοστάσιον σοί νομίζω, ἀλλ’ ἐν μέν νεωτέροις τόν μέγαν Βασίλειον τόν Βουλγαροκτόνον, ἐν δέ τοῖς ἀρχαιοτέροις τόν γενναῖον Ἡράκλειον. Οὗτοι γάρ μόνοι μέχρι μακροῦ τοῖς πολεμίους κατηγωνίσαντο καί τά μέγιστα τῶν ἐθνῶν δουλωσάμενοι ἀήττητοι διαμεμενήκασι»

Ἀπετέλεσε καί γιά τήν Δύσι τό πρό­τυπο τοῦ μεσαι­ω­νικοῦ Ἱππότου. Ὅπως χαρακτηριστικά γράφει ὁ Ἀν­δρέ­ας Στρά­τος: «Ἡ ἐπική ποίηση τῶν Γάλ­λων θά ἀναπτύξει σέ φανταστικές διαστάσεις τόν ὡραῖο τύπο τοῦ ἱππότη, τοῦ δυ­να­τοῦ, τοῦ χριστια­νοῦ, τοῦ “Era­cles”».[39]

Ὁ Γεώργιος Πισίδης, στήν γεμάτη ἀρχαῖες ἀναμνήσεις «Ἡρα­κλειά­δα» του, ἔγραψε γιά τόν Αὐ­το­κράτορα:

«Πού νῦν Ἀπελλῆς, πού λαλῶν Δημοσθένης,

ὅπως ὁ μέν σω­μα­τώσας τούς πόνους,

ὁ δ’ αὖ τά νεῦρα τῶν λογισμῶν ἀρμόσας,

ἔμπνουν ἀνα­στήσωσι τήν σήν εἰκόνα;…

Πλούταρχε σιγά τούς παραλλήλους γρά­φων.

Τί πολλά κάμνεις καί στρατηγούς συλλέγεις;

Τόν δεσπότην ἔκφραζε καί γράφεις ὅλους…».

Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθήνα. Τηλ. 2106440021)

ΥΠΟΣΗΜEΙΩΣΕΙΣ: 

[1] Σπ. Λάμπρου «Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος», Τόμος Γ’ σελ. 668.

[2] «Βυζαντινός Πολιτισμός» σελ. 45.

[3] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 306.

[4] Βλπ. Ἰωάννου Νικίου «Παγκόσμιον Χρονικόν» καί Κωνσταντίνου Μα­νασσῆ «Σύνοψις Ἱστοριῶν».

[5] Βλπ. Κ. Παπαρρηγοπούλου «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», βιβλίο ἔνατο, σελ. 265, Π. Καρολίδου «Ὁ Αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος» σελ. 8 - 9 καί Η. Λάσκαρη «Βυζαντινοί Αὐτοκράτορες» τόμος Α’, σελ. 84, 181.

[6] Βλπ. Παύλου Καρολίδου «Καππαδοκικά, ἤτοι πραγματεία ἱστορική και αρχαιολογική περί Καππαδοκίας», Τόμος Α’, σελ. 346 - 354. Μήν ξεχνάμε ἐξ’ ἄλλου ὅτι ἀπό τήν Καππαδοκία κατήγοντο οἱ μεγάλοι Ἕλληνες Πα­τέρες ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος Ναζιανζηνός καί ὁ Γρηγό­ριος Νύσσης καί οὐδείς ἀμφισβητεῖ τήν ἑλληνική καταγωγή τους.

[7] Οἱ ἱστορικοί τῆς ἐποχῆς εἶχαν συχνά τήν τάσι νά ἀναγάγουν τήν κα­ταγωγή τῶν βασιλέων σέ βασιλικούς οἴκους, γιά νά ἐξάρουν τό κῦρος τους.

[8] M. Whitby «The History of Theophylact Simocatta», σελ. 91-92, 106, 107, Oxford: Claredon Press.

