Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024

16 ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟ ΙΕΡΑΡΧΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟ - ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

Ένα αφιέρωμα από την Αιώνια Ελληνική Πίστη στον Μακαριστό Ιεράρχη Χριστόδουλο
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε.
Η Έλλειψη μνήμης είναι αυτό που μας έχει στοιχίσει σαν Λαό μέχρι σήμερα.

Γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1939, από πρόσφυγες γονείς. Η οικογένειά του καταγόταν από την Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης και εγκαταστάθηκε στην Ξάνθη μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης. Σε ηλικία 2 ετών, μετά την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο 1941, η οικογένειά του μετακόμισε για λόγους ασφαλείας στην Αθήνα, όπου ο μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος έζησε μέχρι την ηλικία των 35 ετών. Μαθήτευσε στο δημοτικό σχολείο Κοραής και ακολούθως στο Λεόντειο Λύκειο Πατησίων με άριστη επίδοση. Το 1962 έλαβε το πτυχίο της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με άριστα, και το 1967 αποφοιτά από τη Θεολογική σχολή του ιδίου πανεπιστημίου επίσης με άριστα. Παράλληλα σπούδασε Βυζαντινή Μουσική στο Ωδείο Αθηνών. Το 1982 υπέβαλε τη διδακτορική του διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τίτλο «Ιστορική και Κανονική θεώρησις του Παλαιοημερολογητικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι» και ονομάστηκε διδάκτωρ του Κανονικού Δικαίου με βαθμό άριστα. Ήταν πτυχιούχος της γαλλικής και αγγλικής γλώσσας, γνώστης δε της ιταλικής και γερμανικής γλώσσας. Έχει ανακηρυχθεί Επίτιμος Διδάκτωρ των πανεπιστημίων Κραϊόβας και Ιασίου το 2003 και Λατερανού το 2006.
Το 1957, σε ηλικία 18 ετών, ήταν ήδη ψάλτης στην Αγία Ζώνη Κυψέλης όπου συναντά τον διάκονο Καλλίνικο Καρούσο, μετέπειτα Μητροπολίτη Πειραιώς, ο οποίος λειτουργούσε στον ίδιο ναό. Εκείνος θα του γνωρίσει τον 19χρονο τότε Αθανάσιο Λενή, νυν Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιο. Το 1958 οι τρεις κληρικοί ιδρύουν τη μοναστική αδελφότητα «Χρυσοπηγή» στο Παγκράτι, η οποία ασχολούνταν με φιλανθρωπικές και ανθρωπιστικές δραστηριότητες καθώς και με την οργάνωση κατηχητικών σχολείων. Κείρεται μοναχός στις 16 Μαΐου 1961 στην Ιερά Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, όπου μόλις είχε εγκατασταθεί η αδελφότητα και στις 17 Μαΐου 1961 χειροτονείται διάκονος στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Τρικάλων. Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος το 1965, όταν τοποθετείται ως ιεροκήρυκας στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγίτσας) στο Παλαιό Φάληρο, όπου έμεινε επί 9 χρόνια. Κατόπιν γραπτών εξετάσεων εισήχθη ως γραμματέας της Ιεράς Συνόδου επί αρχιεπισκοπίας Ιερωνύμου Α και ακολούθως του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Στις 18 Ιανουαρίου 1973 ιδρύεται στο Καπανδρίτι το Συνοδικό Μοναστήρι της Παναγίας της «Χρυσοπηγής», το οποίο υπαγόταν απ' ευθείας στην Ιερά Σύνοδο.
Το 1974 εξελέγη Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού σε ηλικία 35 ετών, ο νεότερος στην Ιεραρχία. Η ενθρόνισή του έγινε στις 4 Αυγούστου 1974 μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού, με επευφημίες και ροδοπέταλα. Έλαβε μέρος σε πολλές εκκλησιαστικές αποστολές στο εξωτερικό. Συνέγραψε πλήθος Θεολογικών και ηθικοπλαστικών κειμένων. Αρθρογράφησε στον εκκλησιαστικό τύπο και σε εφημερίδες. Στις 28 Απριλίου 1998 εξελέγη από την ιεραρχία με μεγάλη πλειοψηφία Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, σε διαδοχή του μακαριστού Σεραφείμ. Η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου έγινε στις 9 Μαΐου 1998 στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, όπου εξεφώνησε τον επιβατήριο λόγο του.
Ήταν επίσης Πρόεδρος του Δ.Σ της Σιβιτανιδείου Σχολής.
 
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ,Α)ΩΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ:

Κατά τα 24 χρόνια που διετέλεσε Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού, ίδρυσε το "Σπίτι της Γαλήνης του Χριστού" για τους ηλικιωμένους, τη "Χριστιανική Αλληλεγγύη" για τους άπορους, το Κέντρο Συμπαράστασης Οικογένειας και το Συμβουλευτικό Σταθμό Προβλημάτων Εφηβείας.
Καθιέρωσε για πρώτη φορά κληρικολαϊκές συνελεύσεις, δημιούργησε κατασκηνώσεις για παιδιά όλων των ηλικιών, στέκι για τη νεολαία, ραδιοφωνικό σταθμό Ορθόδοξη Μαρτυρία (τον πρώτο για Μητρόπολη εκτός Αθηνών) και ιδιωτικό σχολείο της Μητρόπολης. Χορήγησε υποτροφίες εκ μέρους της Ιεράς Μητρόπολης, και συνεισέφερε στην αποστολή αρρώστων στο εξωτερικό. Επί των ημερών του λειτούργησε Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, συγκρότησε ενώσεις για την προστασία της ελληνικής γλώσσας σε συνεργασία με επιστήμονες της περιοχής. Θεμελίωσε ένα κτηριακό συγκρότημα σε μία έκταση περίπου 100 στρεμμάτων στην περιοχή Μελισσάτικα, έξω από τον Βόλο. Σήμερα, εκτός των γραφείων της Μητρόπολης στο συγκρότημα αυτό λειτουργεί συνεδριακό κέντρο. Έμφαση όμως έδινε και στο έμψυχο υλικό της περιοχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν πρωτοπήγε στον Βόλο υπήρχαν δώδεκα ιερείς θεολόγοι, ενώ όταν έφυγε άφησε πίσω του περίπου 80.
Παράλληλα αρθρογραφούσε σε πολλά έντυπα.
Εξαιτίας ενός άρθρου του, που δημοσιεύτηκε στον τοπικό τύπο, το δημοτικό συμβούλιο του Βόλου, με ψήφισμά του στις 28 Ιουνίου 1984 τον κήρυξε «ανεπιθύμητο» για την πόλη, καθώς θεωρήθηκε ότι με το άρθρο του αυτό είχε «ξεφύγει από τα πλαίσια των θρησκευτικών καθηκόντων του και έβαλλε και κατ' αυτών ακόμη των Δημοκρατικών Θεσμών».
Το 1987 ανέλαβε να τεκμηριώσει και να εκπροσωπήσει την άποψη της Εκκλησίας στα ζητήματα περί Εκκλησιαστικής περιουσίας που είχε θέσει ο τότε Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Αντώνης Τρίτσης, και ήταν εκ των ομιλητών στο συλλαλητήριο την 1η Απριλίου 1987. Η Ιερά Σύνοδος τον όρισε εκπρόσωπό της στην Επιτροπή Συντάξεως Νέου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας το 1988, καθώς επίσης και στο Εθνικό Συμβούλιο Μεταμοσχεύσεων και στο Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων.
Ο αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Γιώργος Σούρλας και ο αρχιμανδρίτης Επιφάνιος Οικονόμου, στενός συνεργάτης του μακαριστού, πρότειναν να στηθεί ο ανδριάντας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου μπροστά από τον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου Βόλου, ως ένδειξη τιμής στον μεγάλο Ιεράρχη. Την πρόταση άμεσα αποδέχτηκαν ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιος, η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ κ. Ροδούλα Ζήση και ο αντιδήμαρχος Βόλου κ. Απόστολος Φοινικόπουλος. Ο κ. Σούρλας ζήτησε επίσης να δοθεί η ονομασία «Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου» σε κεντρικό δρόμο της πόλης του Βόλου.

