Κείμενα
Ι. Καποδίστρια 1806-1831
περί
ιδιογενούς εκπαίδευσης και εθνικής ανεξαρτησίας.
Του Ιωάννου Δ. Παπακωνσταντίνου
1. Πραγματική ελευθερία
Πριν από δύο αιώνες, ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος Κυβερνήτης και
πραγματικός Εθνάρχης τής Νεωτέρας Ελλάδος, διετύπωσε επιγραμματικά στην
αυτοβιογραφία του τήν μείζονα εθνική πρόκληση, που η ελεύθερη πλέον Ελλάδα
έμελλε να αντιμετωπίσει τότε και έκτοτε, επί λέξει ως εξής:
“Ως Έλλην οφείλω μόνον εκείνην τήν
ελευθερίαν να επιθυμώ, ήν οι Έλληνες ήθελον αποκτήσει διά τών ιδίων των δυνάμεων και διά τής
προηγουμένης προόδου των εις τόν αληθή
πολιτισμόν...”
Πώς όμως επακριβώς εννοιολογούσε ο Καποδίστριας
τόν “αληθή πολιτισμόν”;
Γιατί μάλιστα εκείνος ο Μεγάλος Έλληνας
θεωρούσε ότι ένας τέτοιος (“αληθής”)
πολιτισμός αποτελούσε μία εκ τών δύο θεμελιωδών προϋποθέσεων για τήν πραγματική
ελευθερία τών Ελλήνων και για τήν βιώσιμη ανεξαρτησία τής Ελληνικής
Πολιτείας;
Κατ’ εννοιολογική δε αντιπαράθεση, ποιός είναι
ο “ψευδής” πολιτισμός, ο οποίος σύμφωνα με τον Καποδίστρια όχι μόνον αντιτίθεται προς ζωτικά εθνικά
συμφέροντα τής Ελλάδος, αλλά επί πλέον απειλεί
και αυτήν ταύτη τήν επιβίωση τού ελληνικού Γένους, και επομένως δεν συνάδει με τήν μεγαλοσύνη τών
Ελλήνων ως οικουμενικού έθνους;
2. “Σύμμετρος μάθησις”
Κατ' αρχήν, η ελληνική νεολαία θα μπορούσε να εμβαπτισθεί στον “αληθή πολιτισμόν” μόνον στο πλαίσιο ενός αποτελεσματικού συστήματος παιδείας (και
όχι απλώς εκπαίδευσης). Τήν διαφορά μεταξύ παιδείας και εκπαίδευσης,
ήτοι μεταξύ σφυρηλατήσεως ήθους
πολιτών και προσκτήσεως (χρηστικών-τεχνικών) γνώσεων αντίστοιχα, ο Καποδίστριας τήν συνοψίζει επιγραμματικά σε
επιστολή του προς τόν στενό του συνεργάτη σε θέματα Παιδείας Ανδρέα Μουστοξύδη, επί λέξει ως εξής:
“Τά σχολεία δεν είναι απλώς τόποι προσκτήσεως γνώσεων, αλλά κυρίως
φροντιστήρια ηθικής, χριστιανικής και εθνικής αγωγής.”
Δηλαδή τό κατά Καποδίστρια ζητούμενο είναι η διά τής Παιδείας αγωγή τών νέων τής Ελλάδος σύμφωνα με τά
ελληνικά ήθη και τήν ελληνορθόθοξη παράδοση. Θεωρούσε ότι οι
όποιες τεχνικές γνώσεις είναι χρήσιμες ή και αναγκαίες, με τήν προϋπόθεση όμως
ότι η προτεραιότητα προσδίδεται στη διάπλαση ήθους και στη σφυρηλάτηση τής
εθνικής συνείδησης τών νέων σύμφωνα με τήν ελληνική
παράδοση, ήτοι με τά “ήθη ημών”
(και όχι ξενόφερτα “ήθη άλλων”),
όπως διατυπώνει σε επιστολή του τό 1827 προς τόν Μισαήλ Αποστολίδη, εφημέριο τότε στη Βιέννη και μετέπειτα καθηγητή
τού Πανεπιστημίου Αθηνών και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών:
“Άν η παρούσα γενεά δεν ενισχυθή δι’ ανθρώπων
μορφωθέντων εν αρίστω σχολείω, ιδίως
κατά τούς κανόνας τής αγίας ημών θρησκείας
και τών ηθών ημών, αμφιβάλλω ότι θα δυνηθή
να καταστή αξία τού προορι-σμού, όν φαίνεται ότι η Θεία Πρόνοια επιφυλάττει αυτή.”
Η έμφαση τήν οποία ο Καποδίστριας προσδίδει στη χριστιανική
ελληνορθόδοξη παράδοση, ως θεμελιώδη συνιστώσα μιας εθνικής Παιδείας, δεν είχε
τήν έννοια μιας μονομερούς θρησκευτικής αγωγής τών νέων τής Ελλάδος σε βαθμό
δηλαδή δογματικού φανατισμού ή και θρησκοληψίας. Απεναντίας μάλιστα. Ο
Καποδίστριας προσέβλεπε σε μια Παιδεία ισόρροπης αγωγής, διά “συμμέτρου μαθήσεως”, στο πλαίσιο τής οποίας οι νέοι τής Ελλάδος
θα διδάσκοντο ισορρόπως πρωτότυπα κείμενα τής Κλασικής Γραμματείας (αρχαίους
Φιλοσόφους και Τραγικούς), τήν Καινή Διαθήκη και Πατερικά κείμενα τής
Ελληνορθοδοξίας, όπως επίσης και νεωτερικές επιστημονικές ή και επιστημονικοφανείς
θεωρίες εκ τής Εσπερίας. Δηλαδή ο αντικειμενικός σκοπός τού Καποδίστρια ήταν τό
έθνος να παραμένει ενωμένο όχι μόνον επί τή βάσει πίστεως, αλλά
συνδυαστικά και επί τή βάσει γνώσεως, όπως ρητά και επιγραμματικά
προσδιόρισε στη β΄ επιστολή τήν οποία απέστειλε στις 6 Νοεμβρίου 1827 προς τόν Ανδρέα Μουστοξύδη, επί λέξει ως εξής:
“Τό πρώτιστον και ουσιωδέστατον τών χρεών τής ελληνικής κυβερνήσεως
είναι να προμηθεύση εις τό έθνος τήν
διδασκαλίαν τής πίστεως, υπάρχον αυτό
αφωσιωμένον μέν ομολογουμένως εις τήν εκκλησίαν
του, αλλ᾿ από αισθήματος απλού, και ειμή τολμηρόν ειπείν,
από εμφύτου ροπής.
Τήν δε σήμερον χρειάζεταί
τι περισσότερον, να ήναι δηλαδή ευσεβές και διά τού λογικού, ήτοι διά συμμέτρου
μαθήσεως, ότι άνευ τής επικουρίας ταύτης ούτε ο κλήρος θέλει δυνηθή να κατεπαλαίση
τούς νεωτερίζοντας περί τά τής πίστεως, ούτε η νεολαία να προφυλαχθή από τάς κενάς των απάτας.”
Η κατά Καποδίστρια εθνοενωτική
λειτουργία τής Παιδείας επομένως πραγματούται όταν η εκπαίδευση τών νέων
συντελεί στην ανάπτυξη τής ικανότητός τους προς συγκριτική ανάλυση και κριτική
σκέψη επί τή βάσει τών (Αριστοτελικών) κανόνων τής λογικής σύμφωνα με τά
κλασικά πρότυπα. Για τόν Καποδίστρια, αποτελούσε και αποτελεί επιτακτική εθνική
ανάγκη η διά τής Παιδείας αναβάθμιση τής παραδοσιακής “αφοσίωσης” τού έθνους εις τήν Ελληνορθόδοξη εκκλησία του όχι απλώς και μόνον “από
αισθήματος απλού ή από εμφύτου ροπής” αλλά και από εν γνώσει και επιγνώσει
“ευσέβεια και διά τού λογικού”. Θεμελιώδη κλασικά εκπαιδευτικά πρότυπα (ανάπτυξη
“τού λογικού”), αποτελούσαν τότε και έκτοτε τήν μοναδική
ασπίδα τού έθνους κατά διχονοιών ή και εμφυλίων σπαραγμών, στους οποίους απειλείτο
τό έθνος να καταβυθισθεί ή και καταβαραθρωθεί από εκάστοτε “νεωτερικές” επιστημονικές ή ψευδοεπιστημονικές
ξένες (δυτικογενείς) θεωρίες και “από τάς κενάς των απάτας”.
3. Διαχρονική Ιστορία
Η βαθιά πεποίθηση τού Καποδίστρια περί μιας εθνικής Παιδείας στην
οποία η θρησκευτική αγωγή θα διαδραματίζει κομβικό ρόλο για τήν διάπλαση τού
ήθους τών Ελλήνων ως ελευθέρων πολιτών και παράλληλα για τήν σφυρηλάτηση τού
εθνικού τους φρονήματος, όπως επίσης και για τήν εσαεί καταλαγή εμφυλιακών
διχονοιών, εδράζετο στην ιστορική του γνώση όσον αφορά στην διαδρομή τού Ελληνισμού
από την Άλωση τής Κωνσταντινουπόλεως και έκτοτε. Ενδεικτικά, ο Καποδίστριας διετύπωσε
τόν εξής επακριβή εννοιολογικό ορισμό όσον αφορά στις λέξεις «Ελλάδα» και «Ελληνικόν έθνος» στην εποχή του, αποκρινόμενος
σε σχετική ερώτηση—επί λέξει εν μεταφράσει: “Τί πρέπει να εννοήσωμεν λέγοντες Ελλάδα σήμερον;”—σε συνέντευξή του προς τόν Άγγλο Ουΐλλμοτ Όρτον στο Παρίσι στις 3 Οκτωβρίου 1827, λίγες
δηλαδή ημέρες πριν τήν Ναυμαχία τού Ναυαρίνου και καθόν χρόνο ο Καποδίστριας
προετοίμαζε τήν κάθοδό του στην Ελλάδα για να ηγηθεί τού εθνοαπελευθερωτικού
αγώνος ως πρώτος Κυβερνήτης και Εθνάρχης τής Νεωτέρας Ελλάδος:
“Τό Ελληνικόν έθνος σύγκειται εκ τών ανθρώπων οίτινες από αλώσεως
τής Κωνσταντινουπόλεως δεν έπαυσαν ομολογούντες τήν ορθόδοξον πίστιν, και τήν γλώσσαν
τών πατέρων αυτών λαλούντες, και διέμειναν υπό τήν πνευματικήν ή κοσμικήν δικαιοδοσίαν τής εκκλησίας των, όπου ποτέ τής
Τουρκίας και αν κατοικώσι.”
