"τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ' αχρείων νομίζομεν" - ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΕΙ ΜΕΡΟΣ ΣΤΑ ΚΟΙΝΑ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΕΙΝΟΣ ΑΘΛΙΟΣ ΑΧΡΗΣΤΟΣ .........(ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ Β'40 .ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ)...................... «παρά δύναμιν τολμηταί και παρά γνώμην κινδυνευταί και εν τοις δεινοίς ευέλπιδες» (Θουκυδίδου, Ιστορίαι, Α’ 70)
Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΕΤΑΞΑ ΣΤΙΣ 29 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1941 ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ ΠΟΥ ΕΜΕΙΝΑΝ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ...
Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021
ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΟ ΚΤΙΣΙΜΟ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΥΣ
Οι εκλογές έγιναν, στέλνοντας μηνύματα, που άλλοι τα έπιασαν και άλλοι όχι. Η κυβέρνηση μίλησε για πολιτικό πολιτισμό, (ειλικρινά δεν κατάλαβα τον όρο, πιο σωστό κατά την γνώμη μου θα ήταν να μιλήσει για ευπρεπή η για πολιτισμένη προεκλογική εκστρατεία). Μίλησε για σεβασμό της δημοκρατίας, την οποία όμως οι ίδια πολλάκις δεν σεβάσθηκε!
Η ΥΠΟΤΙΘΕΜΕΝΗ «ΑΠΟΡΡΗΤΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ»
ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΛΓΟΡΙΘΜΩΝ η ΨΗΦΙΑΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ
Ο φόβος μίας "ψηφιακής δικτατορίας"
Τον Ιανουάριο του 2020, στο ετήσιο διεθνές οικονομικό συνέδριο του Νταβός, ο Ισραηλινός ιστορικός και φιλόσοφος, Yuval Noah Harari, γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό από βιβλία του όπως το "Homo Deus", προειδοποίησε για έναν κόσμο, όπου οι αλγόριθμοι θα αναλύουν τη βιολογία μας και τη συμπεριφορά, λέγοντας ότι κάποιες χώρες, μπορεί να χρησιμοποιούν την τεχνητή νοημοσύνη για να αναλύουν όλη μας τη ζωή.
Ονόμασε ως «αποικιοκρατία προσωπικών δεδομένων» και ως «ψηφιακές δικτατορίες» έναν κόσμο, όπου κάποιος θα μπορεί να φυλακίζεται, εάν τα βιολογικά του δεδομένα δείξουν ότι δεν είναι αρκετά αφοσιωμένος στο καθεστώς. Είπε ότι με τις νέες τεχνολογίες οι άνθρωποι μετατρέπονται σε «ζώα που μπορούν να χακαριστούν» και κάλεσε τις ΗΠΑ και την Κίνα να αποτρέψουν τη διαφαινόμενη σύγκλιση των τεχνολογιών της Τεχνητής Νοημοσύνης, της Βιομετρικής και της Αυτόματης Παρακολούθησης, πριν να είναι πολύ αργά.
ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΥΠΟΓΡΑΨΑΜΕ. ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΝΟΡΕΥΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ ΣΚΟΠΙΑ
Του Δημητρίου Νατσιού
Δασκάλου-Κιλκίς
Έχω ενώπιόν μου το βιβλίο Γεωγραφίας της Έ Δημοτικού, τάξη στην οποία φέτος είμαι δάσκαλος. Το εγχειρίδιο τιτλοφορείται «Γεωγραφία» και υπότιτλος «Μαθαίνω την Ελλάδα». (Το σωστότερο θα ήταν «Μαθαίνω από την Ελλάδα», αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους συγγραφείς του). Το βιβλίο επανεκδόθηκε το 2020. Όμως την φετινή σχολική χρονιά, μας ήρθε πολύ διαφορετικό, αγνώριστο, μασκαρεμένο. Περιέχει μια «καινοτομία», μια λεπτομέρεια που όσοι παραμένουν ακόμη Έλληνες, διατηρούν άγρυπνη την ιθαγένεια και έχουν ανοιχτά τα μάτια της ψυχής τους, αισθάνονται θλίψη, οδύνη και σπαραγμό. Πολύ περισσότερο όσοι δάσκαλοι αντικρίζουμε την μαγαρισιά, την μεγαλύτερη προδοσία από καταβολής του ελληνικού έθνους. Σε όλους τους χάρτες της πατρίδας μας- 20 περίπου- που φιλοξενούνται στο «σχολικό βιβλίο», τα Σκόπια πλέον ονομάζονται «Βόρεια Μακεδονία». Να καμαρώνει, για παράδειγμα, στην σελίδα 112, χάρτης με τα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδος, και να «καπνίζουν τα μάτια σου» από οργή, να ματώνει η καρδιά σου, βλέποντας πάνω από την Μακεδονία μας, «να καμαρώνει» το βδέλυγμα της ιστορίας: «Βόρεια Μακεδονία».
Είναι ένα άλλος ξεριζωμός. Διαφορετικός, αλλά το ίδιο επώδυνος και εγκληματικός. Ένα σιωπηλό ξερίζωμα. Δεν είναι αυτός ο χάρτης της πατρίδας μας. Όχι. Είναι το χαρτί της προδοσίας και της ανικανότητας της συφοριασμένης πολιτικής κάστας, που λυμαίνεται τον τόπο μας εδώ και δεκαετίες. Ο χάρτης αυτός δεν απεικονίζει την Ελλάδα, όπως μας την παρέδωσαν με της καρδιάς τους το πύρωμα και με το αίμα τους, οι άχραντες σκιές των προγόνων μας. Ο χάρτης περιγράφει και αποτυπώνει την πλήρη πανωλεθρία των πολιτικών και την κατάπτωση της πατρίδας. Όχι το πέσιμό της, αλλά τον ξεπεσμό της. Αχνίζει ακόμη το αίμα των Μακεδονομάχων, από τον γέρο Όλυμπο ως το Μπέλλες, και ακούγεται ο αντρειωμένος ψίθυρος, η φωνή της Παύλαινας, της Ναταλίας Παύλου Μελά, που όταν την ρώτησαν, αν επιθυμεί να πάρει τα οστά του αετού της Μακεδονίας στην Αθήνα, είπε αγέρωχα: «Όχι. Ο άντρας μου θυσιάστηκε για την Μακεδονία. Εδώ σκοτώθηκε και τούτη η γη, ας κρατήσει τα οστά του σαν αρραβώνα μυστικό και άγιο με την λευτεριά». Δεν ήθελε να πάνε τα ηρωικά λείψανα στην Αθήνα, «την πόλη της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών» (Παπαδιαμάντης). Τα οστά του Παύλου «καρτερούν» στο μνήμα τους, για να ελέγχουν τους προδότες και να υπενθυμίζουν σε όλους μας ότι «ό,τι κερδήθηκε με αίμα δεν μπορεί να ξεπουληθεί με το μελάνι μιας υπογραφής».