Β)ΩΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ:

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ίδρυσε 14 Ειδικές Συνοδικές Επιτροπές για ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων της σύγχρονης ζωής, μερικές από τις οποίες είναι για τα εξής θέματα: Βιοηθική (1988), Ακαδημία Εκκλησιαστικών Τεχνών (1999), Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1999), Γάμου, Οικογενείας, Προστασίας του Παιδιού και Δημογραφικού Προβλήματος (1999), Χριστιανικών Μνημείων (1999), Θείας και Πολιτικής Οικονομίας και Οικολογίας (1999), Πολιτισμικής Ταυτότητας (1999), Γυναικείων Θεμάτων (1999), Παρακολούθησης των Ολυμπιακών Αγώνων "Αθήνα 2004" (1999), Αθλητισμού (2006), Μεταναστών, Προσφύγων και Παλλιννοστούντων (2006) κλπ.
Κατά τη διάρκεια της αρχιερατείας του έλαβε και τις ακόλουθες πρωτοβουλίες:
ίδρυσε το 1998 γραφείο αντιπροσωπείας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στην UNESCO, καθώς και ειδική Συνοδική Επιτροπή παρακολούθησης Ευρωπαϊκών Θεμάτων
συνέστησε το Ίδρυμα Ψυχοκοινωνικής Αγωγής και Στήριξης "Διακονία" το 1999 για την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων με έμφαση στους τοξικομανείς, ενώ παρείχε και κέντρο πρόληψης,
ίδρυσε τη "Στέγη Μητέρας" το ίδιο έτος για τη στήριξη ανύπανδρων μητέρων και κακοποιημένων γυναικών,
ίδρυσε το Κέντρο Στήριξης Οικογένειας (ΚΕ.Σ.Ο.) για τη μέριμνα για τα θύματα εμπορίας και παράνομης διακίνησης προσώπων,
δημιούργησε αλυσίδα βρεφονηπιακών σταθμών για την στήριξη απόρων και πολύτεκνων οικογενειών
ανέπτυξε το Γραφείο Νεότητας με κατασκηνώσεις, αθλητικές δραστηριότητες, ραδιόφωνο, φοιτητικές συνάξεις, σχολές βυζαντινής μουσικής, συνάξεις και άλλα.
Από το 2002 λειτουργεί η Αλληλεγγύη, μία μη κυβερνητική οργάνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Μερικές από τις χώρες που δέχθηκαν την ποικιλόμορφη προσφορά ανθρωπιστικής βοήθειας (τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα, τεχνολογικό υλικό, βιβλία και άλλα): Αιθιοπία, Αλβανία, Αρμενία, Αφγανιστάν, Βουλγαρία, Γεωργία, Ερυθραία, Ζιμπάμπουε, Ιορδανία, Ινδία, Ιράκ, Καζακστάν, Λίβανος, Μαυροβούνιο, Μπεσλάν (Β. Οσετία), Ν.Α. Ασία, Νότια Αφρική, Ουζμπεκιστάν, Ουκρανία, Πακιστάν, Παλαιστίνη, Πολωνία, Ρουμανία, Σερβία, Συρία, Τουρκία, Τσεχία. Στο πλαίσιο της «Αλληλεγγύης» εγκαινιάστηκε το 2005 ο ξενώνας «Στοργή» με στόχο να «φιλοξενεί, περιθάλπει, ανακουφίζει και επανεντάσσει στην κοινωνία δεκάδες ταλαιπωρημένες και πληγωμένες γυναίκες και να δεχθεί στους κόλπους του κάθε νέα περίπτωση οικογενειακής ή άλλης βίας».
Επίσης καθιερώθηκε η επιδότηση τρίτου παιδιού στα πλαίσια «προγράμματος στήριξης χριστιανικών οικογενειών της Θράκης» με τη μορφή μηνιαίου επιδόματος 35.000-40.000 δραχμών ανά παιδί ανά μήνα, με θετικά αποτελέσματα προς την κατεύθυνση της αύξησης των γεννήσεων με τον αριθμό «των γεννηθέντων ως τρίτων τέκνων...δι' έκαστον των ετών εφαρμογής αυτού, υπερδιπλάσιο των προ της εφαρμογής του Προγράμματος ετών».. Το πρόγραμμα αυτό συνάντησε ορισμένες αντιδράσεις επειδή δεν δίνονταν στους μουσουλμάνους της περιοχής. Η Ιερά Σύνοδος με επιστολή της απάντησε λέγοντας πως καταβάλλει το επίδομα μόνο στις χριστιανικές οικογένειες επειδή σε αυτές μόνο έχει πρόσβαση αφού αυτές είναι μέλη της, ενώ έθιξε και ζήτημα διαρκούς απραξίας των κατηγόρων του προγράμματος. Σύμφωνα με τα στοιχεία των ληξιαρχείων, το μέτρο της Ιεράς Συνόδου βοήθησε να αυξηθεί η γεννητικότητα των χριστιανικών οικογενειών καθώς οι οικογένειες που απέκτησαν τρίτο παιδί έφτασαν μέσα σε τέσσερα χρόνια τις 800 από περίπου 100.
Επίσης επί των ημερών του έγινε διοργάνωση πλήθους συνεδρίων και ημερίδων, είτε με τη συμμετοχή του, είτε υπό την αιγίδα του, για σειρά σύγχρονων θεμάτων της Θεολογίας, όπως οι αιρέσεις, οι ιερατικές κλίσεις και η κατήχηση. Τέλος αναβαθμίστηκε ο ραδιοφωνικός σταθμός της Ελλαδικής Εκκλησίας, που απέκτησε πρόγραμμα, και εκσυγχρονίστηκαν έντυπα όπως ο «Εφημέριος» και η «Εκκλησία», όπως και εκδόθηκε το περιοδικό «Τόλμη». Αρκετές μητροπόλεις επίσης απέκτησαν τη δική τους ιστοσελίδα, ενώ αξιοποιώντας κοινοτικά κονδύλια εκδίδουν ηλεκτρονικά πιστοποιητικά και έγγραφα.

ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟΙ:

Η επικοινωνιακή προσπάθεια ανοίγματος προς την νεολαία του Χριστόδουλου έγινε με διάφορους τρόπους από δημόσιο βήμα, για παράδειγμα απευθυνόμενους στους νέους συνήθιζε να λέει Ελάτε στην Εκκλησία όπως είστε, με το τζην, με το σκουλαρίκι. Αργότερα, ανταπέδωσε την έκφραση Τον Χριστόδουλο τον πάω για την οποία ενημερώθηκε ότι είχε ειπωθεί από νέους σε μία καφετέρια, λέγοντας κι εγώ σας πάω. Τέλος, σε μία από τις επισκέψεις του σε σχολεία παρότρυνε τους μαθητές ότι για να αλλάξουμε τον κόσμο πρέπει να αλλάξουμε πρώτα εμείς.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1999 στον Ιερό Ναό Αγίου Κωνσταντίνου Ομόνοιας χειροτόνησε τον πρώτο ιερέα στην Ελλάδα, προερχόμενο από την Αφρική. Το όνομά του είναι Θεότιμος Κασόμπο Τσάλαν υιός του Μοκοσάι Συλβέστρου.
 
Η ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ:

Toν Ιούνιο του 2007 διαγνώστηκε ότι ο Αρχιεπίσκοπος πάσχει από καρκίνο του παχέος εντέρου και χειρουργήθηκε με επιτυχία για την αφαίρεση του όγκου. Κατά τη διάρκεια της θεραπείας όμως διαγνώστηκε και δεύτερος καρκίνος στο ήπαρ, καθώς και κίρρωση, που ήταν αποτέλεσμα χρόνιας ηπατίτιδας.[25] Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς μεταφέρθηκε στις ΗΠΑ και τέθηκε σε αναμονή εύρεσης μοσχεύματος, προκειμένου να γίνει μεταμόσχευση ήπατος. Αν και το μόσχευμα βρέθηκε, κατά τη χειρουργική επέμβαση στις 8 Οκτωβρίου δεν έγινε η μεταμόσχευση, καθώς διαπιστώθηκαν πολλαπλές μεταστάσεις [26]. Λίγες εβδομάδες αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα όπου συνέχισε τη θεραπεία του.


Τελευταίος ασπασμός.
Κατά τη διάρκεια της κατ' οίκον νοσηλείας του, τον Αρχιεπίσκοπο επισκέφθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας, ο Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, αρκετοί ακόμα πολιτικοί καθώς και Συνοδικοί Μητροπολίτες. Η θεραπευτική αγωγή που ακολουθούσε του δημιουργούσε παρενέργειες και σταδιακή επιδείνωση της υγείας του.
Στα τελευταία στάδια της ασθένειας του αρνήθηκε περαιτέρω ιατρική αγωγή, καθώς και να μεταφερθεί σε νοσοκομείο.
Στις 28 Ιανουαρίου του 2008 στις 5:15 το πρωί άφησε τη τελευταία του πνοή σε ηλικία 69 ετών. Απεβίωσε στην οικία του, όπως ο ίδιος ζήτησε, χωρίς να μεταφερθεί σε νοσοκομείο, παρά την επιδείνωσή της υγείας του που τον οδήγησε στο να καταλήξει. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας η σορός του μεταφέρθηκε στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας για λαϊκό προσκύνημα. Ανήμερα του θανάτου του, η ελληνική κυβέρνηση δια του Υπουργείου Εσωτερικών κήρυξε τετραήμερο εθνικό πένθος.
Στο τελευταίο του δημόσιο μήνυμα, με την ευκαιρία της πρωτοχρονιάς του 2008, νιώθοντας το τέλος του αφήνει την παρακαταθήκη του με τα εξής λόγια:
Σταθήτε όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μη ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του. Το έχει κατ' επανάληψιν αποδείξει. Και θα το αποδείξει και πάλι. Αντίσταση και Ανάκαμψη. Για να ξαναβρούμε ο,τι έχουμε χάσει, για να υπερασπισθούμε ο,τι κινδυνεύει.

Η ΕΞΟΔΙΟΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΚΑΙ Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ:

Η εξόδιος ακολουθία του μακαριστού αρχιεπισκόπου έγινε την Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008, στον Ιερό Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας, χοροστατούντος του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου. Ξεκίνησε στις 10.00 με την άφιξη το Ναό του Προέδρου της Δημοκρατίας συνοδευόμενου από τη σύζυγό του, ενώ οι επίσημοι και αντιπροσωπείες άρχισαν να φθάνουν από τις 09.00 τους οποίους και υποδεχόταν ο Νομάρχης Αθηνών. Στην ακολουθία παρευρέθηκε εκτός της Ιεράς Συνόδου, σύσσωμη η Κυβέρνηση και οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων, ο Πρόεδρος της Βουλής, οι τ. Προέδροι της Δημοκρατίας, ο τ. Βασιλεύς και τ. Βασίλισσα, οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας, Ιεροσολύμων, και Ρουμανίας, οι Αρχιεπίσκοποι Κύπρου, Αλβανίας, Αμερικής και Κρήτης, Μητροπολίτες - εκπρόσωποι των Πατριαρχών Αντιοχείας και Μόσχας, 4μελή αντιπροσωπεία του Πατριάρχου των Κοπτών Αιγύπτου και Αιθιοπίας, Καρδινάλιος εκπρόσωπος του Πάπα, ο επίσκοπος Λονδίνου ως εκπρόσωπος της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ο Μουφτής Ξάνθης καθώς και πολλοί άλλοι εκκλησιαστικοί αντιπρόσωποι άλλων θρησκειών. Επίσης μεγάλος ήταν και ο αριθμός των ξένων διπλωματών ορθοδόξων και μη Χωρών, ενώ έξω από το Ναό πλήθος κόσμου είχε προσέλθει για να απευθύνει το «ύστατο χαίρε».
Ακολούθησαν επικήδειοι λόγοι από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο που εκπροσώπησε την Εκκλησία της Ελλάδος, τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων εκπροσωπώντας τη Κυβέρνηση, τον Πρόεδρο της Βουλής και τον Δήμαρχο Αθηναίων. Στη συνέχεια το φέρετρο τοποθετήθηκε επάνω σε κιλλίβαντα πυροβόλου. Η πομπή κατάληξε στο Α Νεκροταφείο Αθηνών όπου ακολούθησε πατριαρχικό τρισάγιο και στη συνέχεια η ταφή.

 

ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ



29 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1941 : 83 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΕΤΑΞΑ - ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΗΤΗ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ ΤΟΥ 40 ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ


ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΗΣ κ ΙΩΑΝΝΑΣ ΦΩΚΑ ΕΓΓΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΗΓΕΤΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΕΤΑΞΑ
ΤΗΝ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Την Τρίτην 28 Ιανουαρίου 1941 ο Βασιλεύς προήδρευσε στο
Υπουργικό Συμβούλιο και ανακοινώνοντας με βαθειά συγκίνηση την κατάσταση  της υγείας του Ιωάννη Μεταξά, ζήτησε από τους Υπουργούς να παραμείνουν εις τας θέσεις των υπηρετούντες την πατρίδα. Την επομένη το πρωί ανακοίνωσε ότι ανέθεσε την κυβέρνηση στον Αλέξανδρο Κορυζή, Διοικητήν της Εθνικής Τράπεζας, τέως Yπουργό Κοινωνικής Προνοίας της Κυβερνήσεως του Ιωάννη Μεταξά.

