Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

EXXON MOBIL : ΑΠΟ 5-8 τρις ΚΥΒΙΚΑ ΤΟ ΚΟΙΤΑΣΜΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ ΣΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ 10 ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΑΟΖ

Του Μανώλη Καλατζή-Λευκωσία 

 

Ο αντιπρόεδρος της ExxonMobil, Τρίσταν Άσπρεϊ, εξέφρασε ενθουσιασμό για τα κοιτάσματα στον «Γλαύκο», δηλώνοντας ότι η αμερικανική εταιρεία θα συνεχίσει την ανάλυση των αποτελεσμάτων

Από 5-8 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια είναι το κοίτασμα φυσικού αερίου στο οικόπεδο 10 της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε πριν από λίγο η αμερικανική εταιρεία Exxon Mobil.
Η επιτυχής κατάληξη των γεωτρήσεων στον στόχο «Γλαύκος» της κυπριακής ΑΟΖ είναι το τρίτο κοίτασμα υδρογονανθράκων που εντοπίζεται στη θαλάσσια ζώνη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προηγήθηκαν το κοίτασμα «Αφροδίτη» στο τεμάχιο 12 (περίπου 4 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια) και το κοίτασμα «Καλυψώ» στο τεμάχιο 6, για το οποίο η κοινοπραξία Total/ENI δεν ανακοίνωσαν ποσότητα αλλά οι πληροφορίες το τοποθετούν κοντά στα 4 tcf (τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια).

Καταπληκτικό χαρακτήρισε το αποτέλεσμα της γεώτρησης της ExxonMobile στο τεμάχιο 10 της Κυπριακής ΑΟΖ ο αντιπρόεεδρος της Exxon Mobil.  Όπως ανεφερε ο Κύπριος υπουργός Ενέργειας Γ. Λακκοτρύπης, στον στόχο «Δελφύνη» δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε κοιτάσματα, ωστόσο τα συνολικά αποτελέσματα αποδεικνύουν τον ρόλο της Κύπρου ως εναλλακτική πηγή εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Χαρακτήρισε «καλή βάση» την ποσότητα, για δημιουργία τερματικού σταθμού υγροποιησης, ωστόσο σημείωσε ότι θα χρειαστούν περισσότερες ποσότητες.
Ο αντιπρόεδρος της ExxonMobil, Τρίσταν Άσπρεϊ, εξέφρασε ενθουσιασμό για τα κοιτάσματα στον «Γλαύκο», δηλώνοντας ότι η αμερικανική εταιρεία θα συνεχίσει την ανάλυση των αποτελεσμάτων.
Επεσήμανε δε πως ακόμα είμαστε στην αρχή ενός μεγάλου ταξιδιού για μια μελλοντική ανάπτυξη, μιλώντας για δυνατότητα νέων ανακαλύψεων τόσο στο τεμάχιο 10 όσο και σε άλλα τεμάχια. Εξέφρασε το ενδιαφέρον της εταιρείας για ευρύτερες έρευνες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ενημερώθηκε στις 12 το μεσημέρι, από αντιπροσωπεία της εταιρείας ExxonMobil, με επικεφαλής τον αντιπρόεδρό της Τρίσταν Άσπρεϊ.
Στελέχη από κορυφαίες εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου, συμπεριλαμβανομένων των Eni, ExxonMobil, Hellenic Petroleum, Noble Energy και Total, συγκεντρώνονται  στις 6 και 7 Μαρτίου στη Λευκωσία για να συζητήσουν τις εξελίξεις και τις προοπτικές του κλάδου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σύμφωνα με ανακοίνωση, το συνέδριο Eastern Mediterranean Gas Conference (EMGC) 2019 αποτελεί τη σημαντικότερη εκδήλωση του κλάδου της ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο, με διήμερο πρόγραμμα ομιλιών από εμπειρογνώμονες του χώρου.
Ένα από τα σημαντικότερα σημεία του φετινού συνεδρίου αναμένεται να αποτελέσει η συζήτηση πάνελ μεταξύ στελεχών της Eni, της Total, της ExxonMobil, της Hellenic Petroleum και της Noble Energy. Τα στελέχη των εταιρειών που διαχειρίζονται τεμάχια στις ΑΟΖ της περιοχής θα συζητήσουν για το πώς η Κύπρος μπορεί να αξιοποιήσει τις δυνατότητές της, ώστε να αποτελέσει κέντρο παροχής υπηρεσιών πετρελαίου και φυσικού αερίου, θα διερευνήσουν τα σχετιζόμενα πλεονεκτήματα και τις προκλήσεις και θα προτείνουν στρατηγικές για την καθιέρωση της Κύπρου σε αυτό τον ρόλο.
Το συνέδριο θα περιλαμβάνει επίσης παρουσιάσεις υψηλού επιπέδου από ομιλητές όπως ο Υπουργός Ενέργειας Γιώργος Λακκότρυπης, ο Carlo Russo, Εκτελεστικός Αντιπρόεδρος της Ευρώπης και της Ρωσίας της Eni SpA, ο Ηλίας Κασής, Αντιπρόεδρος της Βόρειας Αφρικής της Total Exploration & Production και ο Γιάννης Μπασιάς, Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ).

ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΘΕΝ «ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ» ΓΛΩΣΣΑΣ

Του Ανδρέα Σταλιδη

Κατ’ αρχάς «σλαβομακεδονική γλώσσα» δεν υπάρχει ή μάλλον δεν υπήρχε. Ας δούμε πώς δημιουργήθηκε. Στα μέσα του 19ου αιώνα πληθυσμοί στα Βαλκάνια μιλούσαν βουλγάρικα και σέρβικα. Δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά σε άλλη γλώσσα ή διάλεκτο. Οι Ρώσοι αποφάσισαν τη δεκαετία του 1860 (ή ίσως λίγο νωρίτερα, κατ’ άλλους) ότι δεν τους αρκεί η Ελλάδα για σύμμαχος στην περιοχή. Σημειώνω ότι η Ελλάδα είχε ήδη ανεξάρτητο κράτος από το 1827. Κατά τα άλλα, Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα βουλγάρικα είναι συγγενής γλώσσα των ρώσικων. Σλάβοι όλοι. Αποφάσισαν να προωθήσουν την ανεξαρτησία των Βουλγάρων στα Βαλκάνια, ώστε να είναι ο σύμμαχός τους στην περιοχή, που θα τους επιτρέπει να βγαίνουν στις θερμές θάλασσες.

Αυτό δεν είναι κρυφό. Το ανακοίνωσαν επισήμως στο δεύτερο πανσλαβιστικό συνέδριο στην Μόσχα το 1867. Είχε προηγηθεί ένα άλλο πανσλαβιστικό συνέδριο το 1856 (δεν θυμάμαι σε ποια πόλη, ίσως στη Βουδαπέστη; Δεν είμαι σίγουρος. Γράφω πρόχειρα τώρα).  Λίγο πιο πριν, το 1864 είχε τοποθετηθεί πρέσβης της Ρωσίας στην Κων/πολη ο Ιγνάτιεφ, που ανέλαβε δράση στο θέμα. Κοίταξαν τον χάρτη. Για να μπορεί η Βουλγαρία να επιτελέσει τον ρόλο που ήθελαν οι Ρώσοι, έπρεπε να βρέχεται από το Αιγαίο. Άν ήταν πολύ «χοντρό» να διεκδικήσουν την ίδια την Κων/πολη, όπου δεν υπήρχαν άλλωστε πολλοί βουλγαρόφωνοι, ήταν πολύ πρόσφορο να διεκδικήσουν την Μακεδονία.

Ο Ιγνάτιεφ πείθει τον Σουλτάνο να αποδεχτεί την δημιουργία της Εξαρχίας, ως εναλλακτική εκκλησιαστική οντότητα του Πατριαρχείο το 1870. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να αντιδράσει, διότι πρώτη εκείνη δημιούργησε «εθνική εκκλησία», η οποία αποσχίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1833. Το 1850 της αναγνωρίστηκε Αυτοκεφαλία. Δεν μπορούσε να ψελίσει ότι δεν επιτρέπει το ίδιο στους Βούλγαρους. Είχε και διάφορα οικονομικά προβλήματα, οπότε υποτίμησε το ζήτημα και το θεώρησε ενδο-εκκλησιαστικό. Αυτό έκανε και ο Σουλτάνος και το δέχτηκε.

Με όπλο την Εξαρχία αρχίζουν οι Βούλγαροι (υποκινούμενοι από τους Ρώσους) να επιχειρούν προσεταιρισμό των πληθυσμών και απόσπασή τους από το Πατριαρχείο στην Εξαρχία. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα του σχεδίου, ώστε μετά μία μεγάλη Βουλγαρία να συνεχίσει το σχέδιο. Βρισκόμαστε ακόμα στην εποχή της Αυτοκρατορίας, δηλαδή ρευστών εθνικών συνειδήσεων.

Πολλοί σλαβόφωνοι (Βουλγαρόφωνοι) έχουν ελληνική εθνική συνείδηση. Άλλοι βουλγαρικοί. Άλλοι καμία! Δεν είναι προϋπόθεση ατομικότητας η ένταξη σε κάποια συγκεκριμένη εθνική συνείδηση. Αυτό το τρίτο μέρος είναι ο στόχος όλων. Οι Ελληνόφωνοι έχουν κατά κύριο λόγο ελληνική συνείδηση. Οι Βουλγαρόφωνοι όχι, διότι δεν υπάρχει Βουλγαρία.

8 χρόνια τέτοιων δράσεων μας πάει στο 1878. Η Ρωσία νικάει τους Οθωμανούς στα σημερινά όρια της βόρειας Βουλγαρίας με Ρουμανία. Καμία σχέση με την Μακεδονία. Ζητάει σαν αντάλλαγμα την ίδρυση Βουλγαρίας, στην οποία συμπεριλαμβάνει και την Μακεδονία. Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Το όνειρο γίνεται πραγματικότητα. Δημιουργείται για πρώτη φορά Βουλγαρία, με ρωσική έμπνευση και μπαίνουν οι βάσεις ώστε αυτή η χώρα να έχει αιωνίως στρατηγική φιλία με την Ρωσία.

Οι κάτοικοι της Μακεδονίας αντιδρούν όμως. Γίνονται φοβερά πράγματα, τα οποία ακόμα και σήμερα δεν έχει καθαρογράψει η ελληνική ιστοριογραφία. Γίνονται τρομερές μάχες, και μέχρι που δημιουργείται ελληνική κυβέρνηση στο Λιτόχωρο. Οι Μακεδόνες έμπρακτα ΔΕΝ θέλουν να μεταφερθούν στην Βουλγαρία. Επιδιώκουν αφ’ ενός ένωση με την Ελλάδα σε βαθύτερο χρόνο, αλλά επειδή έχουν μεγάλη αντιπαλότητα με τους Βουλγάρους και γνωρίζουν τι συμβαίνει εκεί, αρνούνται να ενταχθούν στην Βουλγαρία και πολεμούν. Τότε γίνεται η λεγόμενη Μακεδονική Επανάσταση από Έλληνες της Μακεδονίας.

Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου καταρρέει επειδή καμία μεγάλη δύναμη δεν θέλει μία τόσο ισχυρή Βουλγαρία στην περιοχή. Η Μακεδονία επιστρέφει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η διαμάχη Ελλήνων και Βουλγάρων παραμένει. Από το 1878 ως το 1913 η διαμάχη αυτή περνάει διάφορες φάσεις, ενίοτε με σκληρές μάχες και ενίοτε με ήσυχες περιόδους. Είναι μία διαρκής αντιπαλότητα, η οποία αντικατοπτρίζεται πλήρως σε όλα τα βιβλία, δημοσιεύματα και γενικά στο κλίμα της εποχής. Εθνικά «Μακεδόνες» δεν υπάρχουν πουθενά. Διακριτή γλώσσα «μακεδονική» δεν υπάρχει. Την γλώσσα των Σλαβόφωνων αρχικά (δηλαδή σίγουρα μέχρι το 1870 ή σταδιακά με σταθμούς το 1878, 1893, 1903, 1904-8, 1912-13 κλπ) την ονόμαζαν βουλγάρικα ή σλάβικα (εξ ου και σλαβόφωνοι).