Και η πρώτη αντίσταση στην προδοσία να ξεκινήσει από τις σχολικές αίθουσες. Μέχρι πέρυσι οι δάσκαλοι διδάσκαμε μία Μακεδονία. Την ξακουστή του Αλεξάνδρου χώρα. Τώρα πώς δάσκαλοι με στοιχειώδη πνευματική και παιδαγωγική εντιμότητα, θα σταθούν μπροστά στους μαθητές τους και θα υποστηρίξουν το ανοσιούργημα; Τι θα τους πουν; Ότι τόσα χρόνια έκαναν λάθος. Ότι τους έλεγαν ψέματα; Ντροπή να ντροπιαστούμε. Θα τους τοξεύουν αλύπητα τα βλέμματα των μαθητών του. Το βλέμμα της ιστορίας, των νεκρών και των αγέννητων. Έχει γραφεί πολύ εύστοχα πως η ιστορία εξ ορισμού είναι μια συμφωνία μεταξύ των νεκρών, των ζώντων και των αγέννητων. Και αφού είναι τριμερής η συμφωνία, δεν μπορεί να αλλάξει εν απουσία των άλλων δύο μερών: των νεκρών και των αγέννητων. Κανείς δάσκαλος, φιλότιμος και φιλόπατρις, δεν πρέπει να διδάξει την προδοσία. Καταντά συνένοχος.
Το κατ΄ εμέ, είπα από την αρχή τους μαθητές μου, να σβήσουν την ατιμωτική καινοτομία και να γράψουν το πραγματικό όνομα των κλεπταποδόχων: Σκόπια. «Πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» λέει κάπου η Αγία Γραφή. Την ίδια υπακοή οφείλουμε και στην πατρίδα. Σ’ αυτήν πειθαρχούμε και όχι στα εντάλματα της εφήμερης απάτης.
Θυμήθηκα κάτι από την ιστορία μας. Το 1789 λήγει ο ρωσοτουρκικός πόλεμος. Ο θρυλικός Λάμπρος Κατσώνης, όταν του ζητήθηκε από τους Ρώσους να σταματήσει τις επιθέσεις, γιατί υπογράφτηκε ανακωχή, απάντησε αγέρωχα. « Αν η Αικατερίνη υπέγραψε ειρήνη με τους Τούρκους, εγώ δεν υπέγραψα ακόμη την δική μου» και συνέχισε τον αγώνα…. Ο λαός, ο πολύς λαός, δεν υπέγραψε ούτε στις Πρέσπες ούτε σε κανένα κοινοβούλιο την παραχώρηση του εθνικού μας ονόματος. Γι’ αυτό θα συνεχίσουμε τον αγώνα μέχρι τελικής νίκης.
Οι Βούλγαροι, τον περασμένο Νοέμβριο, έκλεισαν την πόρτα της λεγόμενης Ευρωπαϊκής Ένωσης στα Σκόπια. Χλώμιασαν λίγο, μυξοδιαμαρτυρήθηκαν οι… Ευρωπαίγοι, δηλαδή οι Γερμανοί και… έσπευσε ο Ζάεφ στην Ελλάδα για παρηγοριά, στους αφοσιωμένους φίλους του: τον πρώην και νυν πρωθυπουργούς. Οι Βούλγαροι αντιστάθηκαν σθεναρώς, εδραζόμενοι και αυτοί πάνω σε ψεύδη και παραποιήσεις της ιστορίας και κέρδισαν. Εδώ, οι ημέτεροι, σέρνονται από διάλογο σε διάλογο, επαφές και διαβουλεύσεις και τρέμουμε και αγωνιούμε τι πάλι θα ξεπουλήσουν, τι πλεκτάνες, μυθεύματα και παραχαράξεις απεργάζονται, για να διατηρήσουν τον «χρυσό θερισμό», την πολύφερνη εξουσία, όπως την ονόμαζε ο Πλούταρχος.
Πότε θα καταλάβουμε ότι οι κατ’ ευφημισμόν Μεγάλες Δυνάμεις κρίνουν και συναγάγουν συμπεράσματα για την αξία των μικρών κρατών όχι με την ετοιμότητα υποκλίσεων και το πνεύμα υποταγής τους, αλλά με την αποφασιστικότητά τους να υπερασπιστούν, πάση θυσία, την εθνική τους αξιοπρέπεια και ακεραιότητα.
Οι πολιτικοί χρησιμοποιούν την τακτική του «βασιλικού κύνα», όπως ονομαζόταν ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος. Αυτός ήταν ευνοούμενος του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου-γι’ αυτό τον αποκαλούσαν «βασιλικό κύνα», δηλαδή σκυλί του βασιλιά. Ζήτησε κάποτε από τον ηγεμόνα ένα ρουσφέτι. Και επειδή δεν βρήκε ανταπόκριση έπεσε στα πόδια του και τον θερμοπαρακαλούσε. Έτσι έπραττε πάντα, όταν ζητούσε κάτι από τον αφέντη του. Κάποια φορά κέρδισε την χαριστική πράξη, μα όλοι τον λοιδορούσαν για την δουλοπρεπή συμπεριφορά του. Και ο φιλόσοφος απάντησε: «Ουκ εγώ αίτιος αλλά ο Διονύσιος ο εν τοις ποσί τας ακοάς έχων», δηλαδή, δεν φταίω εγώ, αλλά ο Διονύσιος που έχει τα αυτιά του στα πόδια. Κάποτε που τον έφτυσε ο τύραννος, είπε: «Εδώ οι ψαράδες γίνονται μούσκεμα για ένα ψάρι, εγώ τι θα πάθω αν ραντισθώ λίγο για κάτι πολύ μεγαλύτερο». Είμαστε στην δεύτερη περίπτωση του «βασιλικού κύνα». Eκλιπαρούμε για «επαφές»- τα ίδια γίνονται και στην Κύπρο-και εισπράττουμε ταπεινώσεις και προδοσίες, που στα πλαίσια της εκλογίκευσης, βαφτίζονται εθνικές επιτυχίες. Όσο θα μας κυβερνούν άνθρωποι που θα νομίζουν ότι οι δήθεν ισχυροί έχουν τα αυτιά στα πόδια, θα συνεχίζονται οι απανωτές ήττες και οι συνεχείς εξευτελισμοί
ΑΛΑΛΟΙ ΟΙ ΣΥΚΟΦΑΝΤΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ!
Τι και αν τήρησαν τα μέτρα όσο ελάχιστοι. Ασφαλώς υπήρχαν και εξαιρέσεις. Τις οποίες όλοι «φωτογράφιζαν». Η βλακεία, η υπεροψία ή η αφέλεια κάποιων μητροπολιτών και απλών κληρικών παρουσιάστηκε ως ο κανόνας. Φυσικά δεν ήταν έτσι.