Η ιστορική δε οπτική τού Καποδίστρια όσον αφορά στην επί αιώνες
δυναμική εξέλιξη τού ελληνικού έθνους κατά τήν Τουρκοκρατία, συνοψίζεται με ενάργεια
και με τόν πλέον επίσημο τρόπο, στην από 12 Δεκεμβρίου 1825 επιστολή του, τήν οποία
απέστειλε από τήν Γενεύη προς τήν Προσωρινή
Κυβέρνηση τής Ελλάδος—καθόν χρόνο δηλαδή η απελευθερωθείσα Ελλάδα σπαράσσετο
από εμφύλιες διαμάχες εν μέσω τής λαίλαπος τής αιγυπτιοαφρικανικής εισβολής
στην Πελοπόννησο—επί λέξει μεταξύ άλλων ως εξής:
“Οι ειρημένοι [Τούρκοι], αφ᾿ ενός μέρους, παίζοντες αδιακόπως τά υλικά
συμφέροντα και όλα τά πάθη, άτινα συνακολουθούσιν εκείνα, διήρεσαν, εμόνωσαν
και ώπλισαν τούς πατέρες σας, τόν ένα κατά τού άλλου· αλλ' ούτοι [Έλληνες πατέρες σας] αφ᾿
ετέρου, ηνωμένοι διά τής εις Χριστόν και
εις τήν Αγίαν του Εκκλησίαν σταθεράς πίστεώς των, αντέτειναν εις τήν ολεθρίαν
μάστιγα εκείνων φυλάττοντες αγνάς τάς αρχάς
και τά ήθη, άτινα μόνα συνιστώσιν έν έθνος διά τής ενώσεως ανθρώπων τινων,
λέγω τήν θρησκείαν και δι᾿
εκείνης τήν γενικήν καταγωγήν του και τήν εκουσίαν υποταγήν του εις μίαν και τήν
αυτήν πνευματικήν κυριότητα.
Ισχυρά
η Ελλάς δι᾿ εκείνης τής απείρου
δυνάμεως, διήλθε τέσσαρας αιώνας διαφθοράς και παντοίων άλλων δυστυχημάτων, χωρίς να παύση ποτέ τού να σχηματίζη έθνος,
και να υποτάσσηται εις τούς ιερούς νόμους τού θείου νομοθέτου μας· καθότι έχουσα Εκκλησίαν, είχε πνευματικούς
ποιμένας, και εστηρίζετο εις τάς συμφοράς της διά τών παρηγοριών τού Ευαγγελίου· σχηματίζουσα
δε έθνος, είχεν άνδρας γενναίους εις
τά όρη της, διά να τήν υπερασπίζωνται, ομοίους
εις τάς νήσους της, διά να τήν αναδείξουν εις τόν εξευγενισμένον κόσμον πεπαιδευμένους, διά να τή διατηρώσι τάς
αναφοράς της με τήν παλαιάν εκείνην Ελλάδα,
τής οποίας τό πνεύμα έφερε τό φώς τών επιστημών εις τήν Ευρώπην.”
Το ως άνω κείμενο τού Καποδίστρια, όσον αφορά στον εθνοενωτικό και
εθνοπροσδιοριστικό ρόλο τής Ελληνορθοδοξίας επί Τουρκοκρατίας, αρκεί αυτό
καθεαυτό για να καταρρίψει άπαξ διά παντός τόν μύθο ή πλάνη ένιων ιστοριογράφων
ότι η «διαχρονική συνέχεια» τού ελληνικού έθνους είναι δήθεν σκόπιμη
επινόηση (ή και εθνικιστικό ιδεολόγημα) τού Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, εθνικού ιστορικού τής Νεωτέρας Ελλάδος:
Ο Καποδίστριας συνέταξε τήν ως άνω επιστολή του προς τήν «Προσωρινήν Κυβέρνησιν τής Ελλάδος» τό 1825, ήτοι δεκαετίες πριν
ο Παπαρρηγόπουλος συγγράψει και εκδόσει τήν Ιστορία
τού Ελληνικού Έθνους. Επομένως μπορεί ευλόγως και βασίμως να λεχθεί ότι ο
Παπαρρηγόπουλος απλώς ανέδειξε, με τό μνημειώδες ιστορικό του έργο, τήν περί Ιστορίας τής Νεωτέρας Ελλάδος
παρακαταθήκη τού Καποδίστρια.
Επί πλέον, η ως άνω επιστολή είναι ενδεικτική τού ότι η
Καποδιστριακή ιστορική αναλυτική οπτική περί τού Ελληνικού έθνους επί
Τουρκοκρατίας, ήταν η διεθνώς τότε παραδεδεγμένη
και επικρατούσα ιστορική άποψη
στα διπλωματικά υψίπεδα τών Μεγάλων Δυνάμεων, δεδομένου μάλιστα ότι όταν ο
Καποδίστριας τήν συνέγραψε διατελούσε τύποις στην υπηρεσία τού Τσάρου ως επ'
αορίστω αδεία υπουργός Εξωτερικών τής Ρωσίας.
4. Ελληνόγλωσση Παιδεία
Προφανώς, η εθνική ελληνοχριστιανική αγωγή που επαγγέλλεται ο
Καποδίστριας έχει ως θεμελιώδη συνιστώσα τήν επαρκή διδασκαλία τής πατρογονικής
γλώσσης στους νέους τής Ελλάδος, ήτοι τής γλώσσης τής κλασικής Γραμματείας, τής
Αγίας Γραφής και τών Πατερικών κειμένων. Προς τούτο όμως απαιτούνται διδάσκαλοι
με “έρωτα πρός τήν εθνικήν γλώσσαν”, κατά ρητή και επίσημη διατύπωση τού
Καποδίστρια, σε υπόμνημά του προς τόν Υπουργό Εξωτερικών τής Αγγλίας Λόρδο Κάστλερη, κατά τήν διάρκεια τού
Συνεδρίου τών Παρισίων τό 1815, επί λέξει ως εξής:
“Τό συμφέρον και η εθνική φιλοτιμία θα υποκινηθώσι εξ ίσου εάν
διδάσκαλοι διακεκριμένοι επί φιλοθρησκεία και έρωτι πρός τήν εθνικήν γλώσσαν εκλέγωνται μεταξύ τών Ελλήνων οίτινες
δικαίως υπολήπτονται εν τώ κόσμω τών
γραμμάτων και τών τεχνών.”
Το πόσο απόλυτος ήταν ο Καποδίστριας όσον αφορά στην ελληνική
γλώσσα ως ακρογωνιαίο λίθο τής Παιδείας για τούς Έλληνες, αναφαίνεται από τό παρακάτω
απόσπασμα επιστολής του, που απέστειλε από τήν Πετρούπολη τό 1811 προς τόν Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο:
“Ιδού Πανιερώτατε η δέησίς μου. Προστάξατε ως
νομοθέτης «όστις
γραικός πρός γραικόν γράψει εις διάλεκτον αλλογενών, κηρύττεται αλλογενής...» ”
Σε επίπεδο δε Ομογένειας, είναι ενδεικτική η επιρροή τής περί
Παιδείας παρακαταθήκης τού Καποδίστρια στην ελληνική Ομογένεια στη Μαριούπολη
(στην σημερινή Ουκρανία). Οι Έλληνες Ομογενείς τής Μαριουπόλεως—οι οποίοι μέχρι
τό 1819 ομιλούσαν μόνο στη Ρωσική—προσέφεραν στον Ιωάννη Καποδίστρια ένα
χρηματικό ποσό εις ένδειξη ευγνωμοσύνης για τήν υποστήριξη που τούς είχε παράσχει
ως Υπουργός Εξωτερικών τού Τσάρου Αλεξάνδρου Α΄. Ο Καποδίστριας αποδέχθηκε τήν προσφορά
τους τότε εγγράφως, δι' επιστολής του (1819), με τόν εξής επί λέξει όρο:
“Κ α π ο δ ί σ τ ρ ι α ς
πρός τούς Έλληνες τής Μαριουπόλεως.
Δέχομαι τό χρηματικόν ποσόν, τό οποίον
προσφέρετε εις εμέ εις ένδειξιν ευγνωμοσύνης, υπό τήν προϋπόθεσιν ότι θα καταθέσητε
αυτό διά παντός εις τινα Τράπεζαν και διά τών τόκων τού κεφαλαίου θα προσκαλέσητε
εις τήν υμετέραν πόλιν Έλληνα διδάσκαλον, όπως διδάσκη εις υμάς και τά τέκνα υμών
αποκλειστικώς τήν ελληνικήν γλώσσαν
εις σχολείον τό οποίον θα ιδρύσητε. Διότι αποτελεί εντροπήν να είσθε Έλληνες και να αγνοήτε τήν μητρικήν γλώσσαν, τήν ευγενεστέραν
τού κόσμου.”
Ο Καποδίστριας μάλιστα θεωρούσε ότι η επαρκής γνώση τής Ελληνικής
αποτελούσε θεμελιώδη προϋπόθεση που πρέπει να πληρούν όσοι διευθύνουν τά δημόσια
πράγματα τής χώρας (πολιτικοί εκπρόσωποι και διοικητικά στελέχη), όπως ρητά ο
ίδιος διατύπωσε σε επιστολή του προς τόν Υπουργό Εξωτερικών τής Αγγλίας Λόρδο Πάλμερστων στις 9 Ιουλίου 1831,
απαντών σε αιτιάσεις και αντιπολιτευτικές διαβολές διαφόρων Ελλήνων προκρίτων
και κοτσαμπάσιδων προς τήν Κυβέρνηση τής Αγγλίας —ότι δηλαδή ο Καποδίστριας δεν
τούς διόριζε, δήθεν αδίκως ή αντιδημοκρατικώς, σε διευθυντικές (υπουργικές)
θέσεις στην κυβέρνηση—επί λέξει μεταξύ άλλων ως εξής:
“Επ᾿
αληθείας δε πώς οι πρόκριτοι ούτοι, γινόμενοι διευθυνταί τών πραγμάτων, ήθελαν
δυνηθή να ενεργήσωσι τήν εξουσίαν, μή έχοντες εν εαυτοίς τήν αναγκαίαν ικανότητα, στερούμενοι και τών ελαχίστων
γνώσεων, και τήν ιδίαν αυτών γλώσσαν μετριώτατα ειδότες γράφειν και αναγιγνώσκειν
! ”
5. Παιδεία αριστείας
Η ιδιαίτερη έμφαση τού Καποδίστρια στην ελληνορθόδοξη θρησκευτική
αγωγή, ως αναπόσπαστο μέρος μιας πραγματικά
εθνικής Παιδείας για μια πραγματικά
ανεξάρτητη Ελλάδα ελευθέρων πολιτών, ευθυγραμμίζεται και με τά τρία επαναστατικά
Συντάγματα—Επιδαύρου 1822, Άστρους 1823, Τροιζήνος 1827—στην προμετωπίδα απάντων
τών οποίων αναγράφεται εν προοιμίω ότι συνετάγησαν «Εν ονόματι τής Αγίας και Αδιαιρέτου Τριάδος» (όπως ισχύει και με τό
τό παρόν Σύνταγμα τής Ελλάδος).