Εδώ είναι και το μυστικό. Η παγίδα στην οποία πέσαμε 100 χρόνια αργότερα. Ο λόγος που ξεκίνησαν ορισμένοι Έλληνες να ονομάζουν αυτήν την διάλεκτο ως «σλαβομακεδονική» ή καλύτερα «σλαβομακεδονίτικα» ή σκέτο «μακεδονίτικα» ήταν για να ΑΠΟΤΡΕΨΟΥΜΕ αυτούς που τα μιλούσαν να ενταχθούν στην βουλγαρική εθνική συνείδηση. Για να τους φέρουμε με το μέρος μας στην ελληνική εθνική συνείδηση.

Ας σκεφτούμε ότι έχουμε έναν γείτονα, τον Κώστα Χρήστου ή τον Νικόλα Γρούϊο.  Αυτός μιλάει βουλγάρικα ή σλάβικα. Με το δεδομένο της γλώσσας που μιλάει, γίνεται στόχος προσεταιρισμού από τους Βούλγαρους Εξαρχικούς. Είναι φίλος και γείτονάς μας. Αν του πούμε, Νίκο ή Κώστα, εσύ μιλάς βουλγάρικα, αυτός θα σκεφθεί «αφού ο φίλος μου ο Έλληνας μου λέει ότι μιλάω βουλγάρικα, ε θα πάω στην Εξαρχία. Αυτοί είναι Βούλγαροι, αυτοί μιλάνε την ίδια γλώσσα με μένα. Μάλλον τελικά είμαι Βούλγαρος».

Αντί αυτού λοιπόν, του λέμε ότι μιλάει «σλαβομακεδονικά» ή –ακόμα καλύτερα!- «μακεδονίτικα». Του δίνουμε ουδέτερο όνομα. Μ’ αυτό το όνομα, και με σύνδεση με τους αρχαίους Έλληνες, τον αποτρέπουμε από το να γίνει Βούλγαρος και αυξάνουμε τις πιθανότητες να ενταχθεί στην ελληνική εθνική συνείδηση.

Ε αυτό έγινε. Έτσι εξηγείται γιατί μέχρι και ορισμένοι Έλληνες συγγραφείς, πατριώτες, που ανέδειξαν τον Μακεδονικό Αγώνα για παράδειγμα, χρησιμοποιούσαν αυτούς τους όρους. ΔΕΝ το έκαναν από εθνομηδενισμό. Έτσι εξηγείται ότι μέχρι και η Πηνελόπη Δέλτα αναφέρει αυτόν τον όρο!

Θα προχωρήσω στο παράδειγμα, διότι μιλάω για υπαρκτά πρόσωπα.

Ο Κώστας Χρήστου είναι ο θρυλικός Καπετάν Κώτας (ή Κώττας). Δεν ήξερε ούτε μία λέξη ελληνικά. Όταν τον εκτέλεσαν φώναξε στα βουλγάρικα, σλάβικα, σλαβομακεδονικά, μακεδονίτικα, όπως θέλετε πείτε τα: «Ζήτω η Ελλάδα».

Νικόλας Γρούϊος είναι το ονοματεπώνυμο του παππού του Νικόλα Γκρουέφσκι, από την Αχλάδα Φλωρίνης. Πέθανε πολεμώντας με τον ελληνικό στρατό στην Αλβανία το 1940. Ο εγγονός του έγινε πρόεδρος του VMRO και εθνικιστής υπερ-γουάου-«Μακεδόνας» και έκανε την πλατεία των Σκοπίων «μακεδονο-ντίσνευ-λαντ». Ίσως ο παππούς του είχε προγόνους που οι γείτονές του τον αποκαλούσαν απροκάλυπτα Μακεδόνα.

Οι σταθμοί που ανέφερα πριν, 1893, 1903, 1904-08, 1912-13, είναι κεφάλαια που θα μπορούσαν να συμπληρωθούν άλλη φορά. Κρατήστε το κενό. Άλλωστε είναι περισσότερο γνωστά αυτά, από όσα αυτά που περιγράφω πιο πάνω. Συνεχίζω επί της γλώσσας μόνο και όχι επί του μακεδονικού γενικά.

Θα κάνω αναφορά μόνο σε ένα γεγονός. Το 1924 συνήφθη το πρωτόκολλο Πολίτη-Καλφώφ, των δύο υπουργών εξωτερικών δηλαδή της Ελλάδας και Βουλγαρίας. Σ’ αυτό, η Ελλάδα αναγνώριζε τους σλαβόφωνους ως «βουλγαρική μειονότητα». Αντέδρασαν οι Σέρβοι και ένα χρόνο μετά, το πρωτόκολλο δεν κυρώθηκε από την ελληνική βουλή. Άρα δεν ίσχυσε ποτέ. Στο μεταξύ όμως, επειδή υπήρχε αναφορά σε αμοιβαία συνεργασία στον χώρο της παιδείας, η Ελλάδα πρόλαβε να τυπώσει το λεγόμενο Αμπετσεντάρ. Δηλαδή ένα αναγνωστικό στην βουλγαρική γλώσσα. Αυτό έγινε το 1925. Το εκδώσαμε για τους βουλγάρους και ήταν στην βουλγαρική γλώσσα. Οι Σκοπιανοί το χρησιμοποιούν ως απόδειξη αναγνώρισης «μακεδονικής γλώσσας» από την Ελλάδα. Τόση διαστροφή.

Γίνανε λοιπόν πόλεμοι και καταλήξαμε στα σημερινά σύνορα. Σλαβόφωνοι παρέμειναν στην Ελλάδα μετά τους πολέμους. Ακριβώς λόγω της συνεργασίας των σλαβόφωνων της Μακεδονίας με τους Βούλγαρους κατακτητές της κατοχής (μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα είχε τριπλή κατοχή από Γερμανία, Ιταλία ΚΑΙ Βουλγαρία στην Ανατολική Μακεδονία συγκεκριμένα), αλλά και λόγω της δράσης πολλών σλαβοφώνων στις τάξεις του ΔΣΕ που αποσκοπούσαν φανερά στην δημιουργία μίας «Ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης», δόθηκε η δυνατότητα το 1949 σε όσους σλαβόφωνους δεν είχαν ελληνική εθνική συνείδηση αλλά κάτι άλλο, να φύγουν από την Ελλάδα. (Τότε έφυγε ο Νικόλα Γρούϊος, ο οποίος φτάνοντας στα Σκόπια το μετέτρεψε σε Γκρουέφσκι).

Άλλοι έμειναν. Θεωρητικά, όσοι έμειναν είχαν ελληνική εθνική συνείδηση ή τέλος πάντων δεν ήταν εχθρικοί στην Ελλάδα. Μέχρι το 1990 δεν υπήρχε κανένα σοβαρό θέμα μ’ αυτούς. Κάπου εκεί, αρχές του 1990, ξεκίνησε η διακίνηση ενός ζητήματος «αναγνώρισης μακεδονικής μειονότητας». Θα ξαναπώ ότι τον Ιανουάριο του 1990 ιδρύθηκε στην Φλώρινα το «Στέκι Μακεδονικού Πολιτισμού» από 4 άτομα. Ένα από αυτά ήταν ο σημερινός βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σούλτσας. Ένα άλλο ήταν ο γνωστός για τη δράση του Παύλος Βοσκόπουλος. Μιλάμε για 21 ολόκληρους μήνες ΠΡΙΝ αποσχιστεί από την Γιουγκοσλαβία η πΓΔΜ (Σεπτέμβριος 1991). Πατήθηκε κάποιο πλήκτρο λοιπόν στα τέλη του 1989 και άρχισε να δημιουργείται το εν λόγω ζήτημα.

Επιστρέφω στην γλώσσα. Μέσα στην διαμόρφωση μίας συγκροτημένης και διακριτής εθνικής ταυτότητας «Μακεδόνων», ο Τίτο μετά το 1944 δεν μπορούσε παρά να προσπαθήσει να φτιάξει μία άλλη γλώσσα. Δεν έπλασε την εθνική αυτή συνείδηση τόσο για μας, όσο για τους Βούλγαρους. Δεν ήθελε να δώσει μελλοντικές αφορμές στην Βουλγαρία να διακινεί ζητήματα μειονότητας στην Γιουγκοσλαβία. Ήθελε λοιπόν ρητά να τους αποβουλγαροποιήσει και έκανε ό,τι έκανε.

Μέσα σε ό,τι έκανε ήταν να δώσει εντολή για να φτιαχτεί ένα λεξικό και μία γραμματική. Αυτά έγιναν τα πρώτα χρόνια από το 1944 μέχρι το 1952. Τότε μπήκαν οι βάσεις γι’ αυτό που αποκαλούν οι Σκοπιανοί «μακεδονική γλώσσα». Η γλώσσα αυτή δημιουργήθηκε με βάση τη βουλγαρική, με ορισμένες σερβικές συλλαβές διπλασιασμού και διάφορα στοιχεία που βρήκαν στην προφορική της παράδοση στην περιοχή (ιδιωματισμούς).

Προσέξτε τώρα το άλλο. Μία γλώσσα είναι ζωντανός οργανισμός. Εξελίσσεται. Εφόσον αυτή η γλώσσα απέκτησε σάρκα και οστά, δηλαδή γραμματική, συνταντικό, λογοτεχνικά κείμενα, ανθρώπους που τη μιλούσαν ως διακριτή κλπ, είχε μία κάποια εξέλιξη. Αυτήν την εξέλιξη την ΕΧΑΣΑΝ οι Έλληνες σλαβόφωνοι! Αυτοί, ζώντας στην Ελλάδα, συνέχισαν απλώς να μιλούν το ίδιο βουλγάρικο/σλάβικο ιδίωμα από τα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν εναρμονίστηκαν στην επίσημη γλώσσα των Σκοπίων.

Γι’ αυτό άλλωστε η γλώσσα των σλαβοφόνων της Φλώρινας είναι πιο κοντά στα βουλγάρικα από όσο είναι στην επίσημη των Σκοπίων! Δεν είναι η ίδια!



ΑΝΤΙΒΑΡΟ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ : ΕΜΕΙΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΙ ΦΥΣΙΚΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ

Του Μιχάλη Τάντη
 
Όσο ο χρόνος κυλά και φτάνουμε όλο και πιο κοντά στην ημέρα των φακέλων και των παραβάν, τόσο η προπαγανδιστική επίθεση των νεοκομμουνιστών και νεοφιλελευθέρων προς την κοσμοθεωρία μας τον Εθνικισμό εντείνεται.Η προπαγάνδα τους έχει εξελιχθεί και μάλιστα πολύ. 
Παλιότερα μας αποκαλούσαν φασίστες και ακροδεξιούς επειδή στο μυαλό τους αυτές οι λέξεις είναι υβριστικές.Με την πάροδο του χρόνου ακούμε όλο και περισσότερους να λένε: 
“Αν είναι φασισμός να αγαπάς την Ελλάδα, τότε είμαι και εγώ φασίστας”! Θυμάστε τους μαθητές Λυκείου της Βορείου Ελλάδος; Έτσι για παράδειγμα. 

Το προπαγανδιστικό τους όπλο,τους γύρισε μπούμερανγκ και όντως τους ζάλισε πολύ….Επειδή έχουν ψοφήσει και τα όποια παιχνίδια τους έχουν μείνει, οι ως άνω χαρακτηρισμοί δεν εκτοξεύονται σε απλούς πολίτες ή ιδεολογικούς τους αντιπάλους. Πλέον η “κοινή ύβρις” για τους κοινοβουλευτικούς είναι να αποκαλεί ο ένας τον άλλον φασίστα! Όχι ότι δεν περιμέναμε τα πάντα από αυτούς, αλλά τέτοια φτώχεια στην πολιτικάντικη ρητορική προκαλεί εντύπωση. 

Loading... 