Η διοικούσα Εκκλησία έδωσε εντολές, ήταν σαφής και όλοι ακολούθησαν το μέτρο για μία πρωτόγνωρη κατάσταση. Η ίδια η Εκκλησία εξάλλου αιφνιδιάστηκε και προσπάθησε να χειριστεί με τρόπο την κρίση από τη μία και την επίθεση που δεχόταν από την άλλη για τον πυρήνα της πίστης: τη θεία κοινωνία.
Μόνο ο απλός κόσμος, ακόμη και αυτός που βρίσκεται μακριά από την Εκκλησία, ήταν υποψιασμένος πως η εμμονή αυτή να είναι κλειστοί οι ναοί, πως είναι η ρίζα του κακού του Covid στην Ελλάδα, είναι ένα σχέδιο «αποψίλωσής» της και για να την «κοντύνουν».
Όπως ήθελαν στα μέσα της δεκαετίας του 2000 να κοντύνουν την Εκκλησία του Χριστόδουλου. Τότε που για όλα τα μελανά σημεία της Εκκλησίας έφταιγε εκείνος. Έτσι και σήμερα, ράσο και ναοί πρέπει να σφαλιστούν. Στόματα και θύρες. Να μην έχουν άποψη και κρίση ούτε να είναι το καταφύγιο προσευχής και ψυχικής ανάπαυσης.
Η εμμονή πολλών να μην ανοίξουν τα Θεοφάνια οι ναοί ήταν πρωτόγνωρη. Δήλωναν παραπάνω από βέβαιοι ότι «θα έρθει η καταστροφή», «θα το πληρώσουμε ακριβά με πολλούς νεκρούς», «θα υπάρξει πρωτόγνωρη κρίση από την αλαζονεία των δεσποτάδων που αγνοούν τους νόμους και τους κανόνες» και ότι «θα δείτε τα αποτελέσματα των Θεοφανίων». Έβαζαν και τηλεοπτικά πλάνα από πέρυσι, φωτογραφίες από πρόπερσι για να «αποδείξουν» τη ζημιά.
Ειδικοί και διαδικτυακοί αρθρογράφοι που εμμονικά καθύβριζαν την Εκκλησία. Πρόσωπα που δεν έβγαλαν κουβέντα για τον συνωστισμό στις παραλίες της Θεσσαλονίκης. Δεν βγήκαν να κατηγορήσουν και να ξεσηκώσουν σε αντίσταση για τη λαοθάλασσα στον πεζόδρομο της Ερμού, όπου χιλιάδες άτομα ξεχύθηκαν για ένα ζευγάρι παπούτσια και ένα μακό μπλουζάκι. Άλλο αυτό.
Και τελικά; Πέρασαν δεκατέσσερις ημέρες από τα Θεοφάνια. Όσο διάστημα υποστηρίζουν οι επιστήμονες ότι «χρειάζεται για να φανεί το κακό». Τελικά, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΟΔΥ, όταν τα Θεοφάνια τα ημερήσια κρούσματα ξεπερνούσαν τα 600, αμέσως μετά άρχισε μια τεράστια μείωση. Όποιος δει το διάγραμμα των κρουσμάτων βλέπει τι έγινε μετά τα Θεοφάνια και για τις επόμενες δύο εβδομάδες. Κάτω από 550, μετά κάτω από 500 και μετά λίγο πάνω από 400…
Υπάρχουν ερμηνείες για την πτώση των ημερήσιων κρουσμάτων. Βοήθησε ο Θεός, λένε πολλοί κληρικοί. Όμως αυτό οι «ειδικοί» δεν το πιστεύουν. Ή κλήρος και λαός τελικά ήταν προσεκτικοί τα Θεοφάνια και κακώς λοιδορήθηκαν τόσο σκαιά και εμμονικά. Σε κάθε περίπτωση, οφείλουν όλοι όσοι επιτέθηκαν στην Εκκλησία να ζητήσουν μία συγγνώμη.
Το πιθανότερο βέβαια είναι να μασήσουν τα λόγια τους ως την επόμενη φορά που θα αρχίσουν πάλι την επίθεση.
Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 : ΡΟΥΜΕΛΗ ΚΑΙ ΑΡΜΑΤΟΛΙΚΙΑ
Στή Ρούμελη, οι Τούρκοι, από τά μέσα τού 18ου αιώνα είχαν αναθέσει σέ Ρωμιούς στρατιωτικούς αρχηγούς τήν φύλαξη τών διόδων (δερβένια περσ. ντερμπέντ) καί τήν διαφύλαξη τής ασφάλειας μίας περιοχής από τίς δραστηριότητες τών κλεφτών. Η περιοχή τής δικαιοδοσίας τους ονομαζόταν αρματολίκι. Ο αρματολισμός στή Στερεά Ελλάδα είχε αναπτυχθεί περισσότερο από ότι στήν Πελοπόννησο καί μέσω αυτού τού θεσμού αναδείχτηκαν ισχυρές αρματολικές οικογένειες, οι οποίες ξεπέρασαν σέ δύναμη ακόμα καί τούς κοτζαμπάσηδες. Οι πιό γνωστές οικογένειες αρματολών ήταν τού Βαρνακιώτη στο Ξηρόμερο, τού Ράγκου στόν Άνω Βάλτο, τού Σταθά καί αργότερα τού Καραΐσκου ή Ίσκου στόν Κάτω Βάλτο, τού Γρίβα στή Βόνιτσα, τού Μπουκουβάλα στά Άγραφα, τού Συκά ή Βλαχόπουλου στό Καρπενήσι, τού Μπάκολα στό Ραδοβίτσι, τού Κοντογιάννη στό Πατρατζίκι (Υπάτη), τού Νικοτσάρα στόν Όλυμπο, τού Βλαχάβα στά Χάσια, τού Αθανασίου Γραμματικού (παππού τού Διάκου) στόν Παρνασσό καί τού Στουρνάρη στόν Ασπροπόταμο.
«Γώγος Μπακώλας πολεμάει μ' εννηά χιλιάδες Τούρκους.
Δημοτικό τραγούδι
Δεν είναι κρίμα κι άδικο καί ανομιά μεγάλη,
νά πολεμάν οι εκατό μ' εννηά χιλιάδες Τούρκους!
Ο Γώγος έβγαλε φωνήν από τό μετερίζι.
- Γιά πολεμάτε δυνατά καί σκούζτε τά μεγάλα,
νά ραϊσθούνε τά βουνά καί νά σκισθούν οι κάμποι,
γιά νά γλυτώσουν τή σκλαβιά τόσα γυναικοπαίδια,
πού κυνηγιώνται σάν αρνιά, καί σκούζουν καί βελάζουν.
Ο πόλεμος εκράτησεν απ' τό πουρν' ως τό βράδυ,
κ' εγλύτωσαν οι Χριστιανοί κ' ετσάκισαν οι Τούρκοι.»