Επιπροσθέτως, οι αρχές τής αριστείας
και τής αξιοσύνης, στις οποίες ο
Καποδίστριας αναφέρεται σε κείμενά του—υποσημαίνων ρητώς τήν εθνική ανάγκη για “άριστα” σχολεία με “διακεκριμένους” διδασκάλους “οίτινες δικαίως υπολήπτονται εν τώ κόσμω τών γραμμάτων
και τών τεχνών”—ευθυγραμμίζεται
με τό θεμελιώδες περί αξιοσύνης άρθρο τών τριών
επαναστατικών Συνταγμάτων (Σύνταγμα Επιδαύρου 1822, άρθρο στ΄, κ.τ.λ.), τό οποίο ορίζει:
“Όλοι οι Έλληνες εις όλα τά αξιώματα και τιμάς έχουσι τό αυτό
δικαίωμα δοτήρ δε τούτων μόνη η αξιότης εκάστου.”
Αυτό τό άρθρο, «απ᾿ τά κόκκαλα βγαλμένο τών Ελλήνων τά ιερά»,
προσδιορίζει τήν αξιοκρατία ως
θεμελιώδη δημοκρατική αρχή για μια
λειτουργική, δικαία και επομένως βιώσιμη Πολιτεία, ήτοι για μια συνεκτική
κοινωνία, για μια πραγματική (και όχι
προσχηματική) δημοκρατία, και για μια ισχυρή και ανεξάρτητη Ελλάδα ελευθέρων
πολιτών (και όχι υπηκόων).
Είναι ενδεικτικό ότι ο Καποδίστριας χαρακτηρίζει σωρηδόν τούς
νέους που χρησιμοποιούν «πολιτικό» μέσο για να διορισθούν αναξιοκρατικώς σε
δημόσιες θέσεις, ως “δυστυχή νεολαία” και “απερίσκεπτον συρφετόν νεολαίας”, που στερείται “υγιούς ήθους” και “κακώς εξυπηρετεί τό κράτος”, εις βλάβην τών εθνικών συμφερόντων και τής μεγαλοσύνης τού Γένους,
επί λέξει ως εξής:
“Η δυστυχής νεολαία διδάσκεται μόνον πώς είναι δυνατόν να απολαμβάνη ελάχιστα κέρδη [μισθό].
Ο απερίσκεπτος ούτος συρφετός τής νεολαίας κακώς εξυπηρετεί τό κράτος, τό οποίον δεν αγαπά, διότι τήν θέσιν του οφείλει εις τόν προϊστάμενον [κομματικό μέσο θα λέγαμε σήμερα] και ουχί εις αυτό [το
κράτος]. Τουναντίον η Κυβέρνησις χάνει τό δικαίωμα να βραβεύη διά θέσεως τούς αξίους νέους, ικανούς να τήν εξυπηρετήσωσι και με υγιές τό ήθος. Είναι δε φανερόν ότι προκύπτει μεγάλη απογοήτευσις διά τούς καλούς νέους εκ τού περιέργου τούτου συστήματος... Εάν η κατάστασις εξακολουθήση, προτιμώτερον είναι οι πόροι οι διατεθέντες διά τήν εκπαίδευσιν να προορισθώσιν δι᾿
άλλον σκοπόν.”
Δηλαδή, σύμφωνα με τόν Καποδίστρια, τό δημόσιο εκπαιδευτικό
σύστημα δεν έχει λόγο ύπαρξης, ήτοι χρηματοδότησής του με δημόσιους πόρους, εάν
η Πολιτεία δεν λειτουργεί με αξιοκρατικά κριτήρια διαφάνειας και κατ' αξίαν δικαιοσύνης,
σύμφωνα δηλαδή με τό ως άνω θεμελιώδες άρθρο των επαναστατικών Συνταγμάτων περί
αξιοσύνης—ως τού μοναδικού κριτηρίου διορισμών στο
Δημόσιο—τά οποία εξέφρασαν τότε και έκτοτε τήν συλλογική βούληση Εκείνων που
απελευθέρωσαν τήν Ελλάδα. Πρέπει μάλιστα να επισημανθεί, ότι αυτήν τήν ρηξικέλευθη
άποψή του, ο Καποδίστριας τήν εξέφρασε επίσημα ως καθ' ύλην αρμόδιος σε
υπόμνημα-αναφορά του, ήτοι ως Επιθεωρητής Εκπαιδεύσεως τής Ιονίου Πολιτείας
(Έκθεση Ι. Καποδίστρια, 23 Μαρτίου 1806).
Το ζήτημα τής αξιοσύνης,
κατά το ως άνω θεμελιώδες άρθρο τών τριών Επαναστατικών Συνταγμάτων, ως τού μοναδικού κριτηρίου προσλήψεων στο
Δημόσιο, συμπεριλαμβανομένου και τού τομέα τής δημόσιας Παιδείας, ήταν τότε και
έκτοτε ένα κρίσιμο θέμα για μια πραγματικά ανεξάρτητη Ελλάδα: Ο Καποδίστριας
θεωρούσε ότι τό Δημόσιο έπρεπε να στελεχώνεται από “νέους” στην ηλικία
πολίτες, οι οποίοι θα επιλέγονται προς τούτο αξιοκρατικώς, βάσει τού κριτηρίου
τής κατ' αξίαν “ικανότητός” τους και μόνον—ότι δηλαδή ισχύει
σήμερα στις αμερικανικές και άλλες πολυεθνικές εταιρείες που είναι οι σύγχρονοι
επικυρίαρχοι τής Παγκόσμιας Οικονομίας—και όχι με κοινωνικά, πολιτικά,
πελατειακά ή άλλα κριτήρια αδιαφάνειας και διαφθοράς. Μόνον με αυτόν τόν τρόπο
θα καθίστατο δυνατόν να διασφαλισθεί ότι η Νεώτερη Ελλάδα θα ήταν “εμμελώς διοικουμένη”
και άρα ισχυρή και ανεξάρτητη.
Αυτός ο εθνικός στόχος (“Ελλάς εμμελώς διοικουμένη” από “νέους πολίτας ικανούς”) ήταν τότε και έκτοτε τόσο κεφαλαιώδης, ώστε ο Καποδίστριας ευλόγως
θεωρούσε ότι προς αυτόν τόν στόχο “οφείλομεν να κατατείνωμεν πάντα τόν αγώνα”, όπως ρητώς και σαφώς διετύπωσε ως Κυβερνήτης τής χώρας σε επιστολή του
προς τόν Ανδρέα Μουστοξύδη στις 14 Απριλίου 1828, επί λέξει ως εξής:
“Ελλάς εμμελώς
διοικουμένη δεν θέλει υπάρξη, πριν εύρωμεν μεταξύ τών ημετέρων νέων πολίτας ικανούς να αναλάβωσι τά τής δημοσίου υπηρεσίας. Τούτο δε ούπω ενέστηκε,
διό και πρός τό καταντήσαι τάχιον εκείσε, οφείλομεν να κατατείνωμεν πάντα τόν αγώνα.”
Σε αυτό τό πλαίσιο, ο Καποδίστριας, κατά τήν άσκηση τών κυβερνητικών
του καθηκόντων, προσέδιδε εμπράκτως
τεράστια έμφαση στην Παιδεία, και μάλιστα τήν δωρεάν δημόσια Παιδεία, “κρούων πάσαν θύραν” προς τούτο, όπως συνοψίζει στη συνέχεια τής επιστολής
του, ως εξής:
“Διά τούτο και εγώ ετοιμάζω πολυάριθμον φυτευτήριον μαθητών διά τά
σχολεία μας, συνάξας μέχρι τούδε ικανούς, και μέλλων να συνάξω και άλλους, άμα
ευπορήσας δαπάνης πρός ιματισμόν, διατροφήν και διδασκαλίαν αυτών. Κρούω δε πάσαν θύραν ζητών αργύριον διά
τήν τράπεζαν, και ίδε και εσύ αν δύνασαι να καταφέρης τινάς τών αυτόθι
μεγαλοπλούτων μας να συνεισφέρωσιν.”
Ο Καποδίστριας δηλαδή προσέβλεπε σε μία αξιοκρατική και παράλληλα καθολική δωρεάν δημόσια εκπαίδευση, στην
οποία θα είχαν πρόσβαση όλοι ανεξαιρέτως οι νέοι τής Ελλάδος, και διά τής
οποίας θα επιβραβεύετο η αριστεία, ήτοι η ανάδειξη “τής εμφύτου κλίσεως και ικανότητος” τών χαρισματικών μαθητών
και η επιβράβευση τής “φιλοτιμίας”
(επιμέλειας) εκάστου. Προς τούτο, ο Καποδίστριας καθιέρωσε εξ αρχής τόν θεσμό
τών προτύπων ή “πρωτοτύπων” σχολείων, στα οποία εγίνοντο δεκτοί οι
πλέον διακεκριμένοι μαθητές με αξιοκρατικά και μόνον κριτήρια, κατόπιν
εξετάσεών τους ενώπιον τής εκάστοτε ειδικής προς τούτο “συστηνομένης επιτροπής” επιφανών παιδαγωγών.
Επί πλέον, ο Καποδίστριας είναι ο πρώτος παγκοσμίως πολιτικός ηγέτης που
εφάρμοσε τόν ρηξικέλευθο θεσμό ειδικής “δωρεάς” (bonus ή πριμ θα λέγαμε σήμερα) από τήν Πολιτεία
προς τούς διδασκάλους τών οποίων οι μαθητές εγίνοντο δεκτοί σε πρότυπα σχολεία.
Επρόκειτο μάλιστα περί γενναιόδωρης “δωρεάς” εκ 300 γροσίων (ενάμισυ μισθό)
ανά κάθε τέτοιο μαθητή, διότι ευλόγως ο Κυβερνήτης θεωρούσε ότι η αριστεία
ενός μαθητή όσον αφορά στις σπουδές του είναι ταυτόχρονα αριστεία και
τού διδασκάλου του όσον αφορά στο εκπαιδευτικό του έργο, όπως υποδηλούται στην
Εγκύκλιό του “πρός τούς διδασκάλους τών εν Ελλάδι αλληλοδιδακτικών Σχολείων” στις 25 Απριλίου 1829, επί λέξει ως εξής:
“Να μάς σημειώσης εκείνους τών μαθητών σου, όσοι έδωκαν αδιακόπως
προφανή δείγματα τής εμφύτου κλίσεως
και ικανότητός των εις τό επάγγελμα τού
διδασκάλου τών αλληλοδιδακτικών σχολείων, καθότι έχομεν σκοπόν να τούς προσκαλέσωμεν
διά να τελειοποιηθώσιν εις τό πρωτότυπον σχολείον, τό οποίον συσταίνομεν
εις Αίγιναν.