Θα πει κάποιος ότι πλέον λέξεις όπως “εθνικισμός” έχουν φορτιστεί αρνητικά από τη προπαγάνδα τους και έχει απόλυτο δίκιο.Έκαναν όμως το μοιραίο λάθος.Το λάθος που τονίζεται σχεδόν σε όλα τα περί προπαγάνδας βιβλία. Το λάθος τους ήταν η κατάχρηση. Γιατί; Γιατί η κατάχρηση φέρνει την απομυθοποίηση, τον χειρότερο εχθρό της λεκτικής προπαγάνδας. 
Αυτό δεν θα μπορέσουν να το διαχειριστούν για έναν και μόνο λόγο: Δεν τους πιστεύει κανένας και για κανέναν λόγο.Στο κάδρο πλέον, είναι υποχρεωμένος να μπει ο εθνικισμός. 
Οι εθνικιστές, οι φυσικοί φορείς της εθνικής ευθύνης, πρέπει να αδράξουμε την ευκαιρία. 
Τώρα που οι συμπολίτες μας είναι απελπισμένοι και περιφέρονται από το ένα κόμμα στο άλλο, πρέπει να δράσουμε.Η δράση μας όμως, δεν έχει σκοπό να εκμεταλλευτούμε την απελπισία των Ελλήνων, αλλά να τους δείξουμε ότι οι πολιτικοί είναι εκείνοι που τους έκρυψαν την ελπίδα για την χώρα, για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Δεν θέλουμε οι συμπολίτες μας απλά να στηρίξουν τη προσπάθειά μας να βγούμε στο φως, αλλά να γίνουν και οι ίδιοι μέρος της προσπάθειας.

Η αντικομματική μας νοοτροπία μας επιτρέπει, να απευθυνόμαστε σε όλους κυριολεκτικά! 
Ο Κορνήλιος Ζελέα Κοντρεάνου είχε δίκιο όταν έγραφε ότι: «Ο τελικός στόχος δεν είναι η ζωή. Είναι η ανάσταση»! Βγαίνουμε υπερήφανα και δηλώνουμε τι είμαστε: «Είμαστε εθνικιστές!Ναι είμαστε οι καλύτεροι του Έθνους και από το έθνος δεν εξαιρείται κανείς Έλληνας»!Άλλωστε όταν πολεμούν οι εθνικιστές, πολεμά το ίδιο το έθνος!... 


ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΑΦΟΣΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΤΣΑΜΗΔΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ ΣΤΙΣ 26 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1943

Μια κατάπτυστη επιστολή του ηγέτη των Τσάμηδων Νουρή Ντίνο Μπέη στον Μουσολίνι δείχνει τον προδοτικό ρόλο των Τσάμηδων εις βάρος της Ελλάδος και την αφοσίωση τους προς την Ιταλία.
Η επιστολή εστάλη τον Φεβρουάριο του 1943 , φυλάσσεται στα ιταλικά αρχεία και στην τελευταία της παράγραφο και άσχετα με τις μετέπειτα εξελίξεις ,ο Νορή Ντίνο Μπέης ζητά από τον Καβαλιέρε,όπως αποκαλεί τον Ντούτσε ,να περάσουν οι Τσάμηδες στην Αλβανία,προφανώς γιατί είχει αντιληφθεί τις ευθύνες τους για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει.
Ο Νουρή Ντίνο Μπέης γεννήθηκε στην Παραμυθιά και όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος κατά της Ελλάδος οργάνωσε ένοπλα τμήματα βοήθειας προς τους Ιταλούς και αργότερα προς τους Γερμανούς.
Η άλλη προσπάθεια των Ιταλών ήταν η υποδαύλιση αποσχιστικού κινήματος από τους μουσουλμάνους αλβανόφωνους τους λεγόμενους Τσάμηδες. Την πρωτοβουλία αυτήν την είδαν θετικά οι Γερμανοί όταν από το 1943 ανέλαβαν τον έλεγχο της ιταλοκρατούμενης ζώνης, γιατί οι Τσάμηδες διέκειντο φιλικά και προς τους Γερμανούς. Έτσι προσπαθώντας να ενδυναμώσουν τους Τσάμηδες δημιούργησαν την «Σκιπετάρικη Χωροφυλακή» η οποία καταδυνάστευε τον εγχώριο πληθυσμό στη Νότια Αλβανία, που ουσιαστικά ήταν Έλληνες Βορειοηπειρώτες, αλλά και στην Θεσπρωτία. 


Οι Βρετανοί που δρούσαν στην κατεχόμενη Ελλάδα, επιχείρησαν να συνεννοηθούν με τους Τσάμηδες, ώστε να τους στρέψουν εναντίον των Γερμανών. Η αποτυχία τους ήταν πλήρης. Οι βιαιότητες εναντίον των Ελληνικών πληθυσμών ήταν πρωτοφανείς.
Έτσι την άνοιξη του 1944, όταν οι σύμμαχοι άρχισαν επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών ζήτησαν από τις δυνάμεις του Ναπολέοντα Ζέρβα (ΕΔΕΣ) να καταλάβει τις ακτές της Ηπείρου στην περιοχή της Πάργας για να προσορμίζονται συμμαχικά υποβρύχια, που μετέφεραν πολεμοφόδια. Στις μάχες που ακολούθησαν (Πάργα, Παραμυθιά, Ηγουμενίτσα κ.λπ.) πήραν μέρος μαζί με τους Γερμανούς και οι Τσάμηδες της περιοχής με ένοπλα τμήματα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η συμμαχική αποστολή έδωσε εντολή στις δυνάμεις του Ζέρβα να διαλύσει αυτά τα ένοπλα εχθρικά τμήματα. Έτσι όταν άρχισαν τον Οκτώβριο του 1994 να υποχωρούν προς τα Αλβανικά εδάφη οι Γερμανοί, τους ακολούθησαν και οι Τσάμηδες με τις οικογένειές τους περίπου 16 έως 18.000 άτομα, για να αποφύγουν τις επιθέσεις των ανταρτών του ΕΔΕΣ. Και έκτοτε παρέμειναν στην Αλβανία οριστικά..
Η επιστολή του Νουρή Ντίνο Μπέη προς τον Μουσολίνι
«Η αφοσίωσή μου και οι από πλέον των 40 ετών παρασχεθείσες υπηρεσίες στην Ιταλία με υποχρεώνουν να σας αναφέρω όσα συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό στην Τσαμουριά, Ελλάδα και Νότια Αλβανία όπου έτυχα μάρτυς και θύμα μιας ύπουλης επίθεσης, που κόστισε την ζωή και αρκετών Ιταλών στρατιωτών.
Στη Νότια Αλβανία η κατάσταση έχει καταντήσει ανησυχητική. Η έλλειψη συνετών οδηγιών και η αδυναμία των αρχών επέτρεψε την διείσδυση της εχθρικής προπαγάνδας με την δημιουργία ανταρτικών ομάδων, οι οποίες καλυμμένες με τη μάσκα υποθετικών εθνικιστικών σκοπών είναι αναρχικά όργανα παρακινούμενα από πράκτορες και οδηγίες, που έχουν διεισδύσει από την Ελλάδα.
Όλοι οι καλοί Αλβανοί πατριώτες είναι σύμφωνοι στο συμπέρασμα, ότι αυτοί οι αναρχικοί είναι προδότες της πατρίδας τους, και η ενδεχόμενη αδιαφορία της Ιταλίας θα άφηνε την Αλβανία έρμαιο των Ελληνικών και Σλαβικών βαρβαροτήτων, που θα κατέστρεφαν την Αλβανία και θα κατέσφαζαν τους Αλβανούς επειδή ασπάσθηκαν την Ιταλική υπόθεση. 


Η εμπειρία μου και η γνώση μου των μερών και των ατόμων, μου επιτρέπουν να διαβεβαιώσω ότι υπάρχει ακόμη (δυνατότητα) επανορθώσεως της παρούσης καταστάσεως υπό την προϋπόθεση της δραστηριοποιήσεως αμέσως και με αποφασιστικότητα και του κατακερματισμού στις ρίζες της αρχής αυτού του επικίνδυνου κινήματος, πριν αυτό μπορέσει να πάρει έκταση καταστροφική. Δεν είναι αυτές οι στιγμές για να αναζητήσουμε τις ευθύνες των διαπραχθέντων σφαλμάτων, ούτε να φανούμε αδύναμοι ανεχόμενοι την αναρχία και την εξέγερση, κι αυτό για να μην ξαναδούμε να επαναλαμβάνονται τα γεγονότα της Vallona (Σ.Σ Αυλώνα) του 1920 όταν χρειάστηκε να επιμείνω πολύ στον κόμη Storza (τότε υπουργό Eξωτερικών) για να τον πείσω ότι εάν δεν μπορούσε να αποφύγει την εκκένωση της Αλβανίας, να μην αποσυρθεί πριν καταστείλει την εξέγερση.
Αυτοί που τον τελευταίο καιρό είχαν την εξουσία στην Αλβανία αποδείχθηκαν αδύναμοι και συμβιβαστικοί προς τους αντάρτες προς μεγάλη ζημιά της Ιταλίας και της Αλβανίας. Σήμερα θα χρειαζόταν να διαλέξουμε κατάλληλα άτομα που μπορούν να αναλάβουν την αποστολή και την ευθύνη της απόλυτης καταστολής αυτών των σκοτεινών κινημάτων. Αυτά τα άτομα πρέπει να είναι πιστοί και δοκιμασμένοι φίλοι της Ιταλίας, από πατριωτισμό και όχι από χρηματισμό, να κατέχουν όλη την απαραίτητη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα, χωρίς φόβο να εμπλακούν με σκοπό να διεξαγάγουν ένα ανηλεές κυνηγητό στους αντάρτες και τους φίλους των και εν ανάγκη να καταστρέψουν τις εστίες τους και τα χωριά που τους βοηθούν αρχίζοντας από το Curvelesi.
Εάν δεν θεωρηθεί σκόπιμο να γίνει αυτό από μέρους των Ιταλικών δυνάμεων, δεν θα είναι δύσκολο να πετύχουμε τον σκοπό με τον σχηματισμό των 6.000 εθελοντών Τσαμουριωτών και Κοσοβάρων που είναι πραγματικοί φίλοι της Ιταλίας επειδή γνωρίζουν τι τους περιμένει εάν αυτή τους εγκαταλείψει.
Όσον αφορά την Τσαμουριά, πρέπει να σας αναφέρω Εξοχώτατε, ότι η αφοσίωση από εμάς τους Τσαμουριώτες στην Ιταλία, μας επέσυρε όλες τις διώξεις που η πονηριά των ελληνικών κυβερνήσεων μπόρεσε να σχεδιάσει. Για την συνεργασία μας με τα Ιταλικά στρατεύματα το 1917 και κατά την διάρκεια αυτού του πολέμου, δεν υπάρχει οικογένεια που να μην πλήρωσε με το αίμα την καταστροφή του σπιτιού και την αφαίρεση της ιδιοκτησίας. Σήμερα η παρουσία των Ιταλικών στρατευμάτων μας επέτρεψε να επιστρέψουμε στη χώρας μας, αλλά το μαρτύριο μας συνεχίζεται ακόμα σ' αυτή την άτυχη περιοχή, παρά την υπόσχεση που μας έδωσε η Εξοχότητά σας. 