Ενώ στόν Μοριά η τουρκική εξουσία σέ συνεργασία μέ τήν Εκκλησία καί τούς προκρίτους κατάφερε, περί τό 1800 νά εξοντώσει τούς κλεφταρματολούς, στή Ρούμελη η πολιτική τού Αλή πασά των Ιωαννίνων ενίσχυσε τούς αρματολούς εις βάρος τών προκρίτων. Η σύγκρουση πού ακολούθησε, μεταξύ τού Αλή πασά καί τών σουλτανικών δυνάμεων, είχε σάν αποτέλεσμα νά αυξηθεί ακόμη περισσότερο η δύναμη τών αρματολών. Αρματολοί όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Πανουργιάς, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Ιωάννης Ρούκης καί οι Γριβαίοι θά αντιμετώπιζαν από κοινού μέ τόν Τεπελενλή τίς δυνάμεις τού σουλτάνου Μαχμούτ καί όταν η τύχη τού Αλή θά τόν εγκατέλειπε, οι παραπάνω οπλαρχηγοί θά ξεκινούσαν πρώτοι τήν επανάσταση ταυτίζοντας τό μέλλον τους μέ τό μέλλον τού Αγώνα γιά τήν Ανεξαρτησία.
«Η Στερεά Ελλάς κατεπιέζετο καί εξηντλείτο πολλά έτη υπό τόν Αλήν. Υπό διαφόρους προφάσεις ο πλούσιος, είτε Τούρκος είτε Χριστιανός, εγυμνούτο, καί ο δυνατός πάντοτε εμηδενίζετο, συχνάκις δέ καί εφονεύετο. Ο ασυνείδητος ούτος σατράπης εκίνει τούς Τούρκους κατά τών Χριστιανών, τούς Χριστιανούς κατά τών Τούρκων καί τούς οικείους κατά τών οικείων, εβράβευε τήν κακίαν, επαίδευε τήν αρετήν, διέφθειρε τόν λαόν όλον καί εθεώρει καί αυτήν τήν οικειακήν τιμήν τών αθλίων ραγιάδων καθημερινόν παίγνιον τών αισχρών καί απλήστων επιθυμιών του.
Σπυρίδων Τρικούπης - Ελληνική Επανάσταση
Επειδή εξ αιτίας τής τυραννίας επλεόναζεν η ληστεία, ο Αλής εις εξόντωσιν αυτής είχε χρείαν μεταβατικών οπλοφόρων καί η χρεία αύτη διετήρει τά πολυθρύλλητα καπητανάτα τών μερών εκείνων. Οι κάτοικοι, καταπιεζόμενοι εν ταίς ειρηνικαίς των εργασίαις, ησπάζοντο τόν στρατιωτικόν βίον, ευρίσκοντες εν αυτώ ασφάλειαν, άνεσιν, τιμήν καί κέρδος, ώστε αυτός ο δεσποτισμός καί αυτή η τυραννία τού Αλή εγύμναζαν καί προητοίμαζαν αγνώστως τήν ευτυχή ανέγερσιν τής Ελλάδος. Η καταδρομή του συνετέλεσε τά μέγιστα εις γενικήν εφόπλισιν τών βουλομένων καί δυναμένων Ελλήνων νά φέρωσι όπλα, τών μέν υπέρ αυτού, τών δέ κατ' αυτού, ώστε η Στερεά Ελλάς εφαίνετο, κατ' εκείνας τάς ημέρας όλη στρατόπεδον.»
Στά τελευταία χρόνια τής τουρκοκρατίας, οι καπετάνιοι τής Ρούμελης ήταν πανίσχυροι. Τό αρματολίκι τού Στορνάρη γιά παράδειγμα περιελάμβανε 120 κτηνοτροφικά χωριά. Ο κάθε αρματολός φρόντιζε νά κληροδοτεί τό αρματολίκι του στόν αξιότερο γιό του. Έτσι δημιουργήθηκαν οι οικογένειες τών αρματολών, τά περίφημα ουτζάκια. Σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη πού έζησε μέ τούς αρματολούς τού Ολύμπου, η ζωή τους ήταν απίστευτα σκληρή, κινούνταν μέ μεγάλη ταχύτητα ακόμα καί μέσα στή νύκτα, ενώ έπρεπε νά αντέχουν στήν πείνα, στή δίψα, στό δριμύ ψύχος καί στήν αφόρητη ζέστη. Τούς ένωνε όμως όλους τό "ασίγαστον κατά τών Τούρκων μίσος", κάτι πού πιστοποιεί ότι οι κλεφταρματολοί είχαν πλήρη συνείδηση τής εθνικοαπελευθερωτικής τους αποστολής.
Η στολή τού καπετάνιου ήταν χρυσοκέντητη καί στό σελάχι του είχε όπλα πού έλαμπαν από τό ασήμι καί τό χρυσάφι. Τά παλληκάρια του ήταν άριστοι χειριστές στό σπαθί, ικανοί στή σκόπευση καί τά αρματά τους δέν τά αποχωρίζονταν ποτέ, αφού τά θεωρούσαν ιερά καί άσπιλα. Σύμφωνα μέ τή λαϊκή παράδοση ο Γεώργιος Καραϊσκάκης είχε φονεύσει τόν Τουρκαλβανό Βεληγκέκα από εξαιρετικά μεγάλη απόσταση
«Τ' αντρειωμένου τάρματα δέν πρέπει νά πουλιούνται
μόν'πρέπει τους στήν εκκλησιά κι'εκεί νά λειτουργιούνται.»
Στήν Ανατολική Στερεά Ελλάδα, είχαν μυηθεί αρκετοί κάτοικοι τής περιοχής στήν Φιλική Εταιρεία. Οι κυριότεροι από αυτούς ήταν οι Ιωάννης Στάμου Λογοθέτης, Λάμπρος Νάκου, Ιωάννης Φίλων, Ησαΐας επίσκοπος Σαλώνων (Αμφίσσης), Ανανίας επίσκοπος Θηβών καί Λεβαδείας, Αθανάσιος Διάκος, Ιωάννης Γκούρας, Βασίλειος Μπούσγος, Πανουργιάς, Αθανάσιος Ζαρίφης, Δήμος Σκαλτσάς καί Ιωάννης Δυοβουνιώτης. Από τά τέλη τού 1820 η κίνηση τών Φιλικών είχε γίνει απερίσκεπτα προκλητική καί σέ αυτή τήν κίνηση πρωτοστατούσε ο Ησαΐας, ο οποίος είχε επιστρέψει από τήν Κωνσταντινούπολη μέ οδηγίες από τά ηγετικά στελέχη τής Φιλικής Εταιρείας. Ιδιαίτερα η Φωκίδα αποτέλεσε γιά τή Ρούμελη ότι η Αχαΐα γιά τόν Μοριά.