Άμα λαβόντες τήν σημείωσιν
εκ μέρους όλων τών διδασκάλων τών ήδη καθεστώτων αλληλοδιδακτικών σχολείων, θέλομεν
προσδιορίσει τόν αριθμόν τών εις τό πρωτότυπον σχολείον εισαχθησομένων. Αλλά
προτού να γενούν παραδεκτοί, θέλουν εξετασθή από τήν επί τούτου
συστηθησομένην επιτροπήν.
Διά ν᾿ αποζημιώσωμεν δε κατά τό δίκαιον τούς διδασκάλους διά τά έξοδα,
όσα μέχρι τούδε έκαμον, θέλοντες να διεγείρουν
τών μαθητών τήν φιλοτιμίαν, προσφέρομεν εις αυτούς δωρεάν ανά 300 γρόσια δι᾿ έκαστον τών μαθητών όσοι μέλλουν να
γενούν παραδεκτοί εις τό πρωτότυπον τούτο σχολείον.”
Σημειωτέον ότι στο ως άνω πρότυπο σχολείο στην Αίγινα δίδασκε τότε
ο διδάσκαλος τού Γένους Γεώργιος Γεννάδιος
και ο επιφανής ελληνιστής αρχιμανδρίτης Νεόφυτος
Δούκας.
Συγκεφαλαιωτικά, ο Καποδίστριας ουδέποτε ασπάσθηκε τήν άποψη ότι
«περισσότερη» εκπαίδευση σημαίνει κατ' ανάγκην «καλύτερη» εκπαίδευση, ήτοι ότι
μεγαλύτερη χρηματοδότηση τής εκπαίδευσης σε μαζικό επίπεδο σημαίνει κατ' ανάγκην
(δήθεν) παραγωγικότερη εκπαίδευση. Διότι κατά τόν Καποδίστρια τό Μέγα Ζητούμενο
είναι μια δημοκρατική (καθολική) Παιδεία
αξιοσύνης, μια (αξιοκρατική) Παιδεία
πολιτών και όχι μια (αναξιοκρατική) εκπαίδευση
υπηκόων, μια ουσιαστική Παιδεία προσωπικού
ήθους και εθνικής αγωγής—τα οποία κατά τό πλείστον δεν είναι θέμα χρημάτων—και όχι μια
μαζική χρησιμοθηρική (τεχνική) εκπαίδευση
χαμερπούς ατομικής ιδιοτέλειας και
εθνικής υποτέλειας.
6. Εθναρχικό έργο Παιδείας
|
1ο (Καποδιστριακό) Δημοτικό Σχολείο Άργους |
Πράγματι, τό έργο τού Καποδίστρια στον τομέα τής Παιδείας, εν μέσω
τραγικών συνθηκών, ήτοι εν μέσω πολεμικής ερήμωσης τής χώρας και παντελούς
απορίας τού Δημοσίου Ταμείου, συνιστά στέφανο δόξης λαμπρόν, αιωνίως απαστράπτοντα,
για τόν Μεγάλο Κυβερνήτη τής Νεωτέρας Ελλάδος. Στα τρισήμισυ χρόνια που
διακυβέρνησε τήν χώρα, ο Καποδίστριας πραγματοποίησε ένα θαύμα στις “ολόμαυρες ράχες” τής καταρρημαγμένης Ελλάδος,
ιδρύοντας “121 σχολεία όλων τών βαθμίδων
με 9.246 μαθητές (ο πληθυσμός τής
τότε ελεύθερης Ελλάδος ανερχόταν μόλις στις 600.000), ενώ άλλοι 5.000 μαθητές διδάσκονταν από ελεύθερους δασκάλους, κυρίως
εξαιτίας έλλειψης αιθουσών διδασκαλίας”.
Μεταξύ δε τών εκπαιδευτηρίων που ίδρυσε ο Καποδίστριας ήσαν τό (πρότυπο)
Τυπικό Σχολείο Αλληλοδιδακτικής στο υπ'
αυτού επίσης ιδρυθέν Ορφανοτροφείο στην
Αίγινα, η Γεωργική Σχολή στην
Τίρυνθα, η Εμπορική Σχολή στη Σκύρο,
η Εκκλησιαστική Σχολή στον Πόρο, η Στρατιωτική Σχολή στο Ναύπλιο (η
σημερινή Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων), ειδικά σχολεία κορασίδων, όπως επίσης και πολλά ελληνικά σχολεία σε ευρωπαϊκές χώρες προς ελληνόγλωσση εκπαίδευση
τών νέων τής Ομογένειας.
Μάλιστα δε εκείνο τό ουσιαστικό έργο θεμελιώθηκε και εν πολλοίς πραγματοποιήθηκε
εν καιρώ πολέμου (!), πριν κάν απελευθερωθεί η Ελλάδα (!), καθόν χρόνο δηλαδή τό
αιγυπτιοαφρικανικό στράτευμα εισβολής τού Ιμπραήμ παρέμενε αήττητο στην
Πελοπόννησο, η δε Ρούμελη, η Εύβοια και τά φρούριά τους, συμπεριλαμβανομένης
τής Ακροπόλεως, όπως επίσης και φρούρια τής Πελοποννήσου, κατείχοντο από
τουρκικά στρατεύματα (1827-1828), και πριν αναγνωρισθεί η ανεξαρτησία τής Ελλάδος
από τίς Μεγάλες Δυνάμεις (1830) και από τήν Οθωμανική Αυτοκρατορία (1833).
Υπό εκείνες τίς ακραίες συνθήκες ολοκληρωτικού πολέμου—ο οποίος
μάλιστα τότε είχε κλιμακωθεί σε τριηπειρωτικό πόλεμο, με πολεμική εμπλοκή στην
Ελλάδα στρατών και στόλων από τρείς ηπείρους (Ασία, Αφρική, Ευρώπη)—ο
Καποδίστριας παρέλαβε ένα σκιώδες κράτος, ήτοι ένα κράτος οικονομικώς
ανύπαρκτο, με μηδενική φοροδοτική ικανότητα τών μαχομένων Ελλήνων και με
Δημόσιο Ταμείο τού οποίου τό “κεφάλαιον
δεν υπερέβαινε τό ποσόν τών δεκάδων τινών γροσίων”. Κατά συνακολουθία,
παντελώς ανύπαρκτη ήταν και η δυνατότητα τότε τού ελληνικού κράτους να διαθέσει
οποιοδήποτε κονδύλι για τήν
εκπαίδευση, έστω και ένα γρόσι, όπως ο Καποδίστριας περιέγραψε επιγραμματικά
τήν εξωπραγματική κατάσταστη τής οικονομίας τότε, σε επιστολή του στις 3
Οκτωβρίου 1829, προς τον Αδαμάντιο Κοραή,
επί λέξει ως εξής:
“Η δημοσία εκπαίδευσις δεν είναι δυνατόν να κατασκευασθή
όσον ταχέως και αι χρείαι απαιτούσι και ημείς τό επιθυμούμεν. Διά τά σχολεία
χρειάζονται οικήματα· εγώ δε φθάσας ενταύθα
εύρηκα μόνον καλύβας όπου εσκεπάζοντο πλήθος
οικογενειών πειναλέων.”
Την κοινωνικοοικονομική εξαθλίωση τής “προμαχούσης” Ελλάδος, ο Καποδίστριας τήν συνόψισε
σε βαρυσήμαντο υπόμνημά του προς τίς Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία)
στις 31 Αυγούστου 1827 (τέσσερις μήνες πριν ο ίδιος φθάσει στην Ελλάδα)—το
οποίο συνέταξε κατά τήν επί ενάμισυ μήνα παραμονή του τότε στο Λονδίνο, όπου
διεξήγαγε επικό διπλωματικό αγώνα με σκοπό αφ' ενός τήν οικονομική τους βοήθεια
προς τήν εμπόλεμη Ελλάδα, και αφ' ετέρου τήν άμεση στρατιωτική τους επέμβαση με
επικουρικούς στρατούς και στόλους στο πλευρό τών “προμαχούντων Ελλήνων”— επί λέξει μεταξύ άλλων ως εξής:
“Εκ τριών ήδη χρόνων οι Έλληνες δεν ζώσιν ουδέ
σώζονται προμαχούντες ειμή διά τών
βοηθημάτων τής χριστιανικής φιλοπτωχίας. Αι γαίαι τών εν Πελοποννήσω και περί τήν
Αττικήν και τήν Δυτικήν Ελλάδα κατεχερσώθησαν αφ᾿ ότου ο Ιβραΐμης και οι Αιγύπτιοι τήν εκτριβήν
και τόν θάνατον επισπείρουσιν. Οπλοφόροι οι γεωργοί· αι δε αυτών οικογένειαι ή φρικώδη αιχμαλωσίαν υφίστανται, ή εις τάς
νήσους είναι εσκορπισμέναι, ή εις βράχους απροσβάτους κατέφυγον. Πόλεις, κώμαι, χωρία, κατεστραμμένα,
ερείπια, έρημα. Και μένει τούτο μόνον εις τόν πολυπαθή και θαυμάσιον τόπον, ο αρχαιότροπος τών οικητόρων αυτού χαρακτήρ,
και απόφασις αυτών ομόψυχος τε και άτρεπος μηδέ ποτε να υποστώσι τόν
τουρκικόν ζυγόν, ουδ᾿ άλλον ζυγόν ξένον οποιονδήποτε.”
Από ιστορική άποψη, ανακύπτει βέβαια εύλογο τό ερώτημα: Πώς
εξηγείται η μεγάλη επιτυχία τού Καποδίστρια όσον αφορά στο ρηξικέλευθο και
εκπληκτικό έργο του στον τομέα τής Παιδείας, τό οποίο επετελέσθη εν μέσω τέτοιων
τραγικών και εξωπραγματικών συνθηκών, επί τών ερειπίων μιας κατεστραμμένης
πολεμικής οικονομίας, που ήταν τότε ημιθανής ή και ανύπαρκτη τόσον σε εθνικό
όσον και σε τοπικό επίπεδο;
Κατ' αρχάς, πέραν τής οραματικής διάστασης τού έργου του, ο
Καποδίστριας αντλούσε αστείρευτες ψυχικές δυνάμεις από τό πατριωτικό του πάθος
και τήν ακλόνητη πεποίθησή του για τό μέλλον και τήν μεγαλοσύνη τής εγειρομένης
Ελλάδος, όπως αναδεικνύεται σε άλλη επιστολή του προς τόν Α. Μουστοξύδη, τήν οποία συνέταξε στις 8 Μαΐου 1828, δηλαδή μόλις 4 μήνες μετά τήν άφιξή
του στην Ελλάδα, διατελών τότε “επηυλισμένος” σε παραλία τής Αίγινας—λόγω
επιδημίας πανώλης, που μετέδωσαν στην Ελλάδα τά αιγυπτιοαφρικανικά στρατεύματα
εισβολής—επί λέξει ως εξής:
“Εδώ [Αίγινα] ευρίσκομαι επηυλισμένος παρά τήν θάλασσαν ίνα έχω πάρισον τήν απόστασιν τής
κοινωνίας πρός τε τήν πόλιν και πρός τάς υποθέσεις και πρός τά επερχόμενα διάφορα
πλοία τών συμμάχων Δυνάμεων. Οποία ζωή, αγαπητέ μου, η εμή! Και οποίαι δυσκολίαι
αι πανταχόθεν περιβάλλουσαι και πιέζουσαί με! Μακράν όμως, πολλά μακράν είμαι
τού αθυμήσαι. Ο Θεός είναι μετά τής Ελλάδος και υπέρ τής Ελλάδος, και αύτη σωθήσεται.