Ο Ιωάννης Μεταξάς απεβίωσε, σε ηλικία 70 ετών, την 94η ημέρα του πολέμου, στην οικία του στην Κηφισιά, στις 6 τα χαράματα, την Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 1941, αφού την προηγουμένη κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων. Το ιατρικό ανακοινωθέν υπογεγραμμένο από 12 Έλληνες ιατρούς ήταν το εξής:

ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ της 29ης ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1941

Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως ενεφάνισε προ δέκα ημερών, ήτοι το προπαρελθόν Σάββατον, φλεγμονήν του φάρυγγος, ήτις κατέληξεν εις απόστημα παραμυγδαλικόν. Παρά την έγκαιρον διάνοιξίν του, ως και την μετεγχειρητικήν κατάλληλον θεραπείαν, παρουσίασεν εν συνεχεία τοξιναιμικά φαινόμενα και επιπλοκάς, ως γαστρορραγίαν και ουρίαν, και απέθανεν σήμερον, 6 π.μ.
Εν Αθήναις τη 29η Ιανουαρίου 1941

Οι θεράποντες ιατροί
Μ. Γερουλάνος, Β. Μπένσης, Μ. Γεωργόπουλος, Μ.Μακκάς, Ε.Φωκάς,
Δ. Δημητριάδης,  Ι. Χρυσικός, Γ.Καραγιαννόπουλος, Δ. Κομνηνός, Ν. Λωράνδος,
Γ. Οικονομίδης, Ν. Γεωργόπουλος.

Η ασθένεια του Εθνικού Κυβερνήτου για λόγους ευνόητους δεν δημοσιοποιήθηκε στον ημερήσιο τύπο προ της 29ης  Ιανουαρίου 1941. Ορισμένα πρωτοσέλιδα εφημερίδων, σχετικά με τον θάνατο, την διαδοχή, την ασθένεια και την κηδεία, αναρτήθηκαν στην ιστοσελίδα σε μορφή pdf. 

"Ο θάνατος του Ιωάννου Μεταξά εβύθισε την Ελλάδα εις απέραντον θλίψιν. Κανείς δεν επερίμενεν ένα τέτοιο κτύπημα από μέρους της Μοίρας....Ο Ιωάννης Μεταξάς υπήρξε ένας εξαιρετικός άνθρωπος πλήρης δυνάμεως και ζωτικότητος. Κανείς Έλλην δεν άμφέβαλλε δια την ξεχωριστήν φύσιν του. Αι υπηρεσίαι τας οποίας προσέφερεν εις την χώραν, πρώτον ως στρατιωτικός και ως πολιτικός έπειτα, είνε επίσης σπουδαιόταται. Η νεώτερη ελληνική ιστορία του επιφυλάσσει ιδιαίτερον και τιμητικόν κεφάλαιον. Τα τελευταία τέσσερα και μισό χρόνια επληρώθησαν εξ' ολοκλήρου με την μορφήν του. Και δεν υπάρχει κανείς που δεν θα αναγνωρίσει ότι εις την εσωτερικήν κατάστασιν και στην εξωτερικήν θέσιν της χώρας, επέθεσεν βαρεία την σφραγίδα του πνεύματος του. Το έργον του εκτείνεται προς όλας τας κατευθύνσεις της ζωής της ελληνικής κοινωνίας, την οποίαν επεδίωξε να αναδιοργανώσει και να τρέψει προς συγχρονισμένας κατευθύνσεις, με αντικειμενικό σκοπόν την ανύψωσιν των λαικών τάξεων και την υποστήριξιν των αδυνάτων και των πτωχών. Η κοινωνική αρμονία και η εθνική ενότης του ελληνικού λαού ήσαν οι δύο πόλοι περί τους οποίους εστράφη η εσωτερική του προσπάθεια. Και είδαμεν τους καρπούς της να ωριμάζουν και να αυξάνωνται εις τας ημέρας μας..."     ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ

Ο ΘΡΗΝΟΣ ΤΗΣ ΕΟΝ

Τη χώρα ερήμωσε, Αρχηγέ, ο θάνατός Σου, Κι' ολα μαυροφορέθηκαν για σένα σε μιά μέρα,
μα πιο πολύ ωρφάνεψε εμάς ο χωρισμός Σου,
μας, τα παιδιά Σου της ΕΟΝ., πολύκλαυστεΠατέρα.

Κατάχλωμος σαν το κερί σωπαίνει ο Φαλαγγίτης γονατιστός τον ύστατο χαιρετισμό ως Σου δίνει,
και η Φαλαγγίτισσα με τη λεπτή και γυναικεία ψυχή της, βουβά ποτάμια δάκρυα στο Σκήνωμά Σου χύνει...

Χλωμό, ορφανό στον πόνο του, σαν πεθαμένο φύλλο,
με ακράτητους βαθείς λυγμούς σε κλαίει το Σκαπανάκι,
τον τρυφερώτερο έχασε που βρήκε ως τώρα φίλο,
μαζί του, Αρχηγέ, γινόσουνα και Σύ μικρό παιδάκι.

Κλαίνε τα παιδιά που ήθελες μονάχα να γελούνε,
κι' από το κακό ήσουνα έτοιμος να τα περιφρουρήσης,
ο ίδιος τώρα ακούσια τα κάμνεις να θρηνούνε.
και τι σκληρό να μην μπορείς να τα παρηγορήσης
  
ΡΙΤΑ  Ν. ΠΑΠΑ (Μπούμη)
Νεολαία  15-2-1941

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ - ΥΓΕΙΑ 

Από προφορικές μαρτυρίες προκύπτει ότι η  απουσία πενικιλίνης, έπαιξε τον πρώτο ρόλο στην αδυναμία αντιμετώπισης της φλεγμονής του φάρυγγος από αναερόβια μικρόβια. Σοβαρός παράγων ήταν επίσης η εξάντληση του οργανισμού του λόγω της

τεράστιας κόπωσης που συνεπαγόταν το σύνθετο έργο του της 4ης Αυγούστου, ως Υπουργού σε Υπουργεία που άμεσα συνδέονταν με την προετοιμασία του πολέμου: Εξωτερικών, Στρατιωτικών, Ναυτικών, Αεροπορίας και Παιδείας.

Επιπλέον την άνοιξη του 1940 είχε πάθει μια αιμορραγία των εντέρων, όμως είχε αποφύγει πιο εκτεταμένες εξετάσεις για να μην δημιουργήσει ανησυχίες στο εσωτερικό και σκέψεις στο εξωτερικό. Για τον ίδιο λόγο δεν εισήχθη σε νοσοκομείο όταν αρρώστησε. Είχε ήδη ουρία και ζάχαρο και οι σχετικές μετρήσεις εμφανίζονται τακτικά στο Ημερολόγιο του από τον Οκτώβριο του 1939. Μια δίαιτα στην οποία είχε αναγκαστικά υποβληθεί τον είχε αδυνατήσει πολύ. Τον Ιούνιο του 1940 έκανε και την Διαθήκη του. Προαίσθημα;

Οι σημειώσεις του στο Ημερολόγιο μαρτυρούν τη σωματική του εξάντληση, την ψυχολογική ένταση και την αγωνία του, για τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις στην  Ευρώπη, τα κινήματα στο εσωτερικό, τα προβλήματα στο ελληνικό Στρατηγείο και την Κυβέρνηση, την αδυναμία των Aγγλων συμμάχων να προσφέρουν την απαιτούμενη βοήθεια, αλλά και την επιμονή τους να φέρουν ανεπαρκή αριθμητικά στρατό στην Ελλάδα.