Εμείς ελπίζαμε να ελευθερωθούμε από την Ελλάδα αλλά δυστυχώς μας κόβεται η ανάσα, βλέποντας ότι εμείς και η χώρα μας είμαστε εγκαταλελειμμένοι στα χέρια των διωκτών μας της Αθήνας, όταν στα νησιά του Ιονίου οι Έλληνες που δεν έκαναν τίποτα, για να το αξίζουν από την Ιταλία χαίρουν μιας απόλυτης δικαιοσύνης και ασφάλειας με μια τέλεια πολιτική και οικονομική Ιταλική διοίκηση, κάτω από τη συνετή διεύθυνση ενός ανθρώπου έξυπνου σωστού και τιμημένου.
Όλοι οι Έλληνες είναι οπλισμένοι, και μέρα με τη μέρα περιμένουν την πολυπόθητη άφιξη των Άγγλων, απευθύνοντας μας συχνά απειλητικά υπονοούμενα. Οι Τσαμουριώτες εν τω μεταξύ μου έχουν συχνά απευθύνει την ερώτηση: «Η Ιταλία πολέμησε την Ελλάδα για την Τσαμουριά, γιατί τώρα δεν υπολογίζει την πίστη μας και μας αφήνει στο έλεος των κοινών μας εχθρών;».
Όλοι φοβούνται ότι η Ιταλία θα αποσυρθεί αφήνοντάς τους σε μια κατάσταση πολύ χειρότερη από εκείνη του 1917 και παρακαλούν οι οικογένειές τους να επιτραπεί να μπουν στην Αλβανία, και στους άνδρες να επιστραφούν τα όπλα που παρέδωσαν στις στρατιωτικές αρχές.
Αυτός ο κόσμος οπλισμένος δυνατός και γενναιόδωρος θα μπορούσε να υπερασπιστεί τη γη του, και να πεθάνει για την αφοσίωσή του στην Ιταλία.
Ντίνο
Ρώμη, 26 Φεβρουαρίου 1943»
Άσχετα με τις κατοπινές εξελίξεις, στην τελευταία παράγραφο της επιστολής του ο Νουρή Ντίνο Μπέης, ζητούσε από το 1943 από τον Μουσολίνι, να φύγουν οι Τσάμηδες και να περάσουν στην Αλβανία!!! Προφανώς είχε αντιληφθεί τις ευθύνες πολλών για εγκλήματα που είχαν διαπράξει.
Οι αδελφοί Ντίνο στηρίζουν Φασισμό και Ναζισμό
Ο Νουρή Ντίνο Μπέης γεννήθηκε στην Παραμυθιά. Όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος από την φασιστική Ιταλία εναντίον της Ελλάδος, οργάνωσε ένοπλα τμήματα, βοηθώντας τους Ιταλούς και αργότερα τους Γερμανούς. Στο βιβλίο του «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ» ο γνωστός αριστερός διανοούμενος Δημήτριος Γληνός, (σελ. 22-23) γράφει: «Και κατέβηκαν ακόμα, πίσω από τους Γερμανοϊταλούς στην Ελληνική Ήπειρο οι γενναίοι Αρβανίτες, για το πατροπαράδοτο πλιάτσικο».
Αμέσως μετά την συνθηκολόγηση και της κατάληψη της Ελλάδας οι Ιταλοί έσπευσαν να ανταμείψουν το Νουρή Ντίνο Μπέη. Με διάταγμα της ιταλικής κυβέρνησης διορίστηκε «Ύπατος Αρμοστής Θεσπρωτίας». Ο αδελφός του Ναζάρ Ντίνο διορίσθηκε συνταγματάρχης της «Μιλίτσια», δηλαδή της Πολιτοφυλακής. Το ίδιο διάταγμα διόριζε τον πρώην υπουργό Φεϊζή Αζότι «Πολιτικό Αρμοστή» της Αλβανικής Κυβέρνησης στα εδάφη Κοσσόβου, της Δίβρης και της Στρούγκας.
Αργότερα, τα δύο αδέρφια με επίνευση των Ιταλών, δημιούργησαν την οργάνωση «Κσίλι Νασιονάλ Σκιπετάρ» (Εθνική Αλβανική Επιτροπή), ένα είδος τοπικής κυβερνήσεως, που για λόγους συντομίας λεγόταν «Ξίλια» (K.S.I.L.I.A) . Η οργάνωση αυτή δημιούργησε 14 τάγματα που έκαναν φοβερά εγκλήματα εις βάρος των Ελλήνων κατοίκων της περιοχής. Ειδικότερα οι ηγέτες των Τσάμηδων, μπέηδες μεγαλοτσιφλικάδες από την εποχή της Τουρκοκρατίας, συνεργάστηκαν με τις κατοχικές αρχές και συμμετείχαν σε διώξεις, καταστροφές, και μαζικές εκτελέσεις. Γνωστότερη είναι η εκτέλεση 49 προκρίτων της Παραμυθιάς, τον Σεπτέμβριο 1943, που έκαναν οι Γερμανοί με υπόδειξη των Τσάμηδων.
Μετά την απελευθέρωση, το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων της Ελλάδας, καταδίκασε με την υπ. αριθμ. 344 απόφαση της 29 Μαΐου 1945, σε θάνατο 1.930 Μουσουλμάνους Τσάμηδες. Όμως ουδεμία απόφαση εκτελέστηκε, γιατί οι Τσάμηδες είχαν ήδη εκδιωχθεί από τα ελληνικά εδάφη.
Αυτοί με λίγα λόγια ήταν οι Τσάμηδες και ο ηγέτης τους Νουρή Ντίνο Μπέης.
Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο


himara.gr
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ
 

«ΤΣΑΜΗΔΕΣ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΑΣ» ΜΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ - ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΩΝ ΤΣΑΜΗΔΩΝ ΘΑ ΜΑΣ ΑΠΟΣΧΟΛΗΣΕΙ ΚΑΙ ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΞΕΡΟΥΜΕ ΠΟΙΟΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΕΙΝΑΙ

Του Όθωνα Κ. Κυπριωτάκη
Ταξιαρχου Διερμηνέα εα Πτυχιούχου του Νομικού Τμήματος της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Γεωγραφία
«Τσαμουριά» (Cameria) είναι το ανεπίσημο όνομα μίας ευρύτερης περιοχής του γεωγραφικού διαμερίσματος της Ηπείρου. Έχει σχήμα αχιβάδας με δυτικό προσανατολισμό. Οριοθετείται ανατολικά από Βορρά προς Νότο από τους ορεινούς όγκους Μακρύκαμπου, Τσαμαντά (Μουργκάνας), Κασιδιάρη και Κουρέντων, τις προσβάσεις του όρους Τόμαρου (Ολύτσικα) και τα όρη του Σουλίου, της Παραμυθιάς και των Θεσπρωτικών (Ζάλογγο).
Δυτικά βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος, από το νότιο άκρο του Δέλτα του ποταμού Αχέροντα στο Νότο (Ελλάδα) και μέχρι τη λιμνοθάλασσα «Βουθρωτού» (Butrint) στην περιοχή Αγίων Σαράντα (Sarandë) στο Βορρά (Αλβανία) απέναντι από την Κέρκυρα.
Ονοματοδοσία
Όσον αφορά στο όνομα, υπάρχουν πολλές εκδοχές: η πιο πειστική θέλει να προέρχεται από παραφθορά του αρχαίου ονόματος «Θύαμις» του ποταμού Καλαμά, που διασχίζει το κέντρο της γεωγραφικής περιοχής. Έτσι, η λέξη «Θυαμουρία» κατέληξε να προφέρεται στην Ελληνική «Τσαμουριά» και στην Αλβανική «Τσαμερία» (Cameria).
Πληθυσμιακή προέλευση
Είναι γνωστό ότι το τιμαριακό (φεουδαλικό) καθεστώς, που υπήρχε κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως, δεν άλλαξε μετά την Άλωση. Οι Οθωμανοί δυνάστες, για να εξασφαλίσουν τον έλεγχο επί των πληθυσμών που κατέκτησαν, εκτός από την καταπίεση και τους εκβιασμούς, συνεργάσθηκαν με ορισμένους κυρίους τιμαρίων της πρώην Αυτοκρατορίας, οι οποίοι για να διατηρήσουν τα προνόμιά τους προσηλυτίσθηκαν στο Ισλάμ μαζύ με τους υπηκόους τους.
Οι Μουσουλμάνοι ή αλβανόφωνοι Τσάμηδες προέρχονται από τοπικό χριστιανικό ελληνικό και αλβανικό στοιχείο, που εξισλαμίσθηκε μετά την οθωμανική κατάκτηση (15ο αιώνα) και κυρίως με τη βία το 17ο αιώνα, μετά την εξέγερση και το μαρτυρικό θάνατο του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου του Φιλοσόφου (1611), που οι Τουρκαλβανοί αποκάλεσαν ειρωνικά «Σκυλόσοφο».
Οι προσπάθειες για προσηλυτισμό εντάθηκαν την περίοδο 1740-80, όταν πολλοί των Ελλήνων εξισλαμίσθηκαν για να μην αρπάξουν τις περιουσίες τους Αλβανοί «κύριοι» (μπέηδες/bey). Με εντολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο κήρυκας και εθνομάρτυρας Κοσμάς ο Αιτωλός ξεκίνησε περιοδείες ενίσχυσης του χριστιανικού στοιχείου, χάρις στις οποίες αποφεύχθηκε ο πλήρης εξισλαμισμός. Γι’ αυτό, το 1779 κατηγορήθηκε και μαρτύρησε στο Καλικόντασι (Kolkondas) μεταξύ Φιέρι (Fier) και Αντιπάτρειας (Berat) της σημερινής Αλβανίας.
Την πρώτη περίοδο μέχρι τον 19ο αιώνα, η συντριπτική πλειονότητα των εξισλαμισμένων κατοίκων της Θεσπρωτίας μιλούσε μόνο την ελληνική γλώσσα.
Λόγω των συναλλαγών τους, όμως, με Αλβανούς μπέηδες, υιοθέτησαν σταδιακά την Αλβανική. «Τσάμηδες» (Cami) ήταν αρχικά γεωγραφικός προσδιορισμός όλων των κατοίκων της Θεσπρωτίας. Επειδή οι Έλληνες Χριστιανοί κάτοικοι προτιμούσαν τον όρο «Έλληνας» ή «Χριστιανός», σταδιακά οι λέξεις «Τσαμουριά» και «Τσάμης» κατέληξαν να περιλαμβάνουν μόνο τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι ήσαν επίσης γνωστοί ως «Τουρκαλβανοί».
Στην ευρύτερη αυτή περιοχή ανήκε και η ομάδα των χωριών του Σουλίου (Σούλι, Αβαρίκος, Σαμονίβα, Κιάφα), όπου κατοικούσαν αδούλωτοι αλβανόφωνοι Έλληνες μέχρι την καταστροφή του 1802, μια απόδειξη ότι οι περισσότεροι αλβανόφωνοι είχαν ακραιφνή ελληνική συνείδηση.
Διοικητική υπαγωγή
Η πολιτική ιστορία της Ηπείρου έγινε περίπλοκη μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Το μεγαλύτερο μέρος της καταλήφθηκε από τον Ελληνικό Στρατό το 1912-13, δυνάμεις του οποίου έφθασαν μέχρι τη Χειμάρα (Himarë). Ατυχώς, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης Ειρήνης των Αθηνών (1/14 Νοεμβρίου 1913) μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η απελευθερωμένη Ήπειρος δεν εκχωρήθηκε ολόκληρη στην Ελλάδα.
Αρχικά, οι περιοχές της Τσαμουριάς εντός της Ελλάδος μοιράσθηκαν σε δύο διαφορετικούς νομούς: στο νομό Ιωαννίνων περιλήφθηκαν οι επαρχίες Φιλιατών (Θυάμιδος από το 1928) και Παραμυθίας, και στο νομό Πρεβέζης η επαρχία Μαργαριτίου. Το 1937 ιδρύθηκε ο νομός Παραμυθίας, στον οποίο περιλήφθηκαν:
1) η επαρχία Θυάμιδος, που διαιρέθηκε σε δύο: Φιλιατών και Θυάμιδος,
2) η επαρχία Σουλίου (πρώην επαρχία Παραμυθίας), με εξαίρεση τις κοινότητες Βαλανιδιά, Βερενίκη, Βροσίνα, Γρανίτσα, Δοβλά, Ζάλογγο, Ζαραβούτσι (Άγιος Νικόλαος από το 1955), Ζωτικό, Καταμάχη, Κεράσοβο,Κόπρα (Ανθοχώρι από το 1955), Παρδαλίτσα, Πολύδωρο, Ραδοβίζι και Σενίκο που παρέμειναν στην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων, και
3) η επαρχία Μαργαριτίου, με εξαίρεση τα χωριά Αχερουσία, Βαλανιδοράχη, Βουβοπόταμος, Καναλάκι, Μουζακαίικα και Νάρκισσος, που παρέμειναν στην επαρχία Νικοπόλεως του νομού Πρεβέζης. Στον ίδιο νομό ανήκει και η περιοχή Πάργας, που ενώ ανήκει γεωγραφικά στη Θεσπρωτία,ιστορικά διατήρησε μια αυτονομία και συνδεόταν με τα Ιόνια Νησιά, όπως και η Πρέβεζα. Και οι δύο παράλιες πόλεις κατελήφθησαν από τον Αλή Πασά, η Πρέβεζα το 1798 και η Πάργα το 1819.
Περίοδος Βαλκανικών-Α’ Παγκοσμίου Πολέμου
Στην διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, σημειώθηκαν δολοφονικές επιθέσεις ατάκτων συμμοριών Τσάμηδων στα μετόπισθεν των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων, που απελευθέρωσαν την Ήπειρο, ιδίως κατά τις επιχειρήσεις εναντίον του οχυρού Μπιζανίου και προς το Αργυρόκαστρο. Ο σκοπός τους ήταν μάλλος εγκληματικός παρά στρατιωτικός. Η κατάληψη της λεγόμενης Τσαμουριάς ολοκληρώθηκε στα τέλη Φεβρουαρίου 1913.
Η ανεξαρτησία της Αλβανίας αποφασίσθηκε την 29 Ιουλίου 1913 κατά τη Διάσκεψη του Λονδίνου, που οριστικοποίησε τα σύνορα και δημιούργησε το αλβανικό κράτος. Οι Τσάμηδες, σύμφωνα με τη συνθήκη Ειρήνης των Αθηνών, έγιναν Έλληνες υπήκοοι «ως κάτοικοι των οθωμανικών χωρών που περιήλθαν στην κυριαρχία της Ελλάδος». Ως Μουσουλμάνοι σύμφωνα με την ίδια συνθήκη, είχαν το δικαίωμα να διατηρήσουν την οθωμανική υπηκοότητα και εντός διαστήματος τριών ετών να μεταναστεύσουν σε οθωμανικά εδάφη.
Άγνωστος αριθμός Μουσουλμάνων Τσάμηδων αναχώρησε τότε, και εγκαταστάθηκε στην ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία.
Τα Τίρανα, ιδίως όσο διαρκούσαν οι προσπάθειες δημιουργίας ελληνικού κρατιδίου στη βόρεια Ήπειρο (1912-14 και 1915-16), διατήρησαν τη ρητορική ότι οι Τσάμηδες ήσαν Αλβανοί και ότι η περιοχή της Ελλάδος, όπου κατοικούσαν, έπρεπε να περιληφθεί στο αλβανικό κράτος. Σε αυτό τους επικουρούσαν οι Ιταλοί, ιδίως μετά την ήττα των Σέρβων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1915) και την εγκατάσταση ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο. Τα στρατεύματα αυτά παρέμειναν στην περιοχή της Αυλώνας (Vlorë) και τη νήσο Σάσωνα (Sazan) ακόμη και μετά την λήξη του πολέμου για περίπου δύο χρόνια. Σε πολιτικό επίπεδο, υπήρξε μια σύντομη ελληνο-ιταλική προσέγγιση, που οδήγησε την 29 Ιουλίου 1919 σε μυστική συμφωνία μεταξύ του Ελευθερίου Βενιζέλου και του Ιταλού υπουργού Εξωτερικών Τομάσο Τιτόνι για τα ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών, με την οποία η Ιταλία θα αναγνώριζε την παραχώρηση και της βορείας Ηπείρου στην Ελλάδα.
Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή
Η Ελλάδα εξουσιοδοτήθηκε αλλά δεν πραγματοποίησε την άμεση κατάληψη της βόρειας Ηπείρου σε εφαρμογή της απόφασης της 14 Ιανουαρίου 1920 του Ανωτάτου Συμβουλίου της Συνδιασκέψεως Ειρήνης, επειδή ο Στρατός της ήταν δεσμευμένος στη Μικρά Ασία. Εν τω μεταξύ, η χάραξη της οριστικής οριογραμμής μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας παρέμενε σε εκκρεμότητα, γεγονός που εκμεταλλεύθηκαν τόσο η Αλβανία, όσο και η Ιταλία.
Την ίδια εποχή, η Ιταλία άλλαξε πολιτική και ευνόησε τη δημιουργία μίας μεγάλης Αλβανίας υπό την στρατιωτική και πολιτιστική της επιρροή. Ο νέος Ιταλός υπουργός Εξωτερικών κόμης Κάρολος Σφόρτσα κατήγγειλε τη συμφωνία Βενιζέλου-Τιτόνι. Στην πολιτική αυτή εντάχθηκε η υπογραφή της ιταλο-αλβανικής συμφωνίας των Τιράνων την 2 Αυγούστου 1920, σύμφωνα με την οποία η Ιταλία εκκένωσε τα στρατεύματά της από την Αλβανία και διατήρησε τη νήσο Σάσωνα.
Το πολιτικό σκηνικό επιδεινώθηκε για την Ελλάδα μετά την ήττα του Βενιζέλου κατά τις εκλογές της 1 Νοεμβρίου 1920, την ανάδειξη βασιλικής κυβέρνησης και το δημοψήφισμα για το βασιλέα Κωνσταντίνο Α’. Η επάνοδος του μονάρχη προκάλεσε δυσμενείς αντιδράσεις από τις κυβερνήσεις των νικητριών Δυνάμεων του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παράλληλα, το λεγόμενο «Αδριατικό» ζήτημα μεταξύ Ιταλίας και του βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων έληξε με τη συνθήκη του Ραπάλλο την 30 Νοεμβρίου 1920, κατά τρόπο που δεν ευνοούσε τα συμφέροντα της Ελλάδας. Η Ιταλία βρήκε το πρόσχημα, που ζητούσε, και υποστήριξε την εισδοχή της Αλβανίας στην Κοινωνία των Εθνών (ΚΤΕ) την 17 Δεκεμβρίου 1920, καθώς και το αίτημά της προς το διεθνή οργανισμό για την παραχώρηση σε αυτήν πρόσθετων εδαφών.
Η οριστική χάραξη των συνόρων τυπικά έγινε την 9 Νοεμβρίου 1921 από την πρεσβευτική Διάσκεψη. Ως σύνορα μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας προσδιορίσθηκαν αυτά που είχαν προταθεί με το πρωτόκολλο της Κερκύρας της 17 Μαΐου 1914. Η συμφωνία Βενιζέλου-Τιτόνι και η απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου της Συνδιασκέψεως αγνοήθηκαν εντελώς. Η εφαρμογή της συμφωνίας στο έδαφος ανατέθηκε σε επιτροπή υπό την προεδρία Ιταλού αξιωματικού. Η Ήπειρος και η Τσαμουριά διαιρέθηκαν έκτοτε στα δύο μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας. Η γεωγραφική περιοχή «Τσαμουριάς» ανήκει εν μέρει στην Ελλάδα (σημερινές πρώην επαρχίες Θυάμιδος με την Ηγουμενίτσα,Μαργαριτίου, Σουλίου με την Παραμυθιά και Φιλιατών του νομού Θεσπρωτίας,και περιοχή Αχέροντα του νομού Πρεβέζης), και εν μέρει στην Αλβανία (περιοχές Δελβίνου-Delvinë και Αγίων Σαράντα).