Εκ ταύτης τής πεποιθήσεως αντλώ πάσας
μου τάς δυνάμεις και πάντας τούς πόρους.”
Επιπροσθέτως, πέραν τού πατριωτισμού και
τής βαθιάς πίστης τού Καποδίστρια στο μέλλον τής Ελλάδος, η αποτελεσματικότητά του στην Παιδεία οφείλεται μεταξύ άλλων στην εντιμότητα και ακεραιότητα τού χαρακτήρος του, ήτοι στις αρχές τής διαύγειας και διαφάνειας που εφήρμοσε κατά τήν διακυβέρνησή του (αντίστοιχες με
τίς αρχές transparency και accountability που κατά κανόνα εφαρμόζει διαχρονικά η
Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση τής σημερινής Υπερδυνάμεως). Ως αποτέλεσμα, οι Μεγάλες
Δυνάμεις, όπως επίσης και οι ανά τήν Ευρώπη Έλληνες ή Φιλέλληνες ιδιώτες
δωρητές, και κυρίως η συντριπτική πλειοψηφία τού Ελληνικού λαού τότε, είχαν
απόλυτη εμπιστοσύνη στον Καποδίστρια, ως τόν ανιδιοτελή ηγέτη τού οποίου τό προσωπικό
ήθος εγγυάτο ότι κάθε δωρεά ή δάνειο
προς τήν εμπόλεμη Ελλάδα θα ετύγχαναν “οικονομικωτάτης διαχειρίσεως”, σύμφωνα με τά λόγια τού Καποδίστρια,
τουτέστιν θα «έπιαναν τόπο». Ενδεικτική τής μηδενικής ανοχής τού Καποδίστρια κατά τής διαφθοράς είναι η
επιστολή του προς τόν Μητροπολίτη Πίζης Ιγνάτιο (στην Ιταλία), στις 10 Ιουνίου
1828, σχετικά με “δωροφορίες”
που άρχισε να λαμβάνει η εγειρομένη Ελλάς από τίς Μεγάλες Δυνάμεις επί
διακυβερνήσεώς του (1,5 εκατομ. ρούβλια από τήν Ρωσία, 500 χιλ. φράγκα από τήν Γαλλία
κ.ο.κ.), στην οποία γράφει μεταξύ άλλων τα εξής:
“Οι γενναίοι μας Έλληνες χαίρονται. Μόνον ολίγοι τινές απατώνται, και μεγάλως, νομίζοντες ότι τά χρήματα ταύτα είναι δι᾿ αυτούς, και μέλλουσι πάθωσιν ό,τι έπαθον αι λίραι τού δανείου [των δύο πρώτων Δανείων τής Ανεξαρτησίας από τήν Αγγλία,
1823-1824].”
Διατελούσε δε ο Καποδίστριας εν πλήρη επιγνώσει περί τού πώς η
χυδαία διαφθορά “ολίγων τινών” “κλεπτιστάτων αρχόντων, υπουργών τε και καπιτάνων” καταδυνάστευε
τήν πλειονότητα τού υπέρ ελευθερίας μαχομένου τότε ελληνικού λαού και υποθήκευε
τό μέλλον τού έθνους, τότε και έκτοτε, όπως επισημαίνει στη συνέχεια τής
επιστολής του:
“Ότι μέν κλέπτουσιν παντού [στον Κόσμο] όπου διοίκησις υπάρχει, είναι αναμφίβολον. Αλλά δεν ευρίσκεται
τόπος, εις εμέ γνωστός, όπου πλησίον τών κλεπτών να υφίστανται
χιλιάδες και χιλιάδες οικογενειών αγαίων,
ανεστίων και καταπείνων, καθώς εν Ελλάδι. Στοχασθήτε, δεσπότη μου, ότι αι άθλιαι
αύται οικογένειαι πάσχουσιν εξ αιτίας τών κλεπτιστάτων
αρχόντων, υπουργών τε και καπιτάνων, και ενθαρρύνετέ με, αν δύνασθε,
να ήμαι συγκαταβατικός πρός μίαν δράκα ανθρωπαρίων
μεταλλοθέων, επ᾿
ουδέν τών οποίων όμως ουδέ κατέστησα τήν βαρείαν χείρα τής δικαιοσύνης, ουδέ
καταστήσω, αρκούμενος να τούς γνωρίσω καλώς και να τούς παραδώσω ποτέ, ει χρεία,
εις τάς αράς τού λαού.”
Αντικείμενος βέβαια προς αυτήν τήν εν πολλοίς αδίστακτη (και ως
απεδείχθη δολοφονική) “δράκα ανθρωπαρίων
μεταλλοθέων” και
περιορίζοντας, ή και συχνάκις εκμηδενίζοντας, τήν δυνατότητά τους να επιπέσουν για
“πλιάτσικο”, ως λυσσώδεις ύαινες,
επί τών σαρκών αυτής ταύτης τής καταματωμένης αλλά εν τούτοις εγειρομένης Ελλάδος,
ήτοι επί τής καθημαγμένης οικονομίας τής νεοσύστατης Ελληνικής Πολιτείας, ο
Καποδίστριας έθετε τήν ζωή του σε θανάσιμο κίνδυνο, ως αδέκαστος και άγρυπνος
φρουρός τού Δημοσίου Ταμείου. Παράλληλα όμως, αυτή η αυταπάρνηση, ανιδιοτέλεια και
λυσιτελής εγρήγορση τού πρώτου Κυβερνήτου, τού προσέδιδαν ένα τεράστιο ηθικό
ανάστημα (moral standing) στην Ελλάδα και τό εξωτερικό,
με αποτέλεσμα αφ' ενός τήν συνεχή ροή δωρεών και δανείων από τό εξωτερικό για
τήν Παιδεία, και εν γένει για τήν Διοίκηση επί διακυβερνήσεώς του—εν μέσω μαινομένου
απελευθερωτικού αγώνος και πολεμικής εμπλοκής τού έθνους—και αφ' ετέρου τήν ενεργό και πάνδημη λαϊκή κινητοποίηση
τής κατά περίπτωση τοπικής κοινωνίας (εντόπιοι πολίτες, δάσκαλοι και μαθητές),
οσάκις επρόκειτο να ανεγερθεί και λειτουργήσει ένα νέο σχολείο, όπως
αναδεικνύεται στην αναφερθείσα Εγκύκλιό του “πρός τούς διδασκάλους τών εν Ελλάδι αλληλοδιδακτικών Σχολείων” στις 25
Απριλίου 1829, ήτοι μόλις 15 μήνες από τής αφίξεώς του στην Ελλάδα, επί λέξει
ως εξής:
“Όσα εκ τών ήδη υπαρχόντων αλληλοδιδακτικών
σχολείων επεσκέφθημεν προσωπικώς, μάς επροξένησαν ευχαρίστησιν κατά πάντα· επιθυμούμεν να εκφράσωμε όσον τό
δυνατόν ταχύτερον τήν ευγνωμοσύνην μας πρός τούς αξιολόγους πολίτας, οίτινες συνετέλεσαν εις τόν διοργανισμόν των, πρός τούς διδασκάλους,
οι οποίοι, καίτοι σχεδόν πάντων στερούμενοι, κατώρθωσαν να προοδεύσουν τά
καταστήματα ταύτα, και πρός τούς μαθητάς,
οι οποίοι δεικνύουν ήδη τί εμπορεί να ελπίση παρ᾿ αυτών η πατρίς.”
Δηλαδή εκείνο τό πραγματικό θαύμα Παιδείας εν μέσω πολέμου και
οικονομικής απορίας επετεύχθη διότι ο Καποδίστριας είχε πλήρη επίγνωση ότι ένα
δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα ουσιαστικής Παιδείας δεν μπορεί να συγκροτηθεί και
λειτουργήσει σε πλαίσιο πολιτικο-οικονομικής διαφθοράς, ήτοι από ιδιοτελή άτομα
εθισμένα στο πλιάτσικο και τήν κλεπτοκρατία («μιζαδόρους» θα λέγαμε σήμερα). Τήν απαγορευτική σχέση που υφίσταται μεταξύ διαφθοράς και Παιδείας—ήτοι ότι η καταπολέμηση τής διαφθοράς “κλεπτιστάτων αρχόντων,
υπουργών τε και καπιτάνων” είναι
μία θεμελιώδης προϋπόθεση για τήν ύπαρξη Παιδείας ελευθέρων πολιτών—την επεσήμανε
ρητώς ο Καποδίστριας σε επιστολή του προς τόν Ρώσσο Φιλέλληνα Νικόλαο Ράϊκο, ο οποίος μεταξύ πολλών άλλων
διετέλεσε Διοικητής τής Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων, επί λέξει ως εξής:
“Τά αλληλοδιδακτικά σχολεία και ολίγα στρέμματα
εθνικής γής διδόμενα ως αποκλειστική ιδιοκτησία εις τούς δήμους θα προετοιμάσουσιν
τά στοιχεία τής αληθούς κοινωνικής οργανώσεως τής Ελλάδος. Έως ότου γίνει αυτό,
πρέπει να ευχαριστηθώμεν εμποδίζοντες
τήν περαιτέρω ριζοβόλησιν τών καταχρήσεων.
Τούτο δε, θα κατορθωθή ασφαλέστατα, εάν πολιτευθώμεν με τήν αυστηροτάτην αμεροληψίαν και πρός τούς
φίλους τής Κυβερνήσεως και πρός εκείνους οι οποίοι τάσσονταν εναντίον της.”