Τον προβλημάτιζε επίσης η σκέψη ότι αργά ή γρήγορα θα επιτεθούν οι Γερμανοί. Όπως και η αβεβαιότητα για την στάση των Βαλκανικών κρατών και της Τουρκίας, και ως στρατιωτικός που ήταν δεχόταν ότι σε κατάσταση πολέμου υπάρχουν ανατροπές και δεν βασιζόταν απόλυτα στα ήδη συμφωνημένα. Όμοια  σημαντικός θα ήταν ο κόπος του  στις διπλωματικές επαφές, τις αποστολές και συναντήσεις στο εξωτερικό και στο εσωτερικό. Όμοια επίπονη ήταν η προσπάθειά του να ενισχύσει το ηθικό του λαού. Με ταξίδια ανά την Ελλάδα και παρουσία προσωπική σε κάθε λογής ομάδες, εργατών, αγροτών, φοιτητών, μαθητών, εμπόρων, βιομηχάνων και ομάδες της ΕΟΝ, έδωσε ελπίδα με τους 250 λόγους του και αναπτέρωσε το ηθικό του κόσμου, για το έργο που επιτελείτο σε όλους τους τομείς και έδινε συμβουλές ιδιαίτερες στην κάθε ομάδα..

...Πρωί απόγευμα συνεργασίαι, διαταγαί, ενέργειαι... Κούρασις μεγάλη... εξαντλητική εργασία... δεν μπόρεσα να κοιμηθώ... Κατάκοπος... Θα βαστάξουμε;  Ναι!  Γεννηθήτω το θέλημα του...
...Μετά την νίκη της Κλεισούρας η κατάσταση σοβαρεύει.  Από Βουλγαρίαν ειδήσεις όχι ευχάριστοι... Ουδεμία ελπίς ότι
θ' αντισταθεί εις Γερμανίαν... Είμαστε εις το τέλος της Ελλάδος; Ολα χάνονται - Θα πέσωμεν ως τον τελευταίο... Και μέσα εις όλα αυτά ο Παπάγος και το περιβάλλον του εδημιούργησαν το αποτακτικόν...
 
26 Δεκεμβρίου, Πέμπτη - 60η ημέρα του πολέμου
... Δεν μπορώ να ησυχάσω από τρία πράγματα. Έλλειψις πυρομαχικών και αν θα εύρωμεν - έχομεν μόνον για 3 - 4 μήνες - Δυσχέριαι εφοδιασμού. Απώλεια κτηνών - κρυποπαγήματα - έλειψεις καμιόν. Εάν λάβουμε 500 από Αγγλους, χρειάζονται άλλα 1000- Κακοκαιρία- χιόνια. Δεν μπορώ να κοιμηθώ.

28 Δεκεμβρίου, Σάββατον - 62α ημέρα του πολέμου
... Καιρός χειροτερεύει... Ζήτημα Δωδεκανήσου εγείρεται και οι Αγγλοι ανησυχούν για την Τουρκία... αγωνιώδης μέριμνα και ο καιρός χιονερός και βροχερός. - Τι θα υποφέρουν οι στρατιώται μου.

31 Δεκεμβρίου, Τρίτη - 65η ημέρα του πολέμου
... Τι χρόνος αυτός ο 1940, - Μεγάλος για μας. - και το τέλος μας να είναι μεγάλο.  Ο χαιρετισμός μου της νυκτός (ραδιοφωνικός) ωραίος, αλλά η φωνή αδύνατη.  Και αυτή αδύνατη; (Συνειδητοποιεί ο ίδιος την οργανική του αδυναμία)

Στις 14 Ιανουαρίου, Τρίτη - 79η ημέρα του πολέμου
...Από εδώ ειδήσεις γερμανικαί δια αντικατασκοπείας μας περί επικειμένης εισβολής Γερμανίας.

Στις 14 και 15 Ιανουαρίου. Τρίτη και Τετάρτη 79η και 80η ημέρα του πολέμου...
έχει συνεχείς συσκέψεις με τον Αγγλο αρχιστράτηγο  Ουέιβελ τον ’γγλο Πρέσβυ Πάλερετ, τον Παπάγο και λοιπούς.
Οι Αγγλοι πιέζουν να φέρουν δυνάμεις. Πιέζουν δια ένα σύνταγμα αντι-αρμα-αεροπορικόν και ένα λόχον τανκς δια θεσσαλονίκην. Δεν έχουν τίποτε άλλο. Αποκρούομεν δια γνωστούς λόγους, λέγουν ότι Κυβέρνησίς των επιμένει. Φρασεολογία Αρχιστρατήγου.  Είσθε με την Κυβέρνησίν μας εις πλήρη αντίθεσιν γνωμών.  Το επανέλαβε τρεις φορές κατά την μακράν συζήτησιν- ομαλωτάτην - κατά την οποίαν υπερίσχυσα.  Διαβεβαιώ ότι δεν θα κάνωμεν ποτέ χωριστήν ειρήνην και ότι δεν παλαίομεν δια την νίκην, αλλά δια την τιμήν και μόνον. ...Πάλερετ μου έσφιξε το χέρι . Ουέιβελ με συνεχάρη.  Και οι δύο συγκινημένοι. - Εχει γούστο με όλα αυτά να με ξαναβγάλουν οι εν Λονδίνω  γερμανόφιλον! ...Μεσημέρι πρόγευμα εις Πάλαιρετ.- Απόγευμα συνέχεια συμβουλίου με αεροπόρους. - Συνομιλίαι εις Υπουργείον Εξωτερικών .- Ετελειώσαμεν .- Βράδυ εις στρατηγείον. Κατάκοπος έκαμα καθήκον μου.... Ας περιμένουμε.  Εάν οι ' Αγγλοι είχαν διαθέσιμες έστω πέντε μεραρχίες με άφθονα μηχανικά μέσα... Αλλά δεν έχουν τίποτε.
Όμως φαίνεται από κείμενο του Τσώρτσιλ ότι είχαν στην Αφρική 370.000 άνδρες ενώ απαραίτητες ήταν μόνον οι 45.000. Επομένως η απόφαση του Μεταξά να αρνείται τη μικρή δύναμη είναι διπλά δικαιολογημένη.
 
16 και 17 Ιανουαρίου, Πέμπτη και Παρασκευή - 81η και 82α ημέρα του πολέμου...
Είναι η τελευταίες  καταγραφές του Ημερολογίου του.
Στο Υπουργικό Συμβούλιο της Παρασκευής αισθάνεται μια αδιαθεσία και τα σημεία κοπώσεως είναι καταφανή.
....Αγγλοι επιμένουν να έλθουν Θεσσαλονίκην  με μικράς δυνάμεις  πυροβολικού.....Εργάσθηκα μέχρι βαθείας νυκτός...