«Ο Αλής εκυρίευσε επί τών λαμπρών ημερών του τό Σούλι καί ηνάγκασε τούς Σουλιώτας νά καταφύγωσιν εις ξένην γήν καί νά ψωμοζητώσιν.
Σπυρίδων Τρικούπης γιά τήν επιστροφή τών Σουλιωτών στήν πατρίδα τους
Ο άοκνος καί προσεκτικός Αλής ωφεληθείς εκ τής πρός τούς Σουλιώτας κακής διαθέσεως τού αντιπάλου του, καί εγκολπωθείς αυτούς, τοίς απέδωκε τήν πατρίδα των, τούς εμίσθωσεν ως συναγωνιστάς του καί αντήλλαξεν εις αμοιβαίαν ασφάλειαν καί ομήρους. Εν ώ δέ ταύτα ενηργούντο, ούτε η ελληνική επανάστασις είχεν εκραγή, ούτε οι Σουλιώται εγνώριζαν τά τής Εταιρείας.
Οι υπόλοιποι Έλληνες ατενίζοντες μακρόθεν εις τήν απότομον Κιάφαν, τήν έβλεπαν διά τού λογισμού των ως λαμπάδα καιομένην εφ' υψηλής περιωπής εις φωτισμόν τών εν τή σκότει τής δουλείας καθημένων καί εις χειραγωγίαν των.»
«Οι πρώτοι τής Ελλάδος κατακτηταί σουλτάνοι Οθωμανοί, διά νά διατηρήσωσιν εις τέλειαν υποταγήν τούς Έλληνας μετώκισαν εκ τού Ικονίου τής Μικράς Ασίας τετρακοσίας χιλιάδας κατοίκων Οθωμανών (η ιστορία επαναλαμβάνεται καί σήμερα τό 2011, όταν η Τουρκία σέ συνεργασία μέ τήν Αριστερά καί τό ΠΑΣΟΚ εποικίζει μέ εκατομμύρια πλέον μουσουλμάνους τήν πατρίδα μας), τούς υπό μέν τών Ελλήνων Κονιάρους, υπό δέ τών Οθωμανών Ιβλιάτι Φατιχάν καλουμένους, ήτοι τέκνα τών κατακτητών, τούς μετώκισαν, λέγω, εις τάς πεδινάς επαρχίας τής Θράκης, Μακεδονίας καί Θεσσαλίας, τούς δέ τά χωρία ταύτα κατοικούντας Έλληνας απεδίωξαν, ούτοι δέ αναγκασθέντες απεσύρθησαν εις τά ορεινά μέρη καί απεκατεστάθησαν εις τά άγονα καί τραχέα τών χωρών τούτων μέρη.
Οι ευτολμότεροι τούτων δράττοντες τά όπλα καί συσσωματούμενοι περιήρχοντο κατατρέχοντες τούς άρπαγας καί αποξενώσαντας απ' αυτών τήν πατρώαν γήν καί διά νά συντηρώνται ηναγκάζοντο νά φορολογώσι τούς κατοίκους, λαμβάνωντες παρ' αυτών τήν διά τούς υπ' αυτούς στρατιώτας μισθοδοσίαν, ονομαζομένην, λουφές τών παληκαριών. Ενίοτε δέ οι αρχηγοί ούτοι μετά τών υπ' αυτούς στρατιωτών καταβαίνοντες εις τά χωρία τά πεδινά παρηνώχλουν τούς κατοίκους οθωμανούς καί φέροντες κατ' αυτών τό πύρ καί τόν σίδηρον, κατέστρεφον πάν τό προστυχόν, ηφάνιζον δέ ιδία τά μεγάλα κτήματα τσιφλίκια τών ισχυρών Οθωμανών.
Ούτοι δέ, εις τήν φωνήν τής ανάγκης υπείκοντες, εμεσίτευον παρά τή εξουσία, όπως κηδομένη τού συμφέροντος τών κατοίκων καί εκείνου τής δημοσίας ασφαλείας, γένη μερχαμέτη, νά λάβη δηλαδή πρόνοιαν διορίζουσαν αυτούς φύλακες κοινότερον δέ καπετάνιους. Αλλά, διά νά λάβη ο αρματωλός καπετάνιος τήν καπετανίαν τής επαρχίας, έπρεπε νά έχη αρχαίαν καταγωγήν ή ο ίδιος εξερχομένος τής υποταγής τού ραγιαλικίου συσσωματούμενος μετ' άλλων συντρόφων νά διατρέξη ευρύ στάδιον πάλης μετά τών Οθωμανών, αποδεικνύων ούτως εις τήν οθωμανικήν εξουσίαν τήν επιτηδειότητα, καρτεροψυχίαν καί ικανότητα αυτού.
Τότε πλέον ήρχιζε νά σκέπτηται περί τής προσφοράς τής παντουρίας, καπετανίας εις τόν άγριον τούτον αρματωλόν, εις τόν οποίον ευρισκόμενον εις τήν άγριαν ταύτην κατάστασιν, απέδιδον τό επώνυμον κλέπτης, όταν δέ ούτος ελάμβανε τόν μουρασελέν, δικαστικήν απόφασιν ελέγετο παντούρης ή καπιτάνος. Οι άνδρες ούτοι, οίτινες ένεκα τής δουλείας καί τής καταπιέσεως κατέφευγον εις τά όπλα, πολλάκις καί πολλαχώς απέδειξαν ότι είχον φρονήματα υψηλά υπέρ τής ελευθερίας καί ανεξαρτησίας τής πατρίδος.
Αι μεγαλήτεραι λοιπόν τών ελπίδων τού έθνους υπήρχον εις τούς οπλαρχηγούς τούτους τής Στερεάς καί τής Πελοποννήσου, διά τούτο καί οι απόστολοι τής Φιλικής Εταιρίας εις αυτούς προσέδραμον, εξαιτούμενοι κατά πρώτον τήν συνδρομήν τής πρός απελευθέρωσιν τής πατρίδος, ευρόντες δέ τούτους προθυμοτάτους, ήρχισαν αμέσως τάς προετοιμασίας διά τήν γενικήν τής Ελλάδος Επανάστασιν.»
«Άπαντες οι αρματωλοί τού Ολύμπου καταφυγόντες εις Σκιάθον καί συγκροτήσαντες αυτόθι καταδρομικόν στόλον εξ 70 περίπου πλοιαρίων εξηκολούθησαν τόν αγώνα κατά θάλασσαν (1807). Οι επί τώ σκοπώ τούτω συνελθόντες ονομαστί άνδρες ήσαν ο εκ Βάλτου Γιάννης Σταθάς, γαμβρός τού Βουκουβάλα, ο Καζαβέρνης, οι αρματολοί τού Ολύμπου Βλαχάβας, Λαζαίοι, Τζαχίλας, Μπιζιώτης καί Σύρος, ο Πελοποννήσιος Κολοκοτρώνης, ο Ναούσης αρματολός Ρομφέης καί ο Νίκος Τσάρας. Γενικός αρχηγός τού στολίσκου προεχειρίσθη ο Σταθάς, όστις ανεπέτασεν, αντί τής πρότερον κυματιζούσης επί τών πλοίων εκείνων ρωσικής σημαίας, σημαίαν ελληνικήν φέρουσα επί κυανού πεδίου λευκόν σταυρόν.