Μέχρι το χρονικό εκείνο σημείο, κύκλοι των Τσάμηδων εντός της Ελλάδος έδειχναν μια αίσθηση ικανοποίησης για την ελληνική διοίκηση και δεν είχαν εκδηλώσει ανοικτά θέληση να ενωθούν με το νέο αλβανικό κράτος.
Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης
Η ήττα της Ελλάδος κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε καταλυτική για τις σχέσεις των Τσάμηδων με τους Έλληνες. Με σύμβαση, που επίσης υπογράφηκε στη Λωζάνη την 30 Ιανουαρίου 1923, αποφασίσθηκε ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και του νέου τουρκικού κράτους με βάση το θρήσκευμα.
Τα Τίρανα με την υποστήριξη της Ρώμης, όπου είχε επικρατήσει το φασιστικό καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι, κατέβαλαν κάθε προσπάθεια ώστε οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή, που είχε αποφασίσει η Μικτή Επιτροπή Ανταλλαγής της ΚΤΕ. Σε αντίθετη περίπτωση, η αλβανική κυβέρνηση θα λάμβανε μέτρα κατά των Ελλήνων της βόρειας Ηπείρου. Έτσι, η πλειονότητα των Τσάμηδων εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή και συμπαγείς ομάδες Ελλήνων Χριστιανών προσφύγων από τη Μικρά Ασία, που προορίζονταν να εγκατασταθούν στη Θεσπρωτία, υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στη Μακεδονία, με εξαίρεση όσους εγκαταστάθηκαν στην κοινότητα Νέας Σελευκείας.
Η εξέλιξη αυτή υπήρξε η αρχή του προβλήματος, που είναι πλέον γνωστό ως των «Τσάμηδων» και που αφορά αποκλειστικά σε αλβανόφωνους Μουσουλμάνους κατοίκους της «Τσαμουριάς».
Η δολοφονία των μελών της επιτροπής Τελλίνι
Ενώ η ανταλλαγή των πληθυσμών βρισκόταν σε εξέλιξη, την 27 Αυγούστου 1923 έλαβε χώρα επεισόδιο, στημένο από τη φασιστική Ιταλία. Στο δρόμο των Ιωαννίνων προς την Κακαβιά, σε ελληνικό έδαφος, βρέθηκαν δολοφονημένοι, ο στρατηγός Ερρίκος Τελλίνι, ο επίατρος Λουίτζι Κόρτι, ο υπολοχαγός Μάριο Μπονατσίνι, ο οδηγός του αυτοκίνητου και ένας διερμηνέας, όλοι μέλη της επιτροπής για την εφαρμογή της χάραξης της ελληνο-αλβανικής μεθορίου.
Ο σκηνοθέτης του επεισοδίου, Μουσολίνι, χωρίς να περιμένει το αποτέλεσμα των ανακρίσεων που διατάχθηκαν, επέδωσε στην ελληνική κυβέρνηση τελεσίγραφο με 24ωρη προθεσμία. Η κυβέρνηση Στυλιανού Γονατά δέχθηκε να ικανοποιήσει μέρος των ιταλικών απαιτήσεων και πρότεινε στην Ιταλία την επίλυση της διαφοράς από ειδική επιτροπή της ΚΤΕ, η οποία θα έπρεπε να επεκτείνει τις ανακρίσεις στο αλβανικό έδαφος. Την 31 Αυγούστου 1923, η πρεσβευτική Διάσκεψη κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση να ενεργήσει για να βρεθούν οι ένοχοι.
Την ίδια ημέρα, όμως, ο Μουσολίνι παρασπόνδησε, βομβάρδισε και κατέλαβε την Κέρκυρα για να υποχρεώσει την κυβέρνηση της Αθήνας να δεχθεί το τελεσίγραφο. Πιθανώς, απώτερος στόχος του ήταν να προσαρτήσει τη νήσο εκβιάζοντας την ηττημένη Ελλάδα. Όμως, λόγω της διεθνούς αντίδρασης, η φασιστική Ιταλία δέχθηκε χρηματική αποζημίωση και μια τελετή στη μνήμη των νεκρών της επιτροπής Τελλίνι, και εκκένωσε την Κέρκυρα στα τέλη Σεπτεμβρίου 1923.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδος ενημέρωσε την ιταλική κυβέρνηση ότι οι δολοφόνοι της επιτροπής υπό το στρατηγό Τελλίνι δεν ήσαν Έλληνες, αλλά Τσάμηδες (αλβανόφωνοι) ληστές. Η πράξη αυτή των Τσάμηδων τους κατέστησε πλέον άμεσα ύποπτους στο ελληνικό κράτος όχι μόνο ως εγκληματίες αλλά και ως ενεργούς πράκτορες ξένης δύναμης, που δρούσαν σε βάρος των συμφερόντων και της ασφάλειας της Ελλάδος.
Μεσοπόλεμος
Με βάση την απογραφή του 1928, το τμήμα της Ηπείρου εντός της Ελλάδος είχε συνολικό πληθυσμό 312.634, από τους οποίους 14.008 αλβανόφωνοι Μουσουλμάνοι (8.593 άνδρες και 5.415 γυναίκες). Οι Μουσουλμάνοι ζούσαν με τους Χριστιανούς μάλλον ειρηνικά. Σε μνημόνιο που είχαν υποβάλει Μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας στην ελληνική κυβέρνηση την 18 Φεβρουαρίου 1926 τόνιζαν: «Πιθανώς είμαστε αλβανόφωνοι και Μουσουλμάνοι το θρήσκευμα, αλλά από το ευτυχές έτος των ενδόξων γεγονότων του 1912-13 είμαστε επίσης πολίτες της Ελλάδος». Και οι δύο κοινότητες υπέστησαν μεγάλη οικονομική ζημία το 1924, όταν επιβλήθηκε απαλλοτρίωση των μεγάλων κλήρων και τιμαρίων για εγκατάσταση μεμονωμένων άκληρων προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Το μέτρο υπήρξε οικονομικά καταστροφικό εξ ίσου και για Χριστιανούς και για Μουσουλμάνους. Από τους τελευταίους, όμως, αφαιρέθηκε πολύ περισσότερη γη, επειδή ιστορικά είχαν στην κατοχή τους μεγαλύτερους και πιο εύφορους γεωργικούς κλήρους. Το αλβανικό κράτος προσέφυγε στο Συμβούλιο της ΚΤΕ το Μάρτιο 1928, με στόχο να επιτύχει υψηλότερες αποζημιώσεις από αυτές που προέβλεπε η ελληνική αγροτική νομοθεσία. Ταυτόχρονα, ο Αλβανός υπουργός Εξωτερικών υπέβαλε αίτημα στο Γενικό Γραμματέα της ΚΤΕ να αναγνωρισθούν οι «Τσάμηδες» της Θεσπρωτίας ως αλβανική μειονότητα εντός της Ελλάδος. Και τα δύο αιτήματα απερρίφθησαν και, τελικά, οι Τσάμηδες έλαβαν αποζημιώσεις ανάλογες με των Χριστιανών. Κατά την οικονομική κρίση του 1933, που έπληξε βαρύτερα τους Μουσουλμάνους, που δύσκολα προσαρμόζονταν σε νέες μεθόδους καλλιεργείας της γης, η Αλβανία διεξήγαγε έντονη προπαγάνδα μέσω των προξενείων Αλβανίας και Ιταλίας σε Ιωάννινα και Κέρκυρα. Αντίστροφα, η δικτατορία Μεταξά παρείχε στους Χριστιανούς δάνεια, σε μια προσπάθεια να αγοράσουν γαίες που ανήκαν σε Μουσουλμάνους Τσάμηδες ιδιοκτήτες, που επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Τελικά, μετανάστευσαν μόνο 10 οικογένειες. Η ιταλοκίνητη αυτή προπαγάνδα πρέσβευε τη «Μεγάλη Αλβανία», που θα έφθανε στα νότια έως την Πρέβεζα. Οι Τσάμηδες άρχισαν να δείχνουν τάσεις ανυπακοής προς τις αρχές και έλλειψης σεβασμού στο Νόμο. Παράλληλα, άρχισε κύμα μαζικής παράνομης μετανάστευσης προς την Αλβανία, κυρίως νέων ανδρών που ήθελαν να αποφύγουν τη στρατιωτική θητεία ή ήσαν υπόδικοι του κοινού ποινικού δικαίου. Με βάση την την τελευταία προπολεμική απογραφή της 16 Οκτωβρίου 1940, στην Ελλάδα κατοικούσαν 16.890 αλβανόφωνοι Μουσουλμάνοι. Εκτός Ηπείρου, απεγράφησαν 612 στο νομό Θεσσαλονίκης, 337 στον Φλωρίνης, 217 στον Κερκύρας και 196 στον Ροδόπης. Κάποια στοιχεία για την απογραφή αυτή δεν υπάρχουν, επειδή το υπουργείο Εσωτερικών δεν πρόλαβε να επεξεργασθεί όλα τα δεδομένα, λόγω της ιταλικής εισβολής. Από άλλες προκαταρκτικές καταγραφές του Αυγούστου 1940, φαίνεται ότι οι Μουσουλμάνοι της Θεσπρωτίας ήσαν λιγότεροι από 12.000 και αντιπροσώπευαν 20% του συνολικού πληθυσμού του νομού, που ανερχόταν σε 56.734. Οι υπόλοιποι Τσάμηδες της Ηπείρου διέμεναν στα προαναφερόμενα χωριά των νομών Ιωαννίνων και Πρεβέζης. Κατά την απογραφή του 1951, ο πληθυσμός του νομού κατέβηκε σε 47.299 (-16,6%). Η μείωση είναι συγκριτικά μικρή, εάν υπολογισθούν τόσο οι απώλειες από πολεμικές ενέργειες (Β’ Παγκόσμιος και Εμφύλιος), η πείνα και οι στερήσεις, οι κακές συνθήκες υγιεινής και η μετανάστευση, μαζύ με τη μαζική αποχώρηση των Τσάμηδων.
Η ανθελληνική δράση των Τσάμηδων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Την 7 Απριλίου 1939, η Ιταλία εισέβαλε στην Αλβανία, την οποία κατέλαβε εντός πέντε ημερών σχεδόν χωρίς αντίσταση. Η χώρα ανακηρύχθηκε σε προτεκτοράτο υπό τον Ιταλό βασιλέα Βιττόριο-Εμμανουέλε Γ’. Η πρώτη κυβέρνηση του Σεφκέτ Βερλάτσι (Shefqet Vërlaci), υπό ιταλικό έλεγχο,εξαπέλυσε κύμα αλυτρωτισμού σε βάρος της Ελλάδος και υπέρ των Τσάμηδων.
Ακόμη περισσότεροι νέοι Τσάμηδες μετανάστευσαν λαθραία στην Αλβανία την περίοδο από τον Ιούνιο 1939 έως τον Ιούλιο 1940, για να πολεμήσουν στο πλευρό των Ιταλών ως εθελοντές. Λόγω των επανειλημμένων επεισοδίων, που προκάλεσε η φασιστική Ιταλία σε βάρος της Ελλάδος, τα ελληνο-αλβανικά σύνορα ουσιαστικά έκλεισαν τον Αύγουστο 1940. Η ελληνική κυβέρνηση,φοβούμενη συνεργασία των Μουσουλμάνων της Θεσπρωτίας με τους Ιταλούς,πράξη που προετοίμαζε η ιταλική προπαγάνδα μέσω των προξενείων της σε Ιωάννινα και Κέρκυρα, διέταξε τη σύλληψη και την εξορία ορισμένων ηγετών των Τσάμηδων. Από την άλλη, ο Μουσολίνι χρησιμοποίησε για δεύτερη φορά μια «δολοφονία» ως πρόσχημα για την εισβολή στην Ελλάδα, αυτή του Τσάμη Νταούτ Χότζα (Daut Hoxha), η οποία είχε γίνει πριν τέσσερις μήνες στην Κονίσπολη (Konispol) επί αλβανικού και όχι ελληνικού εδάφους,ανακηρύσσοντάς τον μάλιστα σε «πατριώτη».
Κατά την ιταλική εισβολή, που ξεκίνησε την 28 Οκτωβρίου 1940, οι Αλβανοί (περιλαμβανομένων και Τσάμηδων) συμμετείχαν στις επιχειρήσεις με 18 τάγματα Πεζικού πρώτης γραμμής. Όταν οι ιταλικές δυνάμεις, που προέλαυναν μαζύ με αλβανικά τάγματα, κατέλαβαν τη βόρεια Θεσπρωτία,βρήκαν υποστήριξη από ντόπιους Τσάμηδες, που άρχισαν λεηλασίες, διώξεις και τρομοκρατία κατά των Ελλήνων αμάχων, σε μια προσπάθεια να τους εξαφανίσουν από την περιοχή. Η δράση τους, πιθανόν, να εξέφραζε κάποια αισθήματα μίας κοινότητας, που ένιωθε υπό διωγμό, βλέποντας κάθε εισβολέα σαν απελευθερωτή. Μετά την επιτυχή αντεπίθεση του Ελληνικού Στρατού μέσα στο αλβανικό έδαφος το Νοέμβριο 1940, οι περισσότεροι Τσάμηδες της βόρειας Θεσπρωτίας ακολούθησαν τον Ιταλικό Στρατό, που υποχωρούσε,τρομοκρατώντας ελληνικούς πληθυσμούς της βόρειας Ηπείρου.
Η κατάσταση ανατράπηκε μετά τη γερμανική εισβολή της 6 Απριλίου 1941 και την τριπλή κατοχή της Ελλάδος. Την 3 Μαΐου 1941, με οδηγία της αλβανικής κυβέρνησης, ειδική επιτροπή υπέβαλε μνημόνιο στο υπουργείο Εξωτερικών στη Ρώμη με τις αξιώσεις της Αλβανίας κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδος. Σε ότι αφορά στην Ελλάδα, διατυπώθηκε η απαίτηση να προσαρτηθούν στην Αλβανία, εκτός από την Τσαμουριά (Θεσπρωτία), οι νομοί Ιωαννίνων και Πρεβέζης και το τμήμα του νομού Άρτης βορείως του Αράχθου ποταμού, καθώς και τμήματα της δυτικής Μακεδονίας, όπως ακριβώς είχε διατυπωθεί στο αίτημα Αλβανών προς τις Μεγάλες Δυνάμεις κατά τη Συνδιάσκεψη του Βερολίνου (1878).