Την 18η  Ιανουαρίου, Σάββατον - 83η ημέρα του πολέμου, έχει πλέον υψηλό πυρετό. Γράφει το τελευταίο του κείμενο που επιγράφεται:

«Διακοίνωσις του Eλληνος Πρωθυπουργού Ι. Μεταξά προς την Βρεταννικήν Κυβέρνησιν»

Είμεθα αποφασισμένοι να αντιμετωπίσωμεν καθ' οιανδήποτε τρόπον και με οιασδήποτε θυσίας ενδεχομένην  γερμανικήν επίθεσιν, αλλ' ουδόλως επιθυμούμεν να την προκαλέσωμεν εκτός εάν η Μεγάλη Βρεταννία θα ηδύνατο να μας παράσχη
εις Μακεδονίαν την απαιτουμένην βοήθειαν... καταλήγει δε με την φράση:
....Ημείς θα πράξωμεν μέχρι τέλους το καθήκον μας. Εις την Βρεταννικήν Κυβέρνησιν απόκειται να λάβη υπ' όψει τας υποδείξεις μας, υποδείξεις φίλων αφωσιωμένων και πιστών.
Η ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ 31.1.1941 
 
Ντυμένος με πολιτική ενδυμασία, με το σήμα της Ε.Ο.Ν 
στο πέτο του και με γυμνό το ξίφος του Στρατηγού, όπως είχε ο ίδιος εκφράσει παλαιότερα την επιθυμία του, τοποθετήθηκε νεκρός, μαζί με ένα εικόνισμα της Μεγαλόχαρης της Τήνου, ο Εθνικός Κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς. Με ένα κλωνί ανθισμένης αμυγδαλιάς να τον συντροφεύει πάνω στο φέρετρο, το οποίο μετέφεραν μέλη της Ε.Ο.Ν, και την αγάπη όλου του κόσμου να συνοδεύει ή γονατιστή να παραστέκει στην νεκρική πομπή, από την Κηφισιά, έφθασε η σωρός του στη Μητρόπολη της Αθήνας.

Στην οικία του τον είχαν αποχαιρετήσει ο Βασιλεύς Γεώργιος Β', το Υπουργικό Συμβούλιο, Ηγεσία του Στρατού, συγγενείς και φίλοι. Η βαρυπενθούσα σύζυγος και η οικογένειά του. Στην Μητρόπολη η σωρός του έμεινε για λαικό προσκύνημα με τιμητική φρουρά τα μέλη της Ε.Ο.Ν, για να τον χαιρετήσουν όλοι πριν την ταφή του, που ορίσθηκε για την 31η  Ιανουαρίου, στις 3.30 το απόγευμα, ενώ επιμνημόσυνες δεήσεις έγιναν σε όλους τους ναούς της χώρας την ίδια ώρα.

Με το φέρετρο επί κηλίβαντος τηλεβόλου, που εσύρετο από τρακτέρ, μετεφέρθη η σωρός του Κυβερνήτου, το σκοτεινό εκείνο βροχερό δειλινό, μέσα σε ατμόσφαιρα βαθύτατης οδύνης του κόσμου και πάνδημο πένθος. Λαός και Στρατός, νέοι και γέροι,  ακολουθούσαν τον Αρχηγό τους πορευόμενο την Μακαρίαν Οδόν, προς στην τελευταία του κατοικία, στον απέριττο οικογενειακό του τάφο του Α' Νεκροταφείου.
Το Ρώυτερ μετέδιδε την πληροφορία ότι, «Εις όλα τα κυβερνητικά κτήρια του Λονδίνου κυμάτιζουν σήμερον 31 Ιανουαρίου, μεσίστιοι σημαίες δια τον θάνατον του Έλληνος Πρωθυπουργού Ιωάννου Μεταξά. Είναι η δεύτερη φορά που παρόμοια τιμή γίνεται για ξένο ηγέτη. Η προηγούμενη ήταν για τον Στρατάρχη Φος».

Οι «Τάιμς» έγραψαν « Η συμπάθεια των ελευθέρων λαών του κόσμου στρέφεται εξ' ολοκλήρου προς τους ηρωικούς Έλληνας, οι οποίοι έχασαν υπέροχον  ηγέτην. Όταν θα γραφή η ιστορία των πολέμων αυτών, ο Στρατηγός Ιωάννης Μεταξάς - του οποίου ο πρόωρος θάνατος ανηγγέλθη την πρωίαν - θα έχη την τιμήν, ότι πρώτος κατέστρεψεν τον μύθον του αήττητου, των στρατιών του Αξονος».

Ο ημερήσιος τύπος κυκλοφόρησε την 29η Ιανουαρίου με την αγγελία του θανάτου,  την ασθένεια, την διαδοχή και την κηδεία του Εθνικού Κυβερνήτου. (Απο το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ, ασπρόμαυρα πλάνα από την κηδεία του Εθνικού Κυβερνήτη Ιωάννη Μεταξά.)

http://www.ioannismetaxas.gr 
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΑΓΩΝΑ (ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΛΑΠΠΑ)


Τοῦ μοναχοῦ Ἀρσενίου Βλιαγκόφτη, Δρ Θ. καί Πτυχ. Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.,μέλους τοῦ Πανελλήνιου Συλλόγου Ἀπογόνων Μακεδονομάχων «Ὁ Παῦλος Μελᾶς».

Δέν εἶναι ἔκπληξη τό νέο βιβλίο τῆς Εὐαγγελίας Λάππα, διότι ἡ νεαρή συγγραφέας ἐδῶ καί τέσσερα χρόνια μᾶς ἔχει συνηθίσει νά μᾶς χαροποιεῖ μέ ἀξιοζήλευτες ἐκδόσεις γιά ἱστορικά θέματα.

Σέ μιά ἐποχή ἀπαξίωσης τῶν ἀξιῶν γενικῶς καί πιό συγκεκριμένα ἐνοχοποίησης τοῦ ὑγιοῦς πατριωτισμοῦ, τό νά βγαίνει μπροστά ἕνα νεαρό κορίτσι, φοιτήτρια στό Τμῆμα Ἱστορίας καί Ἀρχαιολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί νά γράφει ἱστορικά μυθιστορήματα, κυρίως γιά τόν Μακεδονικό Ἀγῶνα, καί τή Βόρειο Ἤπειρο, εἶναι στοιχεῖο πολύ ἐλπιδοφόρο γιά τήν ὑγεία πού χαρακτηρίζει ἕνα κομμάτι τῆς νεολαίας μας, τό ὁποῖο κομμάτι εὐχόμεθα νά αὐξάνει συνεχῶς.

Τό νέο βιβλίο τῆς Εὐαγγελίας Λάππα μέ τίτλο «Ἡ προσφορά τῆς Ἐκκλησίας στόν Μακεδονικό Ἀγῶνα» εἶναι οὐσιαστικά ἕνα βιβλίο – προσκλητήριο κληρικῶν τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγώνα, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων ἔδωσαν τή ζωή τους γιά τήν ἱερή ὑπόθεση τῆς ἐλευθερίας τῆς μιᾶς καί μοναδικῆς Μακεδονίας μας. Ἄλλοι πάλι τραυματίσθηκαν ἤ ἐτελείωσαν τή ζωή τους εἰρηνικά, ἀφοῦ εἶδαν τό «ποθούμενο», τήν ἐλευθερία τῆς Μακεδονίας μας ὡς ἀποτέλεσμα τῶν δικῶν τους ἀγώνων, πού εὐλόγησε ὁ Θεός καί ἀπέδωσαν τό πολυπόθητο ἀποτέλεσμα μέ τούς ἐθνικοαπελευθερωτικούς ἀγῶνες τοῦ 1912-1913.

Στό προσκλητήριο πεσόντων ἐκφωνεῖται τό ὄνομα τοῦ κάθε μαχητοῦ καί ἀκολουθεῖ ἡ στερεότυπη φράση: «Ἀπών. Ἔπεσεν ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος» καί ἀκολουθεῖ ἡ τιμητική ὁμοβροντία τῶν πυρῶν ἀπό τό στρατιωτικόν ἄγημα, πού ἀποδίδει τιμές.