Ο καταδρομικός ούτος στόλος, ού μόνον εις τά οσμανικά παράλια καί πλοία κατήνεγκε πληγάς πολλάς αλλά καί πρός αυτά τά πολεμικά σκάφη ετόλμησε ν' αντιπαραταχθή.
Μαύρο καράβ' αρμένιζε στά μέρη τής Κασσάνδρας,
Είχε πανιά κατάμαυρα καί τ' ουρανού παντιέρα,
Εμπρός κορβέτα μ'άλικο μπαϊράκι τού εβγήκε,
"Μάϊνα! φωνάζει τά πανιά, ριξέ τά, λέγει κάτω!"
"Δέν τά μαϊνάρω τά πανιά, ουδέ τά ρίχνω κάτω!
Εγώμαι ο Γιάννης τού Σταθά, γαμπρός τού Μπουκουβάλα.
Τράκο λεβέντες, ρίξετε στήν πλώρη τό καράβι,
Τών Τούρκων αίμα χύσετε, απίστους μή ψηφάτε"
Αλάχ, Αλάχ! οι άπιστοι κράζουν καί προσκυνούνε.
Εν αρχή τού 1808, ο αρματολός Χασιών παπά Ευθύμιος Βλαχάβας, συνεκάλεσε σύνοδον καί αναγορευθείς παρ' όλων αρχηγός επεχείρησε τήν διοργάνωσιν νέου επαναστατικού κινήματος εκ συνεννοήσεως μετά τών άλλων τής Στερεάς Ελλάδος αρματολών καί αυτών τών εν Τρικκάλοις καί Λαρίση Τούρκων, οίτινες ηγανάκτουν ωσαύτως κατά τής τυραννίας τού Αλή. Νέα δέ σύνοδος συνελθούσα εν Ολύμπω ώρισεν ημέραν τής ενάρξεως τού αγώνος τήν 29ην Μαΐου, τήν ειμαρμένην ημέραν καθ' ήν έπεσεν η Κωνσταντινούπολις. Αλλά τό βούλευμα επροδόθη εις τόν Αλήν, πολλοί τών συνωμοτών καί πρώτοι οι Οσμανίδαι τής Θεσσαλίας επαλιμβούλησαν, ολίγοι δέ μετά τού Βλαχάβα επέμειναν εις τό νά αναρρίψωσιν τόν κύβον.
Ο Αλής κατέφυγεν κατά τήν συνήθειάν του εις επιορκίας ίνα απαλλαγή τού φοβερού εκείνου αντιπάλου. Δι' αμνηστιών καί ποικίλων άλλων επαγγελιών παρέπεισεν τόν Βλαχάβαν νά αναλάβει τό αρματολίκι του. Καί άμα τούτου γενομένου συνέλαβε τόν ήρωα καί μετά φοβεράς βασάνους καθυπέβαλεν εις οίκτιστον θάνατον.»
«Σταίς δεκαπέντε τού Μαγιού, σταίς είκοσι τού μήνα,
ο Βελή Γκέκας 'κίνησε νά πάη στόν Κατσαντώνη.
Επάτησε κ' εκόνεψε σενού παππά τό σπήτι.
- "Παππά ψωμί! παππά κρασί! νά πιούν τά παλληκάρια".
Κι εκεί πού τρώγαν κ' έπιναν, κ' εκεί πού λακρεντίζαν,
μαύρα μαντάτα τούρθανε από τόν Κατσαντώνη.
Στά γόνατα γονάτισε - "Γραμματικέ!" φωνάζει,
"Τά παλληκάρια μάζωξε, κι' όλον τόν ταϊφά μου,
κ' εγώ παγαίνω από μπροστά, στήν κρύα τή Βρυσούλα".
Στήν στράτα όπου 'πήγαινε, στή στράτα πού παγαίνει,
οι Κλέφτες τόν καρτέρεψαν καί τόν γλυκορωτούσαν.
- "Πού πάς Βελή Μπουλούκπαση, ρετζάλι τού Βεζίρη;"
- "Σ' εσέν' Αντώνη κερατά, σ' εσένα Κατσαντώνη."
Κι' ο Κατσαντώνης 'φώναξεν από τό μετερίζι.
- "Δέν είν' εδώ τά Γιάννενα, δέν είναι εδώ ραγιάδες,
γιά νά τούς ψένης 'σάν τραγιά, σάν τά παχυά κρυάρια!
Εδώ 'ναι λόγκοι καί βουνά, καί κλέφτικα τουφέκια."
Τρία τουφέκια τώδωκαν, τά τρία 'ράδα αράδα,
τό 'να τόν πήρε ξώδερμα, καί τ' άλλο στό κεφάλι,
τό τρίτο, τό φαρμακερό, τόν πήρε στήν καρδιά του,
τό στόμα τ' αίμα γιόμισε, τά χείλη του φαρμάκι.»
«Εις τέτοιαν κακήν τύχην κατήντησε τό παλαί ποτέ μακαριστόν γένος ημών τών Γραικών, ότι μόλις ευρίσκεται τώρα διδάσκαλος όπου να' ναι ικανός νά διδάσκη τους νέους καν τήν γραμματικήν τέχνην.»
Νικόλαος Σοφιανός στόν επίλογο τής Γραμματικής του - 1544
«Οι Αλβανοί κορεσθέντες αίματος, ζωγρήσαντες τά τήδε κακείσε εις τά δάση καί δρυμούς καί σπήλαια διασκορπισθέντα αδύνατα πλάσματα, απέστειλαν αυτά εις Ιωάννινα δίκην κτηνών. Αυθημερόν δ' οι Αλβανοί απεφάσισαν νά εκστρατεύσωσι κατά τής Ρινιάσης, χωρίου κειμένου εν τή πετρώδει χώρα τής Λάμαρης μεταξύ Πρεβέζης καί Άρτης, απέχοντος έξ ώρας τού Σουλίου καί ολίγον τής θαλάσσης, όπως εξολοθρεύσωσι καί τούς εκεί ευρισκομένους Σουλιώτας.