Παρά ταύτα, η κατοχή της Ελλάδος από τις δυνάμεις του Άξονα δεν κατέληξε στην πραγματοποίηση αυτών των πόθων. Οι Γερμανοί και Ιταλοί θεωρούσαν την Ελλάδα ως ενιαία χώρα υπό κατοχή. Μόνο οι Βούλγαροι προσάρτησαν στο βασίλειό τους τα κατεχόμενα εδάφη στην Ελλάδα (ανατολική Μακεδονία και Θράκη) και τη Γιουγκοσλαβία (νότια Σερβία). Όλες, όμως, οι πράξεις αυτές θα επικυρώνονταν με διεθνείς συνθήκες μετά τον επιτυχή τερματισμό του πολέμου για τον Άξονα.
Τσάμηδες και κατακτητές Ιταλοί και Γερμανοί προσπάθησαν να εξουδετερώσουν την ελληνική ηγεσία στην περιοχή με όλα τα μέσα. Οι άνθρωποι της αυτοδιοίκησης, οι υπάλληλοι του κράτους, οι δάσκαλοι, οι κληρικοί και οι οικογένειές τους διώχθηκαν και πολλοί δολοφονήθηκαν. Ο έως τότε μητροπολίτης Γεώργιος (Μισαηλίδης) μετατέθηκε αναγκαστικά στη Δράμα το Φεβρουάριο 1942, όπου δεν μπόρεσε να μεταβεί πριν το 1944 λόγω αντίδρασης των Βουλγάρων. Οι Ιταλοί, με προτροπή των Τσάμηδων, δεν επέτρεψαν την ενθρόνιση του νέου μητροπολίτη Κυρίλλου (Καραμπαλιώτη).
Τελικώς τον Απρίλιο 1943, μητροπολίτης καταστάθηκε ο Δωρόθεος (Νάσκαρης),ο οποίος υπήρξε ενεργό στέλεχος της Εθνικής Αντίστασης.
Με διάταγμα της φασιστικής Ιταλίας, διορίστηκαν οι αδελφοί Νουρή και Ναζάρ Ντίνο από την Παραμυθιά, ο μεν πρώτος ύπατος αρμοστής Θεσπρωτίας,και ο δεύτερος συνταγματάρχης της «Μιλίτσια» (Milicia), δηλαδή της τσάμικης Πολιτοφυλακής. Αργότερα, με έγκριση των Ιταλών, δημιούργησαν ένα είδος τοπικής κυβερνήσης την οργάνωση «Εθνική Αλβανική Επιτροπή» (στο τοπικό αλβανικό ιδίωμα «Κσίλι Νασιονάλ Σκιπετάρ», που για λόγους συντομίας λεγόταν «Ξίλια»-KSILIA).
Στη διάρκεια της κατοχής, είτε υπό τους Ιταλούς μέχρι το Σεπτέμβριο 1943, είτε υπό τους Γερμανούς μέχρι την αποχώρησή τους το Νοέμβριο 1944, οι Τσάμηδες διέπραξαν τρομακτικά εγκλήματα, υπονομεύοντας κάθε προοπτική μελλοντικής συνύπαρξής τους με Χριστιανούς Έλληνες. Για παράδειγμα, τον Ιούνιο-Αύγουστο 1943 συνέπραξαν στην καταστροφή πολλών χωριών της περιοχής Φαναρίου Πρεβέζης. Την 29 Σεπτεμβρίου 1943, μετά την προσβολή γερμανικής φάλαγγας από Έλληνες αντάρτες, οι Γερμανοί περικύκλωσαν την πόλη της Παραμυθιάς. Κουκουλοφόροι Τσάμηδες, με γερμανικές στολές πολιτοφυλάκων, έλαβαν μέρος στις έρευνες, κτυπώντας ακόμη και γυναικόπαιδα, και υπέδειξαν στους Γερμανούς 50 άτομα που εκτελέσθηκαν.
Οι Τσάμηδες έλαβαν, επίσης, μέρος με την πλευρά των Γερμανών σε μάχες στη Θεσπρωτία εναντίον των ανταρτικών δυνάμεων του Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου (ΕΔΕΣ) του στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα στις ακόλουθες τοποθεσίες: Κρυσταλλοπηγή (Σέλλιανη) Παραμυθιάς (15 Δεκεμβρίου 1943), Θεσπρωτικό (30 Μαρτίου 1944), Νικολίτσι Πρέβεζας (24 Μαϊου 1944), απελευθέρωση Πάργας και Παραμυθιάς (Ιούνιος 1944) και Κεφαλόβρυσο Παραμυθιάς (30 Ιουνίου 1944). Ελάχιστοι Τσάμηδες προσχώρησαν στον τοπικό Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ), που είχε περιορισμένη δράση.
Η ελληνική κυβέρνηση από τη Μέση Ανατολή ενέκρινε την εξουδετέρωση των Τσάμηδων. Το κλίμα επιβάρυναν και οι Βρετανοί, που διέδιδαν προς την πλευρά του ΕΔΕΣ ότι έπρεπε να εξουδετερώσει τους αριστερούς «Τουρκαλβανούς Παρτιζάνους» και προς την πλευρά του ΕΛΑΣ ότι ο Ναπολέων Ζέρβας και ο μητροπολίτης Δωρόθεος είχαν διατάξει λεηλασία των περιουσιών των Τσάμηδων. Ατυχώς, πολλοί άμαχοι Τσάμηδες έπεσαν θύματα αντεκδικήσεων από πλευράς Ελλήνων, για όσα είχαν υποστεί επί τρία χρόνια, δημιουργώντας τη φήμη ότι υπήρξε «εθνοκάθαρση» σε βάρος τους. Η ηγεσία τους, όταν κατάλαβε ότι είχε χάσει τον πόλεμο, ιδίως μετά την απελευθέρωση της Παραμυθιάς (26 Ιουνίου 1944) και τη μάχη της Μενίνας (17-18 Αυγούστου 1944), διέταξε μαζική διαφυγή μαζύ με τους Γερμανούς προς την Αλβανία.
Αρχικά, έμειναν σε ελληνικά χωριά της βόρειας Ηπείρου και μετά τους εγκατέστησαν προσωρινά στην πεδιάδα της Μουζακιάς (Myzeqë). Σύμφωνα με την απογραφή του 1951, μετά την οριστική απομάκρυνση του Γερμανικού Στρατού από την Ήπειρο και τη μαζική διαφυγή των Τσάμηδων στην Αλβανία,στην Ελλάδα παρέμειναν μόνο 487 αλβανόφωνοι Μουσουλμάνοι.
Εμφύλιος και Ψυχρός Πόλεμος
Οι Τσάμηδες φαίνεται ότι προσπάθησαν να εκμεταλλευθούν τις εμφύλιες συγκρούσεις της περιόδου 1944-49 στην Ελλάδα για να επανέλθουν στη Θεσπρωτία. Όμως, αφ’ ενός οι Έλληνες όλων των παρατάξεων ήσαν επιφυλακτικοί και δεν τους επέτρεψαν να επιστρέψουν και αφ’ ετέρου, λόγω της συνεργασίας τους με τους Ναζί, είχαν καταστεί ύποπτοι στα μάτια του κομμουνιστικού «Απελευθερωτικού Μετώπου της Αλβανίας», που είχε πολεμήσει τους Γερμανούς. Η επικράτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος του Εμβέρ Χότζα (Emver Hoxha) στην Αλβανία, η ήττα των κομμουνιστών του «Δημοκρατικού Στρατού» στην Ελλάδα, το ουσιαστικό κλείσιμο της μεθορίου Ελλάδος-Αλβανίας και η επίσημη διατήρηση της εμπόλεμης κατάστασης μεταξύ των δύο χωρών έσβησε κάθε διεκδίκηση των Τσάμηδων μέχρι την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων μετά το 1989.
Το αλβανικό καθεστώς οδήγησε τους Τσάμηδες σε μια ζώνη δέκα χιλιομέτρων, κατά μήκος των συνόρων, ώστε να απομονώσει την Ελλάδα από ελληνικά χωριά της βόρειας Ηπείρου. Οι Τσάμηδες εγκαταστάθηκαν οριστικά στην Κονίσπολη και τα χωριά Βέρβα (Vërvë), Γιάνναρι (Janjar), Μαρκάτι (Markat), Νινάτι (Ninat), Ντισάτι (Dishat), Σάλεσι (Shalës) και Βαλαγκάτι (Valagat). Άλλοι εγκαταστάθηκαν βορειότερα στη Γκιάστα (Gjashta) και το Σελεγκάρι (Shelegar) των Αγίων Σαράντα και τον οικισμό Σεγιάνι (Stjar) του Δελβίνου.
Σε βάρος των περισσότερων Τσάμηδων, που αναχώρησαν το 1944-49, εκκρεμούσαν αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις αφ’ ενός των δικαστηρίων Δωσίλογων Ιωαννίνων για προδοσία και αφ’ ετέρου κοινών ποινικών δικαστηρίων, οι οποίες εκδόθηκαν ερήμην για εγκλήματα που διέπραξαν.
Επισήμως, το Ειδικό Δικαστήριο Δοσιλόγων Ιωαννίνων τεκμηρίωσε 632 δολοφονίες Ελλήνων, 428 απαγωγές κι εξαφανίσεις προσώπων, 209 βιασμούς γυναικών, 2.332 πυρπολήσεις κατοικιών, 53 λεηλασίες χωριών και εκατοντάδες κλοπές κοπαδιών ζώων. Εκδόθηκαν περίπου 1.700 αποφάσεις, και 1.930
Τσάμηδες καταδικάστηκαν ως εγκληματίες πολέμου και συνεργάτες κατακτητών.
Από τους Τσάμηδες αφαιρέθηκε η ελληνική ιθαγένεια είτε μεμονωμένα για εθνική προδοσία, με αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων ή με διοικητικές πράξεις, επικουρικές σε αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων, είτε συλλογικά,σύμφωνα με την απόφαση υπ’ αριθμό 50862 / 38254, της 16 Ιανουαρίου 1947 του υπουργείου Στρατιωτικών. Στην απόφαση τονίζεται ότι αναχώρησαν οριστικά από τη χώρα, χωρίς πρόθεση να επανέλθουν σε αυτή. Παράλληλα, όλες οι αποφάσεις διέταζαν τη δήμευση των περιουσιών των Τσάμηδων, οι οποίες διαμοιράστηκαν δια κλήρου σε Έλληνες Χριστιανούς κατοίκους.
Στον αριθμό των Τσάμηδων, από τους οποίους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια το 1945-47, δεν πρέπει να υπολογίζονται εκείνοι που είχαν διαφύγει στην Αλβανία τη δεκαετία του 1930 και ιδίως μετά την κατάληψή της από την Ιταλία το 1939.
Αυτοί έχασαν την ιθαγένειά τους με αποφάσεις δικαστηρίων και διοικητικές πράξεις πριν την κήρυξη του πολέμου, κυρίως λόγω ανυποταξίας ή ποινικής καταδίκης.
Η ανακίνηση του ζητήματος
Η προβολή του «ζητήματος των Τσάμηδων» εντάθηκε μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος της Αλβανίας το 1991. Τσάμηδες της Διασποράς,που από την Ελλάδα είχαν διαφύγει κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), χρηματοδότησαν την οργάνωση μίας συνδιάσκεψης στα Τίρανα για να προπαγανδίσουν τα τάχα δικαιώματα του αυτο-αποκαλούμενου «λαού της Τσαμουριάς». Οι ίδιοι προσπαθούν να φέρουν το ζήτημα σε διεθνείς φορείς (fora) με σκοπό να το διεθνοποιήσουν.
Παράλληλα, είναι εμφανής η έλλειψη δημοκρατικής παράδοσης στην Αλβανία. Τα περισσότερα κόμματα είχαν και έχουν την ανάγκη χρηματοδότησης και, γι’ αυτό, είτε γίνονται όργανα ολιγαρχών (όπως ο Σαλί Μπερίσα-Sali Berisha), φυλετικών ομάδων (Τόσκηδες, Γκέγκηδες, Λιάπηδες) παρακρατικών, οργανωμένου εγκλήματος (παράνομων χρηματοδοτικών «πυραμίδων», λαθρεμπόρων, εμπόρων λευκής σάρκας και ναρκωτικών), ή εθνικιστικών ομάδων όπως οι Τσάμηδες. Η ενεργή τους δράση φαίνεται μέσα από την προπαγάνδα, τις ενεργές ιστοσελίδες και τη δημοσίευση βιβλίων.
Ελάχιστοι επιζώντες Τσάμηδες, γεννημένοι στο ελληνικό κράτος, και απόγονοί τους ίδρυσαν στα Τίρανα μια οργάνωση με το όνομα «Πατριωτικός-Πολιτικός Σύλλογος Τσαμουριάς». Παράλληλα, έκτοτε εκδίδουν τη μηνιαία εφημερίδα «Τσαμουριά» (Cameria), η οποία προβάλλει επιτακτικά το ζήτημα στις εκάστοτε αλβανικές κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα. Οι κυριότερες απαιτήσεις των Τσάμηδων είναι:
* Η κατάργηση όλων των ελληνικών νόμων, που απαγορεύουν την επιστροφή / επανεγκατάστασή τους στις ιδιοκτησίες τους και η πληρωμή αποζημίωσης για τις περιουσίες τους.
* Η αναγνώριση και εξασφάλιση μειονοτικών δικαιωμάτων σε αυτούς, σύμφωνα με τη σχετική διεθνή νομοθεσία.
Την 30 Ιουνίου 1994, η αλβανική Βουλή, επιχειρώντας να παραλληλίσει το ζήτημα των Τσάμηδων με το ολοκαύτωμα των Εβραίων, καθιέρωσε ομόφωνα την 27 Ιουνίου (1944) ως «ημέρα γενοκτονίας των Τσάμηδων». Η ημερομηνία ανταποκρίνεται στην επομένη της απελευθέρωσης της Παραμυθιάς από τον ΕΔΕΣ, ενώ οι κατακτητές δεν είχαν αποχωρήσει από την Ελλάδα και Τσάμηδες πολεμούσαν ακόμη στο πλευρό των Γερμανών.