Επιπροσθέτως τών παραπάνω, τό εθναρχικό ηθικό ανάστημα τού
Καποδίστρια μεγαλύνετο ακόμη περισσότερο, σε πρωτοφανή υψίπεδα προσωπικής
υπέρβασης και πολιτικής ακεραιότητας, από τό ηγετικό παράδειγμα που έδινε ο ίδιος με τόν αλτρουϊσμό του υπέρ τού
έθνους. Ο Καποδίστριας ήταν τότε ένα μοναδικό φαινόμενο πολιτικού ιδεαλισμού
και εθνικής προσφοράς: Όχι μόνον δεν απεδέχετο να λαμβάνει μισθό ή άλλα
οικονομικά οφελήματα ως Κυβερνήτης από τό Δημόσιο Ταμείο τής πασχούσης Ελλάδος,
αλλά προσέφερε όλη τήν περιουσία του στον βωμό τής Εθνικής Παλιγγενεσίας. Εντός
μόλις 12 μηνών από τήν άφιξή του στην Ελλάδα, τό σύνολο τής χρηματικής του
περιουσίας είχε εξανεμισθεί, διότι χρηματοδοτούσε ο ίδιος, από τήν προσωπική
του περιουσία, κατεπείγουσες ανάγκες τού κράτους για επισιτισμό τού πληθυσμού,
μισθοδοσία τού Τακτικού Στρατού, κ.τ.λ., οσάκις τό Δημόσιο Ταμείο ήταν
ελλειματικό ή και (συχνά) κενό χρημάτων, όπως αναδεικνύεται από τό κείμενο
επιστολής του προς τόν Πετρόμπεη
Μαυρομιχάλη—ο οποίος ως συνήθως ζητούσε ή και απαιτούσε χρήματα από τό κράτος—στις
10 Φεβρουαρίου 1829, επί λέξει ως εξής:
“Ήθελα να έχω κάμποσα εκατομμύρια τάλληρα, διά
να σάς δώσω όσα ζητείτε· αλλά καθώς σάς είπα, τό μέν ιδιαίτερόν μου ταμείον είναι κενόν, τό δε δημόσιον μόλις δύναται να
επαρκέση εις τάς μάλλον κατεπείγουσας χρείας τού τρέχοντος Φεβρουαρίου, και τό
πολύ τού ημίσεως Μαρτίου. Τούτο είναι γνωστότατον και δύνασθε αυτοπροσώπως να τό βεβαιωθήτε βλέποντες τά
κατάστιχα τής επί τών οικονομικών επιτροπής... Υπομείνατε καθώς υπομένω,
και υπομένω ίσως επέκεινα τής ανθρωπίνης
δυνάμεως.”
Εκείνη η ολοκληρωτική αυταπάρνηση
τού Καποδίστρια, και μάλιστα σε
υπερβατικό βαθμό αγιότητος, πάντοτε σε διοικητικό πλαίσιο “αυστηροτάτης
αμεροληψίας”, διαφάνειας τού
Δημοσίου Ταμείου και “οικονομικωτάτης
διαχειρίσεως”, ενδυνάμωνε τό χαλύβδινο
ηθικό έρεισμα επί τού οποίου εδράζετο ο Καποδίστριας όταν ως Κυβερνήτης “έκρουε
πάσαν θύραν” σε ξένες
κυβερνήσεις και βασίλεια και στους όπου γης Έλληνες, αιτούμενος ή και ικετεύων
“δωροφορίες” ή δάνεια υπέρ τής
εμπολέμου Ελλάδος.
Υπό τό πρίσμα επομένως τού τεραστίου ηθικού αναστήματος τού Εθνάρχου
Καποδίστρια είναι δυνατόν αφ' ενός να γίνει κατανοητό από ιστοριογράφους τό θαύμα
που η εμπόλεμος Ελληνική Πολιτεία επετέλεσε επί διακυβερνήσεώς του στον τομέα
τής Παιδείας στην τελευταία τριετία τού Αγώνος τής Ανεξαρτησίας, και αφ' ετέρου
να γίνει εξ ίσου κατανοητή από μέλλουσες γενεές Ελλήνων η βαθύτερη ουσία τής περί
Παιδείας εθνοσωτηρίου παρακαταθήκης του—παρακαταθήκης προσεπικυρωμένης από τό αίμα
του, που εν γνώσει και πλήρει επιγνώσει τό προσέφερε προς τήν Πατρίδα, όπως
αποκαλύπτεται σε επιστολή του στις 10 Ιουνίου 1827 προς τον Ελβετό τραπεζίτη Εϋνάρδο,
επί λέξει ως εξής:
“Αγωνιώ να προγνωρίσω τί θέλω
απογείνη, και αν μοί δοθή να άρω τόν ουρανόθεν
επικαταβαίνοντά μοι σταυρόν φήφω
τής εν Τροιζήνι συνελεύσεως.”
7. “Ελλήνων εξέθνωσις”
Ο αγώνας και τό έργο τού Καποδίστρια για μια πρωτογενώς εθνική Παιδεία, ήτοι για μια “σωτηριώδη Ιδιογενή Παιδαγωγία” όπως ο ίδιος τήν προσδιόριζε, εδράζετο
στην πεποίθησή του ότι η ανεξαρτησία τής Νεωτέρας Ελλάδος δεν θα
ολοκληρώνετο, ή και θα στερείτο ουσιαστικού νοήματος, εάν ο εξ Ανατολών επιβαλλόμενος
(οθωμανικός) στρατιωτικός γενιτσαρισμός τού ανθού τής ελληνικής νεότητος επί
Τουρκοκρατίας, υποκαθίστατο από μία άλλη—ίσως χειρότερη—μορφή γενιτσαρισμού, ήτοι
από τόν εκ Δυσμών μεθοδευόμενο (ευρωπαϊκό) πολιτισμικό γενιτσαρισμό τών πλέον
ευφυών νέων τής Ελλάδος μετά τήν Εθνική Παλιγγενεσία.
Αυτό τό μέγα θέμα—περί υφέρποντος πνευματικού εκφυλισμού τών Ελλήνων
που σπουδάζουν πρωίμως και δη εξ ολοκλήρου στο εξωτερικό, πριν δηλαδή εμβαθύνουν
στην ελληνική γλώσσα ώστε να εμπεδώσουν (εσωτερικοποιήσουν βιωματικά) τόν ελληνικό
πολιτισμό επαρκώς—ο Καποδίστριας τό διατύπωνε
σε κάθε ευκαιρία, όπως π.χ. στην α΄ επιστολή του στις 6 Νοεμβρίου 1827 προς τόν
Ανδρέα Μουστοξύδη περί τού εθνικού “ονείδους τής εξεθνώσεως” τών σπουδαζόντων
εις τήν αλλοδαπή Ελλήνων, επί λέξει ως εξής:
“Τά παιδία μας, ούτως εκείσε κείμενα, οποίας και αν απολαμβάνωσιν
φροντίδας παρά τών φιλανθρώπων προστατών, κινδυνεύουσιν όμως να εκστραφώσι τής
οικείας φύσεως, χάνοντα βαθμηδόν και τήν αίσθησιν τών θρησκευτικών χρεών των και τήν χρήσιν τής γλώσσης των, και τήν μνήμην τών εφεσίων και ιδιογενών ηθών.
Αποσπασμένα πρωΐμως από
τήν όντως πατρίδα, άρά γε δεν θέλουσιν αναπλάση εν εαυτοίς πατρίδα τινά ιδανικήν, κατά τόν τύπον τού τόπου εν ώ ήρχισαν πρώτον να σκέπτωνται; Ανδρωθέντες δέ, επιστρέψουσιν άρα εις τάς πατρίους αυτών
εστίας; Και επιστρέψαντες, έσονται άρα πολίται ωφέλιμοι;
Απεκρίθη
πρός ταύτα η πείρα, και αποκρίνεται καθ’ εκάστην ότι, παραδεδομένοι οι νέοι ούτοι
μόνως εις εαυτούς και εις τών ξένων τά
παραδείγματα, χαμένοι θέλουσιν είσθαι
διά τήν πατρίδα των, και ουδ᾿ άλλου τόπου τήν σήμερον θέλουσιν
γείνη χρήσιμον απόκτημα. Αλλά και τούτου γενομένου, τό όνειδος τής εξεθνώσεώς των εις τήν Ελλάδα θα πέση.”
ή σε άλλη επιστολή του, προς τόν Διδάσκαλο τού Γένους Αδαμάντιο Κοραή τό 1829, περί τών νέων
τής Ελλάδος που “διαφθείρονται” στην Ευρώπη “επί προφάσει μαθήσεως”,
επί λέξει ως εξής:
“Καί εγώ αναγκαιώτατον κρίνω να συλλέξωμεν και επαναγάγωμεν
εις τήν Ελλάδα τούς νέους Έλληνας όσοι επί
προφάσει μαθήσεως διαφθείρονται εν
Ευρώπη. Αλλά χρειάζεται πρότερον να έχωμεν οικήματα να τούς βάλωμεν, τά οποία,
καθώς σάς είπα, εισέτι στερούμεθα.”
Ειδικότερα, η εξέθνωσις (αλλοτρίωση)
ή πολιτισμική διαφθορά (αλλοίωση) τών
εις τήν αλλοδαπή σπουδαζόντων Ελλήνων είναι συνέπεια τής αποξένωσης αυτών από τά
πατρογονικά ήθη, τήν εθνική γλώσσα και τήν ορθόδοξη θρησκεία, όπως ρητώς γράφει
ο Καποδίστριας σε επιστολή που απέστειλε από τό Ναύπλιο προς τόν Λεβέο στην Κέρκυρα (11 Μαρτίου 1830),
επί λέξει ως εξής:
“Η πείρα, άριστος εν πάσι διδάσκαλος, ήδη κατέδειξεν
εις ημάς τά άμουσα αποτελέσματα τής επί
ξένης τών νέων αγωγής... Επιστρέφουσιν οι τοιούτοι εις τήν Ελλάδα τόσον αποξενωμένοι
τών ηθών, τής γλώσσης και αυτής τής θρησκείας
τών πατέρων των, ώστε, και μάθησιν αν απέκτησαν, βαρείας δυσκολίας ευρίσκουσιν
εις τό συνειθίσαι εκ νέου τά τής πατρίδος και γενέσθαι οποσούν ωφέλιμοι εις αυτήν.”
Ο Καποδίστριας, λόγω τής ευφυίας του και λόγω τής τεραστίας εμπειρίας του στα διπλωματικά
και γεωστρατηγικά υψίπεδα τών Μεγάλων Δυνάμεων, είχε διείδει τόν μείζονα εθνικό
κίνδυνο από αυτό που στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία ονοματοδοτείται σήμερα
εύστοχα ως «πολιτισμικός ιμπεριαλισμός» («cultural imperialism», «educational imperialism», κ.ο.κ.), ήτοι εθνική άλωση
(γεωστρατηγική καθυπόταξη) κάθε μικρής
χώρας από τίς Μεγάλες Δυνάμεις διά τής πολιτισμικής
αλλοτριώσεως (“εξεθνώσεως”) τής
ακαδημαϊκής και κατ’ επέκταση τής πολιτικής τάξης κάθε μικρής ή περιφερειακής χώρας.