Φθάσαντες οι εχθροί τή 23η Δεκεμβρίου 1803 εις Ρινιάσαν, κατέλαβον τούς κατοίκους αυτής εξ απροόπτου, ενασχολουμένους αμερίμνως εις τάς αγροτικάς εργασίας καί άλλους μέν εφόνευσαν άλλους δέ εζώγρησαν. Μεταξύ τών αθλίων κατοίκων τού χωρίου ευρίσκετο καί τίς πολυμελής οικογένεια τού Γεωργάκη Μπότση, συγκειμένη εξ ένδεκα ψυχών. τής οικοδεσποίνης, συζύγου τού Μπότζη, απόντος, Δέσπως καλουμένης, επτά θηλέων καί τριών ανηλίκων αρρένων τέκνων, εγγόνων καί νυμφών αυτής.
Η μήτηρ Δέσπω Μπότζη, τάς βανδαλικάς σφαγάς τών Αλβανών κατά τών αθώων συμπολιτών της βλέπουσα καί συμπεραίνουσα ότι καί αύτη μετά τών πεφιλημένων τέκνων καί εγγόνων της μέλλει νά υποστή τήν αυτήν τύχην, κλείεται μετά τών θυγατέρων, τών νυμφών καί τών εγγόνων της εν τώ πύργω "Κούλα τού Δημουλά" λεγομένω καί εκπληρώσασα χρέος ανδρός, υπερασπίζουσα διά τών όπλων μετά τών περί αυτήν τόν πύργον, πολεμούσα ανενδότως κατά τών Αλβανών καί ιδούσα ότι πρός αποφυγήν τής ατιμίας καί τής αιχμαλωσίας άλλη σωτηρία δέν υπήρχεν, ειμή ο θάνατος ... ήναψεν διά τής χειρός της τήν πυρίτιδα καί εν τώ άμα τά αθώα εκείνα πλάσματα, ένδεκα εν όλοις, εγένετο θύματα υπέρ πίστεως, τιμής καί ελευθερίας.»
Σ' ΑΠΟΖΗΤΟΥΜΕ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΕ!... - ΕΝΑ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΜΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΔΑΣΚΑΛΟΥ 13 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ''ΚΕΡΑΥΝΟΥ''
Tου Σαράντου Ι. Καργάκου
Ιστορικού -συγγραφέως
Ὅταν ἔφυγε ἔγραψα: «Σέ κλαίει ὁ λαός!». Σήμερα, μετά ἀπό τήν παρέλευση τόσων ἐτῶν ἀπό τή θανή του εἶμαι ὑποχρεωμένος νά γράψω: «Σέ θέλει ὁ λαός!».
Στό διάστημα τῆς ἐπίγειας ἀπουσίας του «ἔφυγαν κι ἄλλοι πολλοί, μεγάλοι καί τρανοί, πού ἦσαν πασίγνωστοι ἐδῶ κι ἐκεῖ. Ὅλους ὅμως τούς πῆρε τό ποτάμι τῆς Λήθης. Μόνον ὁ Χριστόδουλος ζῆ -ἄσβηστο καντήλι στήν ψυχή τοῦ ἁγνοῦ λαοῦ πού πονεῖ γιά τήν ἔρμη πατρίδα. Ὅσο ζοῦσε ὁ Χριστόδουλος ὁ λαός εἶχε μιάν ἐλπίδα: εἶχε ἕναν ἡγέτη! Ἦταν γιά τό λαό μας ὅ,τι καί ὁ Χρυσόστομος γιά τόν ἐγκαταλελειμμένο λαό τῆς Σμύρνης. Καί οἱ δύο ὁδηγήθηκαν στό μαρτύριο: ὁ Σμύρνης ἀπό τόν τουρκικό ὄχλο, ὁ Ἀθηνῶν καί Ἑλλήνων πάντων ἀπό τόν δημοσιογραφικό καί χαμηλοπολιτικό ὄχλο. Ὁ ἕνας πέθανε βασανισμένος, ὁ ἄλλος πέθανε φαρμακωμένος. Κανείς δέν ἤπιε τόσο φαρμάκι ὅσο ὁ Χριστόδουλος. Γιατί εἶχε Παπαφλέσσειο ἀνάστημα καί ὕψωνε φωνή ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος. Κουβαλοῦσε μέσα του τήν παράδοση τοῦ 1821. Μέ τόν λόγο του ξαναζωντάνευε τ᾽ ἀρματολίκι, τούς καιρούς τῆς παλληκαριᾶς καί τῆς λεβεντιᾶς.
Τόν ἔφαγε ἡ χαμέρπεια καί ἡ κακομοιριά. Ἡ χυδαία κακολογία καί μικρολογία. Ἔπρεπε νά πέσει γιά νά πεισθοῦν οἱ κακόπιστοι πόσο μεγάλος ἦταν! Δανείζομαι μιά φράση τοῦ Παν. Κανελλόπουλου γιά νά τόν παραστήσω: «Τόν μικρό τόν γνωρίζει κανείς ἀπό τήν ἄνοδό του· τόν μεγάλο ἀπό τήν πτώση του». Ναί, ὅταν ἔπεσε ὁ Χριστόδουλος, ἦταν σάν νά ἔπεσε ἡ Βασιλική Δρῦς τῆς πατρίδας. Ὁ λαός ἔχασε τόν ἄνθρωπο πού τοῦ προσέφερε ὅραμα, δύναμη, ἀντιστασιακή διάθεση.
Ὁ Χριστόδουλος χτυποῦσε διαρκῶς τήν καμπάνα τοῦ συναγερμοῦ, διότι «ἄκουε τήν βοήν τῶν πλησιαζόντων γεγονότων». Γι᾽ αὐτό εἶχε ἀπέναντί του ὅλους αὐτούς πού ἀπεργάστηκαν τήν σημερινή μας κατάντια. Δυστυχῶς, στήν Ἑλλάδα, ἀντί νά χτυπᾶμε αὐτούς πού βάζουν τήν φωτιά, χτυπᾶμε ἐκείνους πού βαρᾶνε τήν καμπάνα τοῦ συναγερμοῦ. Δεκάδες οἱ φαρέτρες μέ τά δηλητηριασμένα βέλη πού στρέφονταν ἐναντίον του. Μέ τήν δῆθεν σάτιρα ἀπό τήν τηλοψία, ἀπό τό ραδιόφωνο, ἀπό τό πάλκο καί τόν τύπο, οἱ νάνοι ἀντίπαλοί του, τοῦ ἔκαναν τή ζωή του φαρμάκι. Κι αὐτός σάν τόν μάρτυρα Χρυσόστομο συγχωροῦσε.