Το θέμα των «Τσάμηδων» εκμεταλλεύονται το ακραίο εθνικιστικό Κόμμα Δικαιοσύνης, Ενσωμάτωσης και Ενότητας (PDIU) του Σπετίμ Ιντρίζι (Shpetim Idrizi) και ο Φεστίμ Λάτο (Festim Lato). Μικρές ομάδες «Τσάμηδων» πραγματοποίησαν για πρώτη φορά διαδηλώσεις κατά τις επισκέψεις του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά το 2016 και το 2018, οπότε και συζητήθηκε όλο το φάσμα των ελληνο-αλβανικών σχέσεων.
Ο Ιντρίζι δεν παρουσιάζει πολιτική σταθερότητα. Την περίοδο 1998-2004 είχε σχέσεις με το Σοσιαλιστικό Κόμμα υπό τον Φάτος Νάνο (Fatos Nano) και το 2009 εκλέχθηκε βουλευτής με το ίδιο Κόμμα υπό τον Έντι Ράμα (Edi Rama). Tο 2013 κατέβηκε αυτόνομα και εξέλεξε 4 βουλευτές, στους οποίους προστέθηκε και μια πέμπτη, και συνεργάσθηκε με το Δημοκρατικό Κόμμα του Μπερίσα. Το Μάιο του 2015, συναντήθηκε με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, που επισκεπτόταν την Αλβανία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να λάβει το όνομά του έντονη προβολή. Αμέσως, άλλαξε στρατόπεδο και έγινε πάλι εταίρος του Ράμα. Εκλέχθηκε μάλιστα αντιπρόεδρος της αλβανικής Βουλής.
Στις εκλογές του 2017, το κόμμα εξέλεξε τρεις βουλευτές στο αλβανικό Κοινοβούλιο, αλλά ο Ιντρίζι δεν εκλέχθηκε.
O Φεστίμ Λάτο παρουσιάστηκε έξω από το Διεθνές Δικαστήριο στη Χάγη μάλιστα δύο φορές στις 11 Φεβρουαρίου και στις 17 Μαΐου 2016 ότι τάχα μετέβη να καταθέσει φάκελο για αναγνώριση της γενοκτονίας των «Τσάμηδων», τον επαναπατρισμό των απελαθέντων και την επιστροφή της ακίνητης περιουσίας τους, ενώ επιπλέον έκανε λόγο για διάπραξη εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας από τις ελληνικές κυβερνήσεις της περιόδου 1913-1945.
Πολιτικοί και Έλληνες μειονοτικοί στα Τίρανα έκαναν γνωστό ότι στην πραγματικότητα πολύ πιθανόν να μην έχει κατατεθεί καν προσφυγή, αφού δεν έχει γίνει καμία ενέργεια τα τελευταία δύο έτη.
Η πολιτική πραγματικότητα
Οι αλβανικές κυβερνήσεις μετά το 1945, ακόμη και μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1991, δεν διατύπωσαν ποτέ επίσημα «ζήτημα Τσάμηδων». Μόλις πρόσφατα, ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Αλβανίας Έντι Ράμα σε συνέντευξή του δήλωσε ότι εδαφικό θέμα Τσαμουριάς δεν υπάρχει, αλλά ότι πρέπει να εξετασθεί το ότι οι Τσάμηδες έχουν το δικαίωμα να ταξιδέψουν και να επισκεφθούν την Ελλάδα, όπου γεννήθηκαν κάποιοι από αυτούς ή πρόγονοί τους, ή το ότι αυτοί και τα παιδιά τους πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν περιουσιακά δικαιώματα δια της δικαστικής οδού. Η ελληνική πλευρά έχει ξεκαθαρίσει σε όλα τα επίπεδα ότι «ζήτημα Τσάμηδων» δεν υφίσταται. Ο ισχυρισμός ότι από την Ελλάδα εκδιώχθηκαν 30-35.000 «Τσάμηδων» καταρρέει από τα δεδομένα των απογραφών του 1928 και του 1940, αφού ο αριθμός των αλβανοφώνων στην Ελλάδα δεν υπερέβη συνολικά ποτέ τις 17.000.
Καταπίπτει, επίσης, εάν εξετασθεί σε συνδυασμό με την άλλη δήλωσή τους ότι το 1944 «δολοφονήθηκαν 4.000 Τσάμηδες» από τους Έλληνες. Εξετάζοντας τα συγκριτικά στοιχεία του πληθυσμού, μεταξύ 1945 και 2011, ο πληθυσμός της Αλβανίας αυξήθηκε τρεις φορές και, σύμφωνα με τη Διεθνή Τράπεζα, το 2016 υπολογιζόταν σε 2,876 εκατομμύρια. Εάν το 1944 αποχώρησαν περίπου 10-15.000 Τσάμηδες, δεν μπορεί το σύνολο των περίπου 70.000 ψήφων, που το κόμμα PDIU του Ιντρίζι έλαβε στις εκλογές του 2017 και αντιπροσωπεύει 4% του πληθυσμού της χώρας, να είναι απόγονοί τους, γιατί τότε οι Τσάμηδες αυξήθηκαν κατά 5-6 φορές. Απλά, λόγω των μικτών γάμων είναι αδύνατο να ελεγχθεί σε ποιο αριθμό ανέρχονται οι πραγματικοί απόγονοι των Τσάμηδων, που διέφυγαν το 1944. Η αναγνώριση της Ελλάδος από ελληνικά ή ξένα δικαστήρια ως τόπου γέννησης ορισμένων Αλβανών πολιτών δεν έχει κάποια συνέπεια για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από τους ίδιους ή τους απογόνους τους.
Η απόδοση και αφαίρεση της ιθαγένειας είναι αποκλειστικό δικαίωμα της Ελλάδος, σύμφωνα με τον Κώδικα περί Ιθαγενείας, και κανένας δεν μπορεί να της το επιβάλλει, ιδίως όταν το δικαίωμα αφορά σε πρόσωπα, που έχουν χάσει την ιδιότητα με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, ή απογόνους τους. Η διεθνής νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα εμποδίζει μόνο την αυθαίρετη αφαίρεση της ιθαγένειας, πράγμα που δεν συνέβη στην περίπτωση των Τσάμηδων, οι οποίοι τη στερήθηκαν μετά από αποφάσεις δικαστηρίων, γιατί παρέβησαν τους νόμους που ίσχυαν τότε στην Ελλάδα. Κατά τον ίδιο τρόπο οι Τσάμηδες στερήθηκαν και των περιουσιών τους, οι οποίες δημεύθηκαν αφού έφυγαν εκούσια από την Ελλάδα και δεν είχαν πρόθεση να επιστρέψουν σε αυτή. Ομοίως, δεν τίθεται θέμα προστασίας κάποιας «μειονότητας Τσάμηδων», αφού κατά τα έτη που ήσαν στην ελληνική επικράτεια (1912-44) δεν τους είχε αναγνωρισθεί τέτοιο δικαίωμα με διεθνή συνθήκη, ούτε υφίσταται πλέον τέτοια οργανωμένη κοινότητα στην Ελλάδα. Ειδικότερα όσον αφορά στις κατηγορίες κατά της Εκκλησίας, θα πρέπει να σημειωθεί η μεγάλη θυσία των κληρικών της μητρόπολης Παραμυθίας.
Στη διάρκεια της κατοχής ιερές μονές, ναοί και ιδρύματα είχαν καταστραφεί, κατασχεθεί ή καταληφθεί. Ο μητροπολίτης Δωρόθεος παρέλαβε το 1943 ένα χάος, καθώς ο πραγματικός προκάτοχός του Γεώργιος είχε εκδιωχθεί το 1942 και στον εκλεγμένο μητροπολίτη Κύριλλο δεν είχε επιτραπεί η μετάβαση στην έδρα του από Ιταλούς και Τσάμηδες. Και είναι αισχρό να χρησιμοποιούνται εναντίον του Δωροθέου, που έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν αργότερα οι Απριλιανοί δικτάτορες για να αλώσουν την Εκκλησία, όπως το θέμα του μεταθετού. Το θέμα της ψευδούς κατηγορίας από ένα Βρεταννό ότι ο μητροπολίτης Δωρόθεος έλαβε μέρος στη λεηλασία περιουσιών των Τσάμηδων, υποκρύπτει μια άλλη αλήθεια: ότι αντάρτες άρπαξαν τα μουλάρια με εκκλησιαστικά είδη από κατεστραμένα μοναστήρια και εκκλησίες, που μεταφέρονταν για ασφάλεια στην Παραμυθιά. Τέλος, η υπάρχουσα παραφιλολογία για τη δήθεν «γενοκτονία», που υποστηρίζεται από τους Τσάμηδες αλλά και επιγόνους των πολιτικών αντιπάλων του Ναπολέοντα Ζέρβα δεν έχει ούτε περιεχόμενο ούτε ουσία, γιατί βασίζεται σε παραπληροφόρηση, εξ αιτίας του Εμφυλίου Πολέμου. Ενώ εξαίρεται ο τοπικός ΕΛΑΣ για την παρουσία αριστερών Μουσουλμάνων στις τάξεις του και τη μικρή δράση του, λησμονείται ότι η παρουσία του ΕΔΕΣ απέτρεψε την πραγματική γενοκτονία σε βάρος των Ελλήνων Χριστιανών. Το δυστύχημα είναι ότι οι Έλληνες αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ συγκρούσθηκαν μεταξύ τους, γιατί οι πολιτικοί καθοδηγητές τους αγωνίζονταν και για το ποιος θα επικρατούσε την επόμενη μέρα της απελευθέρωσης.
Η «Σύμβαση για την Πρόληψη και Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας» του ΟΗΕ της 9 Δεκεμβρίου 1948 τέθηκε σε ισχύ την 12 Ιανουαρίου 1951. Γενοκτονίες που έλαβαν χώρα πριν την ισχύ της, όπως οι πραγματικές γενοκτονίες των Ελλήνων και Αρμενίων της Μικράς Ασίας και των Εβραίων κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν εκδικάσθηκαν σύμφωνα με αυτήν. Δεν ισχύει επίσης για την ανύπαρκτη «γενοκτονία των Τσάμηδων» του 1944 και οι όποιες διακηρύξεις τους είναι για λόγους εντυπώσεων και μόνο. Σημειώνεται ότι οι Γερμανοί, Ιταλοί και Ιάπωνες εγκληματίες πολέμου δικάσθηκαν και καταδικάσθηκαν από διεθνή δικαστήρια, επειδή, διαρκούντος του πολέμου, οι ηγέτες των Συμμάχων είχαν θέσει το νομικό πλαίσιο των εγκλημάτων (διακηρύξεις Ατλαντικού 9-10 Αυγούστου 1941, Καζαμπλάνκας 14-24 Ιανουαρίου 1943 και Τεχεράνης 28 Νοεμβρίου-1 Δεκεμβρίου 1943), περιλαμβανομένης της εθνικής εκκαθάρισης και, συνεπώς, οι εγκληματίες ήσαν ενήμεροι για την τιμωρία, που τους ανέμενε, και δεν παραβιάσθηκε το θέσφατο του ρωμαϊκού δικαίου «nullum crimen, nulla poena sine lege-δεν υφίσταται αδίκημα, δεν επιβάλλεται ποινή χωρίς νόμο».
Με μια τελική νηφάλια προσέγγιση των γεγονότων, διαπιστώνεται ότι οι Τσάμηδες δεν έπεσαν θύματα ούτε του ΕΔΕΣ, ούτε της Ελλάδος, ούτε της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έλαβαν μέρος στον πόλεμο από λάθος πλευρά, συμμετείχαν σε εκτεταμένες βιαιότητες σε βάρος της πλειονότητας του ελληνικού πληθυσμού στη διάρκεια της κατοχής και, εμπρός στον κίνδυνο να βρεθούν κυκλωμένοι και χωρίς ελπίδα ειρηνικής συμβίωσης με τους Έλληνες, αποχώρησαν μαζύ με τα γερμανικά στρατεύματα, τα οποία υποχωρούσαν και με τα οποία είχαν συμπολεμήσει. Το ίδιο ακριβώς συνέβη με Γερμανούς της ανατολικής Βαλτικής και της Τσεχίας, Ουνίτες της Ουκρανίας, Ρώσους του Καρλοβικίου της Σερβίας και άλλους που είδαν τους Γερμανούς ως απελευθερωτές. Όλες αυτές οι πληθυσμιακές ομάδες ουδέποτε επέστρεψαν στις αρχικές τους πατρίδες και στερήθηκαν οριστικά των περιουσιακών τους στοιχείων, τα οποία δεν τους αποδόθηκαν ούτε μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στις χώρες αυτές τη δεκαετία του 1990.
Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο

Ο Όθωνας Κ. Κυπριωτάκης παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών του γαλλόφωνου Ελεύθερου Πανεπιστήμιου Βρυξελλών. Υπηρέτησε τη θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό (1981-83). Στη συνέχεια, σταδιοδρόμησε ως μόνιμος Ανθυπολοχαγός Διερμηνέας. Μεταξύ των ετών 2009- 17, διατέλεσε Διευθυντής Γραμματειακής και Μεταφραστικής Υποστηρίξεως του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ/ΔΓΜΥ). Προήχθη μέχρι το βαθμό του Ταξιάρχου. Αποστρατεύθηκε την 19 Μαρτίου 2017. Έχει συμμετάσχει σε αποστολές στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αλβανία και την Ουκρανία, και υπό συνθήκες εκστρατείας στη Βοσνία, το Κοσσυφοπέδιο και το Αφγανιστάν. Αρθρογραφεί σε εφημερίδες και δημοσίευσε άρθρα σε στρατιωτικά περιοδικά. Ομιλεί τις γλώσσες Αγγλική, Γαλλική και Ιταλική.


Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο


militaire.gr
himara.gr
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