Δηλαδή οι Μεγάλες Δυνάμεις, από τήν εποχή τής αποικιοκρατίας και
έκτοτε, επιδιώκουν συστηματικά να αλλοτριώνουν πολιτισμικά τήν «πνευματική ηγεσία» κάθε εξαρτωμένης χώρας ή αποικίας, π.χ. τούς
ιθαγενείς «ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών» τής χώρας, όπως επίσης και επιλεγμένους «πολιτικούς ταγούς» της. Κατά συνέπεια, όλοι αυτοί, συντεταγμένα ή σωρηδόν με την σειρά
τους, επιβάλλουν στους άλλους ιθαγενείς τής χώρας τους ένα πολιτισμικά στρεβλό
εκπαιδευτικό σύστημα, ήτοι ένα σύστημα μαζικής ψευδοπαιδείας (πολιτισμικής άλωσης), που αφενός συντηρεί τήν αμάθεια ή ημιμάθεια τών εντοπίων λαϊκών στρωμάτων και αφετέρου διαιωνίζει τήν
πολιτισμική γενιτσαροποίηση τών
ιθαγενών γόνων τής πολιτικής τάξης τής χώρας. Ο Καποδίστριας είχε εμβριθή (και βιωματική) γνώση αυτού τού φαινομένου—από την εποχή τής Ενετοκρατίας των
Επτανήσων—όπως εμφαίνεται σε υπόμνημα που υπέβαλε ως Υπουργός Εξωτερικών τής
Ρωσίας προς τόν ομόλογό του τής Αγγλίας Λόρδο Κάστλερη κατά τό Συνέδριο τών Παρισίων
τό 1815, όπου έγραφε τα εξής:
“Η πολιτεία τής Ενετίας εφοβείτο τό έξοχον τής
φυσικής μεγαλοφυΐας τού Έλληνος και επροσεπάθει
να τό καταβάλη με τήν αμάθειαν. Η Ενετική
Γερουσία ουδέποτε συνεχώρησεν να συστηθώσι σχολεία
δημόσια εις ταύτας τάς νήσους. Μόνον εις τήν πρωτεύουσαν και τό
πανεπιστήμιον Παταβίου οι ιθαγενείς τών Επτανησίων έπρεπε να πορευθώσιν όπως
εκπαιδευθούν. Πλήν μάλλον κατά προνόμιον
Μακιαβελικόν ηδύναντο αυτοί να λάβωσι διπλώματα τής επιστήμης τού δικαίου
και τών άλλων σχολών, άνευ τού να διατρέξωσι
πρότερον τακτικήν τινα σπουδήν εν τώ πανεπιστημίω... ”
Τότε και έκτοτε, κάθε τέτοια πολιτισμική αλλοτρίωση ή εξέθνωση
συντελείται εν πολλοίς δι' «εγκυκλίων» σπουδών τών πλέον ευφυών ή οικονομικώς
προνομιούχων νέων τής μικρής ή περιφερειακής χώρας στο εξωτερικό, σε εκπαιδευτήρια
(και πολιτισμικά αλωτήρια) Μεγάλων Δυνάμεων, ήτοι δι' εκπαιδευτικών προγραμμάτων
τα οποία καταρτίζονται αποκλειστικά από τίς Μεγάλες Δυνάμεις σύμφωνα με τά δικά
τους εθνικά συμφέροντα και τίς δικές τους γεωστρατηγικές επιδιώξεις.
Τό πόσο επικίνδυνη είναι για τό έθνος η
πολιτισμική αλλοτρίωση κατεδείχθη
τό 1829-1831, τότε που διάφοροι “ημίσοφοι και λογιώτατοι, σπουδασταί
τής Ευρώπης”
συνεργούσαν ως φατρία με τίς δύο άλλες διαβόητες φατρίες, αφ' ενός τών “Φαναριωτών” και
αφ' ετέρου τών “εντοπίων στασιαρχών ολιγαρχών” (Προκρίτων), προς αποσταθεροποίηση τού Καποδίστρια,
με πρόσχημα μεν τήν δήθεν αντιδημοκρατική διακυβέρνησή του αλλά με υφέρποντα
σκοπό (και πραγματικό αποτέλεσμα) τήν ματαίωση τής ριζικής αναδιανομής τής
καλλιεργήσιμης γής, ήτοι ματαίωση τής ρηξικέλευθης αγροτικής του πολιτικής, που μεθόδευε τότε ο
Καποδίστριας κατά παγιωμένων ιδιοκτησιακών συμφερόντων τών Προκρίτων/κοτσαμπάσιδων—ματαίωση την οποία οι Πρόκριτοι επέτυχαν τελικά διά
τής φονοκτονίας του. Ιδού οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί τής δολοφονίας τού
Μεγάλου Εθνάρχου, όπως ο ίδιος πρόλαβε να τούς περιγράψει καταγγελτικώς σε
επιστολή του προς τόν Πρίγκηπα Κ. Σούτσο
στις 31 Ιανουαρίου 1831, επί λέξει ως εξής:
“Ποίοι δε είναι οι άνθρωποι οι σαλεύοντες και αγωνιζόμενοι
να φέρωσι τό πάν άνω κάτω, σάς τό εσημείωσα
εις τά προηγούμενα γράμματά μου· είναι
(συγχωρήσατέ μοι να τούς ονομάσω με τό περιληπτικόν των όνομα) οι Φαναριώται, είναι ολίγοι ξένοι οι οποίοι δεν ηδυνήθησαν άλλως να
κάμωσι κατάστασιν, ολίγοι πρόκριτοι
οίτινες ήθελαν να διαμοιρασθώσι τά πτωχά εισοδήματα τού κοινού, κυριεύοντες έκαστος
τήν επαρχίαν του, και ολίγοι νέοι ερχόμενοι
εις τήν Ελλάδα με τά εξωτερικά μαθήματα.”
Τό πόσο δε επικίνδυνοι μπορούν να αποβούν για τό έθνος “ολίγοι νέοι
ερχόμενοι εις τήν Ελλάδα με τά εξωτερικά
μαθήματα”, κατεδείχθη τότε από τό ιστορικό
γεγονός ότι οι εν λόγω “ημίσοφοι”
προσέφεραν, ενίοτε ανεπιγνώστως αλλά πάντοτε εθελουσίως, τήν όποια
δυτικογενή μόρφωσή τους και τήν προπαγανδιστική τους πένα στους Προκρίτους,
προς προάσπιση τών αντιδραστικών οικονομικών συμφερόντων τών Προκρίτων, σε βάρος
πάντα τού ελληνικού λαού: Οι εν λόγω εκ τής Εσπερίας αφιχθέντες “ημίσοφοι” επεδόθησαν σε συκοφαντική
λιβελλογραφία κατά τού Καποδίστρια, εξακοντίζοντες ιοβόλα βέλη υβριστικής
προπαγάνδας εναντίον του (σε «αντιπολιτευόμενες» εφημερίδες στην Ύδρα και ελέω Σουλτάνου
στη Σμύρνη), ακόμη και προτρέποντες εγγράφως και ρητώς τον λαό σε στάση, στη (μάταιη)
προσπάθειά τους να παραπλανήσουν τούς πολλούς, να τούς παρασύρουν υπέρ τών Προκρίτων
και να τούς στρέψουν κατά τού Μεγάλου Εθνάρχου. Προσέφεραν δηλαδή διά τής
δυτικογενούς ημιμάθειάς τους τό προσχηματικό «ηθικό
άλλοθι» (moral alibi) στους Προκρίτους για τίς μηχανεύσεις
τους σε βάρος τού Εθνάρχου και σε βάρος τού έθνους, ώστε οι αντιπολιτευόμενες
φατρίες να εμφανίζονται ως κηδόμενες δήθεν υπέρ δημοκρατίας—ενώ, όπως κατεδείχθη και
απεδείχθη εκ τών υστέρων, οι ίδιοι εκείνοι Πρόκριτοι, Φαναριώτες και “ημίσοφοι” έσπευσαν σωρηδόν αργότερα να
εναγκαλισθούν ιδιοτελώς τήν βασιλεία τής εν Ελλάδι Βαυαρικής δυναστείας.
Επιπροσθέτως, οι “ημίσοφοι” δεν ορρωδούσαν προ
ουδενός ως διανοητικά υποχείρια τών Προκρίτων: Ως γνώστες ευρωπαϊκών γλωσσών,
οι “ημίσοφοι” κατέπεσαν στο
έσχατο σημείο αντεθνικής εξαχρείωσης, συντάσσοντες και αποστέλλοντες επιστολές
σε προσωπικότητες και κυβερνήσεις ανά τήν Ευρώπη, προς κατασυκοφάντηση τής
κυβερνήσεως, καθόν χρόνον ο Καποδίστριας έδιδε τόν υπέρ πάντων αγώνα στα
διπλωματικά υψίπεδα τών Μεγάλων Δυνάμεων για τήν ανεξαρτησία τής Πατρίδος εν
όψει τής Συνθήκης τού Λονδίνου τού 1830, δια τής οποίας η Ελλάς επανεισήλθε εν
δόξη στο πάνθεον τών ανεξαρτήτων χωρών:
“Τρείς όμως φατρίαι, υπό τών ξένων
αναρριπιζόμεναι, αντεστάτουν εις τήν υψηλήν επιχείρησιν και εις τήν δημοτικότητα
τού Καποδίστρια· η τών προκρίτων
(κοτσαμπασίδων), οίτινες συστήσαντες υπό τούς Τούρκους ολιγαρχίαν καταπιεστικήν
τού λαού, έτεινον εις κομματισμόν τής Ελλάδος, και κακώς έβλεπον τήν κατασκευήν
κεντρικής κυβερνήσεως· η φατρία τών ημισόφων
και τών λογιοτάτων, σπουδαστών τής Ευρώπης· και η τών ολίγων
φαναριωτών όσοι διέφυγον τής
Κωνσταντινουπόλεως τάς σφαγάς. Αυτοί δε διά τά προηγούμενά των ηξίουν να έχωσι
και αυτόνομον προνόμιον να εκδουλεύωσι τό
έθνος πρός όφελός των. Περαιτέρω θέλωμεν ιδεί σαφέστερον ότι αι τρείς αύται
φατρίαι έμειναν αδιάλλακτοι πρός τόν Κυβερνήτην· η μέν τών ημισόφων, διότι αυτός ήτον άνθρωπος τής προνοίας, αι δε λοιπαί δύο,
διότι ήτον άνθρωπος τού λαού. και αι τρείς να διεγείρωσι κατά τής κυβερνήσεώς
του τήν εξωτερικήν πολιτικήν διεσπούδαζον...”
[ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ Ι. Α. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ, εισαγωγική «Βιογραφική Αφήγησις» από τον εκδότη
περί Καποδίστρα (Έκδοση Π. Δ. Στεφανίτση:
Αθήνα, 1841), τ. Α΄, σ. 72.]