Εἴχαμε στενή φιλία ἀπό παλιά, ἀλλά ποτέ συνεργασία σέ ἐπαγγελματική βάση. Ἡ γνωριμία μας ξεκίνησε ἀπό μιά ἐπιθετική ἐπιστολή πού τοῦ ἔστειλα ἀπό τό ἐρημητήριό μου στόν Πάρνωνα. Ἔσχισε λαγκάδια καί βουνά νά μέ βρεῖ. Ἔκτοτε δεθήκαμε μέ μιά σχέση ἀδελφική. Δέν θά πῶ ποτέ ὅσα μοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ. Σέ πολλά μέ ἔπειθε. Σ᾽ ἕνα μόνον δέν μέ ἔπειθε: νά εἶμαι συγχωρητικός. «Εἶμαι Μανιάτης, τοῦ ἔλεγα, καί μέσα στό μανιάτικο φυσικό εἶναι ἡ ἀναίδεια». Ἀναίδεια στ᾽ ἀρχαῖα ἑλληνικά σημαίνει ἄρνηση συγγνώμης. Κι αὐτός γελοῦσε παταγωδῶς. Γιατί ἤξερε πώς δέν σοβαρολογῶ. Ἁπλῶς ἐρέθιζα τήν διάθεσή του γιά εὐτραπελία. Ναί, ἦταν ἕνας μεγάλος «μαΐστορας» τοῦ χιοῦμορ. Στά χρόνια του ἡ Ἐκκλησία «ἔλαμπε ἀπό χαμόγελο», μπῆκε τό γέλιο στήν Ἐκκλησία. Κέρδισε τήν παραπαίουσα νεολαία. «Κι ἐγώ μαζί σας ἀλλά κι ἐσεῖς μαζί μου». Κι οἱ νέοι θά πήγαιναν μαζί του, ἔστω κι ἄν τούς ὁδηγοῦσε στό Ζάλογγο. Θά ἔπεφταν, ἀλλά θά ἔπεφταν σάν τόν Ἴκαρο ἀπό ψηλά.
Εἶχε Ἰκάρειο πνεῦμα μέσα του ὁ Χριστόδουλος. Πετοῦσε πάνω ἀπό τά εὐτελῆ καί τούς εὐτελεῖς σάν τόν βασιλικό ἀητό. Ἐκάλυπτε τούς πάντες μέ τήν καλλιφωνία του, τήν πολυγνωσία του, τήν πολυγλωσσία του, μέ τό ἱλαρό φῶς τοῦ προσώπου του. Ἄγρυπνος σάν τόν Ἄργο, μελετοῦσε τά πάντα κι ἦταν ἐνήμερος γιά τά πάντα. Ἔγραφε ἀκατάπαυστα ἀκόμη κι ὅταν συνομιλοῦσε, ἀκόμη κι ὅταν τηλεφωνοῦσε. Συχνά τόν μάλωνα: «Πότε ξεκουράζεσαι;». Κι αὐτός μέ τό δροσᾶτο γέλιο του: «Ὅταν δουλεύω…!». Τοῦ ἄρεσε νά μέ νευριάζει καί νά μέ πιάνει τό «μανιάτικο», ὁπότε οἱ τύποι πήγαιναν περίπατο. Μέ φώναζε -γιά νά μέ ἐρεθίζει- Σαράντη. Τοῦ ᾽λεγα, τοῦ ξανάλεγα ὅτι Σαράντο -κι ὄχι Σαράντη- λέμε στή Μάνη. Κι αὐτός ἐπέμενε στό Σαράντη, ἔτσι γιά νά μέ «φουρτουνιάζει». Τοῦ ἄρεσε ἡ «φουρτούνα» μου. Κάποτε μοῦ εἶπε περιπαικτικά: «Νά δοῦμε πῶς θά περνᾶς στόν Παράδεισο…». Τόν κοίταξα λοξά καί τοῦ εἶπα εἰρωνικά: «Ἔχω κάνει αἴτηση ὡς ἱστορικός νά πάω στήν Κόλαση. Ἐκεῖ θά βρῶ ὅλους τούς μεγάλους τῆς Ἱστορίας. Κι ἀκόμη θά γλυτώσω κι ἀπό σᾶς τούς δεσποτάδες». Κι ὁ μεγαλόθυμος Χριστόδουλος μέ ἀποστόμωσε -παρότι Θρᾶξ- μέ τό λακωνικό: «Μήν τό πολυελπίζεις αὐτό!..».
Ἔτσι, μέ τό χιοῦμορ, τήν ἑτοιμολογία, τήν λεκτική εὐθυβολία, τήν εὐθυφροσύνη καί τήν μεγαλοφροσύνη ἤξερε νά κερδίζει καρδιές. Βέβαια οἱ μικρόψυχοι τόν φθονοῦσαν. Τόν φθονοῦσαν καί ὅσοι εἶχαν βαλθεῖ νά ξεριζώσουν τή γλῶσσα μας, νά ξεπατώσουν τήν παιδεία μας, νά ξεδοντιάσουν τήν Ἐκκλησία μας, νά σπιλώσουν τήν ἱστορία μας, νά ἀκρωτηριάσουν τήν πατρίδα μας. Τόν φθονοῦσαν ὅλοι αὐτοί πού προσπάθησαν καί προσπαθοῦν νά μετατρέψουν ἕναν γίγαντα λαό, σέ λαό νάνων. Σέ λαό θάμνων, κατά τό δικό τους ἀνάστημα.
Τοῦ ὀφείλω ἄπειρη εὐγνωμοσύνη γιά ὅσα ἔκανε γιά τήν ἡμετέρα φουκαροσύνη: προλόγισε τό βιβλίο μου «Ἀπό τό Μακεδονικό Ζήτημα στήν Ἐμπλοκή τῶν Σκοπίων», πού βγῆκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1992, προλόγισε -καί μάλιστα σέ Ἀττική διάλεκτο- τήν τρίτομη «Ἱστορία τῶν Ἀρχαίων Ἀθηνῶν» καί στάθηκε πάντα πατρικά συμβουλευτικός ἀπέναντι στά παιδιά μου.
Ἀφ᾽ ὅτου ἔφυγε, δέν ἔγραψα οὔτε μίλησα ποτέ γι᾽ αὐτόν. Μόνον μιά φορά, τήν ἡμέρα τῆς κηδείας του εἶπα κάποια λόγια πικρά -ὄχι γι᾽ αὐτόν φυσικάστό Ραδιόφωνο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Σήμερα μιλοῦν ἄλλοι, πού κάποτε τόν εἴχανε πικράνει. Τώρα νιώθουν τί «τζοβαϊρικό» ἀξετίμητο χάσαμε. Κι ἄν σήμερα ἀνταποκρίθηκα στό αἴτημα νά χαράξω τίς γραμμές αὐτές, εἶναι γιατί σέ μιά πρόσφατη ἐπίσκεψή μου στό Α ́ Νεκροταφεῖο τῶν Ἀθηνῶν, εἶδα τάφους γυμνούς ἐπιφανῶν, ἐνῶ ὁ τάφος τοῦ Χριστόδουλου ἦταν πνιγμένος στά λουλούδια. Πῆγα νά κόψω ἕνα γαρύφαλλο κι ἀπό κάτω σ᾽ ἕνα χαρτάκι εἶδα γραμμένη τή φράση: «Σ᾽ ἀποζητοῦμε, Χριστόδουλε!…».