Ἀπόντες οἱ πεσόντες ἀλλά καί τόσο ζωντανοί καί παρόντες διά τῆς θυσίας των.

Διασώζεται μιά ὡραία διήγηση γιά τό Μεσολόγγι, σύμβολο τῶν ἀγώνων τοῦ Ἔθνους γιά τήν ἐλευθερία. Μετά, λοιπόν, τήν ἡρωική ἔξοδο μέ τίς πολλές ἀπώλειες σέ ἀνθρώπινες ζωές, ἐκεῖ πού ἀνασυντάχθηκαν καί μετρήθηκαν, ρωτᾶ κάποιος τρίτος: «Πόσοι χάθηκαν;» Καί ἀπαντᾶ ἕνας ἀπό τούς καπεταναίους τοῦ Μεσολογγίου: «Κανείς δέν χάθηκε· ἄλλοι περπατοῦν στή γῆ καί ἄλλοι στόν οὐρανό»!

Ἔτσι καί μέ τούς ἡρωϊκούς Μακεδονομάχους. Κανείς δέν χάθηκε. Εἶναι ὅλοι ἐγγεγραμμένοι μέ χρυσά γράμματα στίς δέλτους τῆς Ἱστορίας μας.

Αὐτούς τούς ἥρωες προσπαθεῖ νά ζωντανέψει στά μάτια τοῦ ἀναγνώστη τό βιβλίο τῆς Εὐαγγελίας Λάππα, ἐντάσσοντάς τους στό Συναξάρι καί στό Εἰκονοστάσι τοῦ Γένους, μέ τό καντήλι νά καίει ἀκοίμητο μπροστά.

Παρελαύνουν στίς 298 σελίδες τοῦ βιβλίου καί κοσμοῦν αὐτό τό Συναξάρι μόνον κληρικοί διαφόρων βαθμίδων, ὅπως καί ἱεροψάλτες καί ἐπίτροποι ἱερῶν ναῶν. Ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι. Ἀπό τούς ἁπλούς παπάδες οἱ περισσότεροι ἦταν ντόπιοι ἀπό τά ἡρωικά ἐκεῖνα χώματα.

Εὐχόμεθα νά ἀκολουθήσει καί ἄλλο βιβλίο μέ τά ὀνόματα καί τά στοιχεῖα τοῦ συνόλου τῶν Μακεδονομάχων.

Ἐντύπωση κάνει καί ἡ παρουσία –κατ᾽ ἀναλογίαν– ἀρκετῶν μοναχῶν, ἀπό μοναστήρια κυρίως τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἀλλά καί ἐκτός. Μήν ξεχνοῦμε καί τόν καπετάν Γιαγκλῆ ἀπό τήν Ἱερισσό τῆς Χαλκιδικῆς, ὁ ὁποῖος ἀντήλλαξε στά τέλη τῆς ζωῆς του τό ντουφέκι μέ τό κομβοσχοίνι, μονάζοντας στό Ἅγιον Ὄρος ὡς Γαβριήλ μοναχός καί ἐκοιμήθη ἐκεῖ τό 1946.

Θά μπορούσαμε νά χαρακτηρίσουμε τίς παρατιθέμενες σύντομες ἤ ἐκτενέστερες βιογραφίες τῶν ἡρωϊκῶν κληρικῶν ὡς μία ἀνθοδέσμη διαφορετικῶν ἀνθέων, πού τά συνδέει ὅμως ἡ ἀγάπη γιά τήν πίστη καί ὁ πόθος γιά τήν ἐλευθερία τῆς Μακεδονίας.

Εἴπαμε γιά ἀγάπη γιά τήν πίστη. Πράγματι, μέχρι τότε, πρίν ἐνσκήψει ἡ λαίλαπα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μέ πρωτεργάτη κυρίως τόν τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μελέτιο Μεταξάκη –ἀποδεδειγμένα μασόνο– ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦταν καί προμαχοῦσα στά θέματα τῆς πίστεως καί ἐθναρχοῦσα, ἐλλείψει ἄλλης κεφαλῆς καί ὀργανώσεως στό δοῦλον Γένος.

Ἡ γενιά τῶν ἱεραρχῶν, πού σ᾽ ἐκεῖνα τά δύσκολα χρόνια εἶχε στείλει τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο στή Μακεδονία, σάν τόν Καστορίας Γερμανό Καραβαγγέλη καί τόν Μελενίκου καί μετέπειτα Κασσανδρείας Εἰρηναῖο, ἦταν καί Ὀρθόδοξοι καί πατριῶτες. Μακάρι νά βροῦν καί σήμερα μιμητές!

Πρέπει νά ἀποδοθεῖ στή νεαρή συγγραφέα ὁ δίκαιος ἔπαινος γιά τόν κόπο, πού κατέβαλε. Μελέτησε τίς ἱστορικές πηγές, συνδυάζοντας στοιχεῖα, γιά νά φέρει στό φῶς ὅλον αὐτό τόν ἱστορικό καί ἐθνικό πλοῦτο. Αὐτό πού δέν κάνουν φορεῖς καί «Κέντρα Ἐρευνῶν» ἐξακολουθεῖ νά τό κάνει σ᾽ αὐτόν τόν τόπο, ἡ φιλοτιμία, ἐργατικότητα καί φιλοπατρία κάποιων προσώπων. Ἁπτό παράδειγμα τό παρόν βιβλίο.

Πράγματι ἡ συμβολή τῆς Ἐκκλησίας στόν Μακεδονικόν ἀγῶνα, ἀλλά καί σέ ὅλους τούς ἐθνικούς ἀγῶνες στάθηκε ἀδιαμφισβήτητη.

Ἄς σημειωθεῖ ὅτι τό πόνημα αὐτό ἔρχεται νά θυμίσει τό χρέος τῆς μνήμης καί τῆς συνέχισης τοῦ ἀγῶνα σέ μιά ἐποχή, πού ἡ προδοτική «Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν» (2019) τείνει νά γίνει τετελεσμένο, μέ ἀπολογητές τοῦ ἔνοχου «ρεαλισμοῦ» τους τό σύνολο σχεδόν τοῦ συμβιβασμένου πολιτικοῦ κόσμου στήν Ἑλλάδα, ἐκτός κάποιων λαμπρῶν ἐξαιρέσεων.

Τί κάνουμε λοιπόν;

Τόν δρόμο γιά τήν Πίστη μᾶς τόν δείχνουν οἱ ἅγιοι καί γιά τήν Πατρίδα οἱ ἥρωες.

Καί ὅπως λέγει τό ἀρχαῖο ρητό καί καθοδηγητικό σύνθημα, πού ἀποτυπώνεται καί στήν κονκάρδα τοῦ «Πανελληνίου Συλλόγου Ἀπογόνων Μακεδονομάχων» «Εἷς οἰωνός ἄριστος, ἀμύνεσθαι περί πάτρης».

Καί συμπληρώνει τό ἡρωϊκό δημοτικό τραγούδι τῆς Μακεδονίας «Τά παλληκάρια τά καλά, μόν᾽ τόν Θεό φοβοῦνται».

Καί –δόξα τῷ Θεῷ– ἔχει ἀκόμα τέτοια παλληκάρια.