Όταν βέβαια όλες εκείνες οι αντεθνικές
μηχανεύσεις απέτυχαν καθολικά—επί καταστροφή όμως τού εθνικού στόλου στον Πόρο από “στασιαρχούντες” τών αντιπολιτευομένων φατριών στο πραξικόπημά τους
εναντίον τού Καποδίστρια (Ιούλιο 1830)—τότε οι Πρόκριτοι, πρωτοστατούντων τών Μαυρομιχαλαίων, μετήλθαν τό έσχατο
ανόσιο μέσο, που θεωρούσαν ότι τούς απέμενε, κατά τής φιλολαϊκής πολιτικής τού
Καποδίστρια: Τήν δολοφονία του. Με τήν υποστήριξη (εν γνώσει σιωπηρά συναίνεση
ή και ενεργό έμμεση παρότρυνση) ξένων Δυνάμεων (Γαλλία και Αγγλία), οι
Πρόκριτοι δολοφόνησαν τήν μοναδική εθναρχήσασα πολιτική προσωπικότητα παγκοσμίου
εμβελείας στην ιστορία τής Νεωτέρας Ελλάδος, παρά τήν παλλαϊκή υποστήριξη
που απελάμβανε και παρά την ένθερμη υποστήριξή του από πολλούς δεδοξασμένους στρατιωτικούς
(όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Δημήτριος Υψηλάντης, κ.ο.κ.). Προφανώς δε
στους ηθικούς αυτουργούς εκείνης τής φονοκτονίας, εκείνης τής Ελλήνων Ύβρεως—η οποία ατίμασε,
τότε και έκτοτε, τήν άρτι εγερθείσα Ελλάδα—συμπεριλαμβάνονται, εξ ορισμού, οι έργω (προπαγανδιστικώς) συνεργήσαντες “ημίσοφοι” και λοιποί “λογιώτατοι”.
8. Πολιτισμικός αυτοπροσδιορισμός
Όπως συνάγεται από τά προεκτεθέντα, η ως άνω Ελλήνων Ύβρις και οι νεμεσιακές διαγενεακές της επιπτώσεις
έκτοτε—ειδικά όσον αφορά, μεταξύ πολλών άλλων, στην οικουμενική διάσταση τού Ελληνισμού και στις συναφείς εθνικές
καταστροφές στην μετακαποδιστριακή ιστορία τής Ελλάδος—καταδεικνύουν ότι ο πολιτισμικός
γενιτσαρισμός τής πνευματικής
ηγεσίας μιας μικρής χώρας ανατροφοδοτεί και ενισχύει τόν πολιτισμικό και πολιτικό
ετεροπροσδιορισμό της από ξένα κέντρα, από τίς Μεγάλες Δυνάμεις, με
συνέπεια η χώρα να καθίσταται εσωτερικά ανισόρροπη
(πολιτισμικώς και πολιτικώς) και εξωτερικά υποτελής
(οικονομικώς και γεωστρατηγικώς).
Ενδεικτικά, απόρροια τού πολιτισμικού φαινομένου τής κατά
Καποδίστρια εξεθνώσεως των νέων είναι
τό μετά τήν δολοφονία του διαχρονικό πλέον εκπαιδευτικό φαινόμενο τής μεταπρατικής παιδείας στην Ελλάδα, όπου
οι καθηγητές της αυτοπεριορίζονται κατά τό πλείστον, ως πολιτισμικοί μεταπράτες, να μεταδίδουν στους
σπουδαστές τους ξένες θεωρίες και πρότυπα, ως επιστημονικοφανή «θέσφατα», κατά κανόνα χωρίς αναφορές σε πρωτότυπα κλασικά κείμενα τής Ελληνικής
Γραμματείας.
Επομένως, χωρίς μια εθνικά αυτοπροσδιοριζόμενη Παιδεία τής Ελλάδος—αυτοπροσδιοριζόμενη πρωτοτύπως βάσει κλασικών ελληνικών πηγών,
στην πρωτότυπη “πατρογονική γλώσσα”
στην οποία συνεγράφησαν, και όχι μεταπρατικώς-απομιμητικώς βάσει μεταφράσεων ή
ερμηνειών κλασικών κειμένων σε ξένες γλώσσες, όχι δηλαδή βάσει μεταφραστικής
στρεβλώσεως και εννοιολογικής παραφθοράς τους—ώστε η σύγχρονη Ελλάδα να
αναβαθμισθεί σε παγκόσμια Μητρόπολη τών Ανθρωπιστικών
Σπουδών, δεν είναι εφικτή η πραγματική ανεξαρτησία τής Ελλάδος,
για τήν οποία μυριάδες από τήν θρυλική Γενιά τού 1821 αγωνίσθηκαν και θυσιάσθηκαν,
συμπεριλαμβανομένου και τού Εθνικού Κυβερνήτη.
Για να επιτευχθεί όμως επί τέλους η άρση τού κατά Καποδίστρια
εθνικού «ονείδους τής εξεθνώσεως» τών Ελλήνων σε πολιτισμικό επίπεδο, ήτοι για να συντελεσθεί τό εθνικό
ζητούμενο τού πολιτισμικού και εκπαιδευτικού αυτοπροσδιορισμού τών Νεοελλήνων—και άρα τής πραγματικής εθνικής ανεξαρτησίας τής Νεωτέρας Ελλάδος—όλοι
οι Έλληνες, και μάλιστα οι πολιτικοί ταγοί τους, πρέπει κατ' αρχήν να
συνειδητοποιήσουν ότι τό κορυφαίο εθνικό πρόβλημα τής σύγχρονης Ελλάδος δεν
είναι ούτε πολιτικό, ούτε οικονομικό, ούτε ο,τιδήποτε άλλο, παρά μόνον πρόβλημα
(και εθνοθρησκευτικό έλλειμμα) Παιδείας.
Ελληνικής Παιδείας. Σε αυτήν τήν βάση, ο Καποδίστριας έγραψε τά εξής τό 1828 προς
τόν Αναστάσιο Λόντο—πρωταγωνιστή στον
Αγώνα τής Παλιγγενεσίας—επί τή αναλήψει τών καθηκόντων αυτού στην κρίσιμη θέση
τού Εκτάκτου Επιτρόπου Βορείων Σποράδων:
“Μία πρέπει να είναι η αποστολή σας: Η εξασφάλισις τών δικαιωμάτων
τού ανθρώπου και η διά τής παιδείας
μόρφωσις τών ηθών του, διά τής οποίας
θα αναδειχθή εις τόν λοιπόν
πεφωτισμένον κόσμον άξιος τής ελευθερίας.”
Είναι αξιοσημείωτο, ότι ο Καποδίστριας υπονοεί με πολιτισμική
αυτοπεποίθηση ότι ο “πεφωτισμένος κόσμος” αρχίζει με πρωτοστάτη τήν Ελλάδα
(λίκνο τού Δυτικού Πολιτισμού) και σε αυτό τό πλαίσιο χαρακτηρίζει σωρευτικώς
όλες τίς προηγμένες χώρες ως υπόλοιπο (“λοιπόν”) “πεφωτισμένο κόσμο”, αφού όλες αυτές οι χώρες αποτελούν πολιτισμικούς απογόνους τής
Ελλάδος.
Επί πλέον, στις οδηγίες του προς τόν Αναστάσιο Λόντο, ο
Καποδίστριας δεν γράφει περί εκπαιδεύσεως ως διαδικασίας μετάδοσης χρηστικών
γνώσεων στους νέους, αλλά απεναντίας γράφει περί Παιδείας ως διαδικασίας που διαπλάσσει ήθος, τό οποίο για τόν Καποδίστρια είναι τό Μέγα Ζητούμενο. Χωρίς ήθος συνειδητών πολιτών, είναι αδύνατη η
εκλογή αξίων πολιτικών, και επομένως
είναι ανέφικτη η συγκρότηση μιας ισχυρής και πραγματικά ανεξάρτητης
Πολιτείας που θα διασφαλίζει τήν πραγματική
ελευθερία τών πολιτών της σε ατομικό
επίπεδο προσωπικής αυτοπραγμάτωσης.
Ο Καποδίστριας είχε πλήρη επίγνωση ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις τότε
και έκτοτε απεργάζοντο τόν πολιτισμικό και πολιτικό ετεροπροσδιορισμό τής
Νεωτέρας Ελλάδος, διά μιας προϊούσης «πολυπολιτισμικής» πολιτειακής συγκρότησής της,
ώστε να εξυπηρετεί πρωτίστως τά δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα, όπως ο
Καποδίστριας επισημαίνει στην από 12 Απριλίου 1830 επιστολή του προς τόν πρίγκηπα Λεοπόλδο—ο οποίος τότε
προωθείτο από τίς Μεγάλες Δυνάμεις για να αναγορευθεί σε πρώτο βασιλέα τής
Νεωτέρας Ελλάδος—όσον αφορά στα συμπεφωνημένα μεταξύ τών Μεγάλων Δυνάμεων διά τής
Συνθήκης τού Λονδίνου (1830), επί λέξει μεταξύ άλλων ως εξής:
“Απεφάσισαν περί ισονομίας τών λατρειών, χωρίς
κάν να προσθέσωσιν τό επίθετον χριστιανικών · και περί τής ορθοδόξου Ελληνικής θρησκείας, ήτις είναι τής επικρατείας,
ουδέ λόγος ερρέθη.”
Σημειωτέον ότι ο Καποδίστριας διετύπωνε συχνά και με παρρησία
ενώπιον ξένων πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών τήν βαθιά του πίστη στη θεία
Πρόνοια και στην ελληνοχριστιανική παράδοση, ως πολιτισμικής πεμπτουσίας τού οικουμενικού ελληνικού έθνους, όπως π.χ.
στην επιστολή του προς τον Άγγλο
Στρατηγό Τσώρτς, στις 22 Αυγούστου 1827, όπου μεταξύ άλλων γράφει
τα εξής:
“Διά θαυμάτων συγχεόντων
τήν αντιποιητήν τών ανθρώπων σοφίαν έζησε μέχρι τούδε η θεία Πρόνοια τήν Ελλάδα.
Άρα και διά θαυμάτων θέλει τήν σώση,
διότι η Πρόνοια ουδέν επί ματαίω ποιεί.”
Σε αυτό το πλαίσιο, οι όποιες αποφάσεις τών Μεγάλων Δυνάμεων κατ' “αντιποιητήν
τών ανθρώπων σοφίαν”, ερήμην τού
ελληνικού λαού, δεν θα είχαν διάρκεια στην εφαρμογή τους, εάν οι Έλληνες δεν
παρεσύροντο από πολιτισμικές σειρήνες τής Εσπερίας, και εάν απεναντίας
διατηρούσαν στέρεη την πολιτισμική τους έδραση στον παγκοσμίως μοναδικό
διανοητικό και αισθητικό πλούτο τής Κλασικής Ελλάδος και στον αστείρευτο
νοηματικό και ψυχικό θησαυρό τής Ελληνορθοδοξίας, απομονώνοντας κάθε
πολιτισμικό ή πολιτικό “φιλήκοο τών ξένων”, σύμφωνα με τά λόγια
τού Μεγάλου Κυβερνήτη, τά οποία συνοψίζουν επιγραμματικά τήν παρακαταθήκη του
προς τίς μέλλουσες γενεές τής Ελλάδος:
“Η νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύη τήν καρδίαν μας,
θεός ζηλότυπος μόνο
τό αίσθημα τό ελληνικό∙
ο φιλήκοος τών ξένων είναι προδότης.”
ΘΕΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