[9] «Ἡ καταγωγή τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατόρων», σελ. 43. Ὁ ἴδιος ἐξηγεῖ: «Ἀκόμα, κι ἄν ὑποθέσουμε πώς ἡ οἰκογένεια εἶχε ἐξελληνι­στεῖ πλήρως, αὐ­τό δέν ἀπαγορεύει τήν ὕπαρξη ἑνός ἀρμενικοῦ ὀνόματος, ἀκό­μα καί μέ ἑλληνική παραφθορά, ἀλλά κάτι τέτοιο δέν συμβαίνει. Ἀντι­θέ­τως, τά ὀνό­ματα τῶν Ἀρσακιδῶν καί τῶν Ἀρμενίων βασιλέων τοῦ 6ου - 8ου αἰ. εἶναι τέ-λεί­­­ως διαφορετικά, ὅπως γιά παράδειγμα, Χοσρόφ, Τιγρά­νης, Ἀρσάκης, Βα­­­ρασδάτης, Ἀρταξίας, Σουνέν, Βαράζ, Σμπάτ, Σαχραπλα­κᾶν, Ἄσωτ, Σα­ράκ, Μουσέλ, Ταχάτ».

[10] Βλπ. καί C. Cawley «Byzantium 395 – 1057, Family of Empe­ror Heracleios 610 - 711» Medieval Lands Project. Foundation for Medieval Ge­nealogy.

[11] P. Charanis «Ethnic Changes in the Byzantine Empire in the Seventh Centu­ry», Dumbarton Oaks Papers, Dumbarton Oaks, 13: 23 - 44. Ἄλλωστε εἶναι γνωστό ὅτι οἱ βυζαντινοί εἶχαν μία γενικότερη δυσπιστία ἔναντι τῶν Ἀρμενίων, συνεπῶς ὅλοι οἱ ἱστορικοί καί χρονικογράφοι φρόντιζαν νά ἀνα­φέρουν ἐάν κάποιος -καί ἰδίως Αὐτοκράτωρ- ἦταν ἀρμενικῆς κατα­γω­γῆς.

[12] 1.714.

[13] Οἱ Ἀρμένιοι καί γενικότερα ὁ ἀρμενοειδής τύπος εἶναι ἐλαφρά μελαμ­ψοί στό δέρμα, μέ μαῦρα ἕως καστανά μάτια καί μαλλιά, βραχύ κε­φάλι καί γαμψή μύτη.

[14] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» σελ. 275.

[15] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 248.

[16] Ἐμμανουήλ Καρακώστα «Ἡ καταγωγή τῶν Βυζαντινῶν Αὐτοκρατό­ρων» σελ. 44.

[17] Πρόκειται γιά τό σημερινό Ἀζερμπαϊτζᾶν.

[18] Ὁ Πέρσης στρατηγός τῶν προφυλακῶν τῆς πόλεως ἔπεσε καί ὁ ἴδιος νεκρός στό πεδίο τῆς μά­χης.

[19] Ἡ πόλις αὐτή ἐθεωρεῖτο ἡ γενέτειρα τοῦ Ζωροάστρη.

[20] «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο», Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλλη­νι­κοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 26.

[21] Ι. Καραγιαννοπούλου «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 128.

[22] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους», Τόμος πρῶτος σελ. 170.

[23] Ἑλ. Γλύκατζη - Ἀρβελέρ «Γιατί τό Βυζάντιο» σελ. 30.

[24] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 255.

[25] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 250.

[26] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας»

[27] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 33.

[28] Ὁ Στέφανος (580 - 642) ἦταν μᾶλλον Ἀθηναῖος, ἀλλά δίδασκε στήν Ἀλε­ξάνδρεια καί ἦταν φιλόσοφος, μαθημα­τικός, ἀστρονόμος, ἰατρός καί πιθανῶς ἀλχημιστής. Εἶναι ὁ τελευταῖος Ἀλεξανδρινός φιλόσοφος πρίν τήν ἀραβική κατάκτησι.

[29] Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι αὐτός ὁ γενναῖος ἄνδρας, ἄρχισε ξαφνικά νά φο­βᾶται τό νερό καί κατά τήν ἐπιστροφή του, κατασκευάσθηκε εἰδι­κή γέ­φυ­ρα γιά νά περάση ἀπό τήν Ἱέρεια στήν Κωνσταντινούπολι.

[30] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος πρῶτος σελ. 271 - 272.

[31] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» σελ. 165 (Ἐκδό­σεις Πολικός, 1955)

[32] Στό ἔργο του «Ἱστορία τῆς Βυ­ζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» (Τόμος Ι σελ. 684).

[33] «Introduction a l'histoire et aux institutions byzantines», σελ. 103.

[34] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 289.

[35] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 14.

[36] «Vie et mort de Byzance», σελ. 50.

[37] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 227.

[38] Γ. Πισίδη Exp. Pers. II 88-119.

[39] «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 243.

 

Ε.ΠΟ.Κ.