 

https://evaggelialappa.gr/modern-history/the-contribution-of-the-church-to-the-macedonian-struggle#more-898

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΣΑΤΣΟΣ : Ο ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΣΜΟΣ, Ο ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ, Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ (Α' ΜΕΡΟΣ)


Γράφει ο Σπύρος Κουτρούλης

Τυπική περίπτωση «οργανικού διανοούμενου» του συντηρητικού χώρου υπήρξε ο Κ. Τσάτσος. Παρότι διέθετε αξιοζήλευτη και δυσεύρετη παιδεία, η πρωτοτυπία του έργου δεν είναι ανάλογη αυτής, γεγονός που και ο ίδιος δεν το αρνείται. Θιασώτης του γερμανικού ιδεαλισμού, προσπάθησε να ερμηνεύσει με αυτόν την εξέλιξη του νεοελληνισμού.

Στον «Διάλογο για την ποίηση» με τον Γ. Σεφέρη, έθεσε ως κριτήριο της τέχνης την ελληνικότητα. Όμως, η έννοια την οποία επεξεργάστηκε δεν είχε καμία σχέση με τους καθημερινούς νεοέλληνες. Περισσότερο ανταποκρινόταν στην στατική εικόνα που είχε για την Ελλάδα η ιδεοκρατούμενη Δύση. Έτσι, ενώ ο Γ. Σεφέρης αναφερόταν στον «καημό της Ρωμιοσύνης», ο Κ. Τσάτσος κατασκεύασε ένα προκρούστειο σχήμα, ώστε να πείσει ότι η Ελλάδα εκτός από πολιτικά- οικονομικά ανήκει και πνευματικά στην Δύση. Όπως δεικτικά επισήμανε ο Γ. Σεφέρης, ο Τσάτσος παρακάμπτει τον «ελληνικό ελληνισμό», για χάρη του «ευρωπαϊκού ελληνισμού», που αφορά έργα που εμπνεύστηκαν από τον ελληνισμό αλλά οι ομοιότητες με αυτόν σταματούν στην επιφάνεια και δεν θεμελιώνουν κάποια ουσιώδη συνάφεια. Άλλωστε δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά γιατί ο ευρωπαϊκός πολιτισμός δεν αποτελεί αποκλειστικό δημιούργημα του ελληνισμού, που μετανάστευσε σ’ αυτόν, αλλά αποτέλεσμα κατά κύριο λόγο των δικών του εμπειριών και αξιών. Έτσι ο Σεφέρης, αντίθετα από τον Τσάτσο και τον Κοραή παλαιότερα, θεωρούσε ότι η λανθασμένη άποψη που αντιμετώπιζε τον νεώτερο δυτικό πολιτισμό ως δημιούργημα αποκλειστικά του αρχαίου ελληνισμού – και άρα αρκούσε απλά η «μετακένωση» για ταυτιστούμε με την Δύση -, ως υπαίτια για την άκριτη μεταφορά πολλών αλλότριων αξιών: «Εμείς όμως, σπρωγμένοι από πάρα πολύ αξιέπαινες προθέσεις, φλεγόμενοι από τον πόθο να ξαναφέρουμε στην Ελλάδα ό,τι ελληνικό, βλέποντας επιφάνειες ελληνικές, κουβαλούσαμε πίσω, χωρίς καθόλου να πάμε βαθύτερα, χίλιες αλλότριες αξίες που βέβαια δεν είχαν καμιά σχέση με τον τόπο μας»[1] .

Ότι έρχεται από την Ανατολή, για τον Τσάτσο είναι καταδικαστέο, ακόμη και αν πρόκειται για τον Ντοστογιέφσκι.

Υπήρξε αντιμοντερνιστής, διότι μονότροπα αρνείται οποιαδήποτε έστω επαφή με τον υπερρεαλισμό ή τον υπαρξισμό και αντιπαραδοσιακός διότι αντιμετώπισε την παράδοση τελείως εξωτερικά. Έγραψε: «Δεν χρειαζόμαστε ήρωες σαν του Ντοστογιέφσκι ή του Γκόργκι ή του Αντρέιεφ, παρ’ όλη τους την ασύγκριτη ηθική ωραιότητα. Ρωμαίους συγκλητικούς χρειαζόμαστε και Αθηναίους πολίτες σαν εκείνους που εγχάραξε «ες αεί» ο Επιτάφιος του Θουκυδίδη»[2]. Θεωρεί τον κομμουνισμό ότι ξεπήδησε από τον ρομαντισμό των Γερμανών, του Ντοστογιέφσκι ή του Τολστόη. Βεβαίως είναι περίεργο πως χωρά η ανατολική ορθοδοξία μέσα στην ιδεοκρατία και στον ρωμαϊκό νομικισμό του.

Ο Κ. Τσάτσος ταυτίστηκε με το μετεμφυλιακό κράτος και προσπάθησε να το στηρίξει θεωρητικά. Αλησμόνητη υπήρξε η απαγόρευση της παράστασης «Όρνιθες» από τον Κ. Κούν, διότι δεν συμφωνούσε με τα γερμανικά ακαδημαϊκά πρότυπα. Ταύτισε δε την αριστερά με το σλαβικό πνεύμα, αν και τούτο αναπτύχθηκε στα πνευματικά εδάφη της ανατολικής χριστιανοσύνης. Πράγματι, κράτησε κριτικές αποστάσεις από τον καπιταλισμό ως τυπικός συντηρητικός.

Ο Κ. Τσάτσος υπήρξε δυτικό-κεντρικός. Χωρίς μάλιστα να δείξει το ίδιο ενδιαφέρον για όλες τις πλευρές της Ευρώπης. Έρχεται στην Ελλάδα, βλέποντας τους Ρωμιούς με καχυποψία, και γίνεται ίσως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της συντηρητικής ιδεολογίας. Η παράταξή του τον τίμησε πολλαπλώς. Το έργο του, ογκώδες, δεν βρήκε διαδόχους, διότι ο νεοφιλελευθερισμός που διαδέχθηκε τον συντηρητισμό έχει πολύ περισσότερο περιορισμένα ενδιαφέροντα. Όμως, αυτό που απουσίασε από το έργο του είναι το βαθύ άγγιγμα της νεοελληνικής ζωής, το περίσσευμα εμπειρίας που αισθανόμαστε να δονεί τα κείμενα του Παπαδιαμάντη ή του Σεφέρη ή του Ρίτσου ή του Καπετανάκη, ή του Σαραντάρη το οποίο έχει υποκατασταθεί από το αριστοτεχνικά στημένο παιχνίδι των εννοιών.

Το 1933 θα διεξαχθεί ένας έντονος διάλογος ανάμεσα στον Κ. Τσάτσο και τον Δ. Γληνό, ο οποίος υπήρξε δάσκαλος του στα γυμνασιακά του χρόνια[3]. Ο Τσάτσος θα αρθρογραφεί στο περιοδικό του Σ. Μελά «Ιδέα» και ο Δ. Γληνός στο θεωρητικό έντυπο του Κ.Κ.Ε. «Νέοι Πρωτοπόροι». Πρόκειται για τα άρθρα του Δ.Γληνού «Απάντηση σε θεληματικές απορίες» (Νέοι Πρωτοπόροι, φύλλο 3-4, Μάρτης-Απρίλης 1933, σελ.106 – 107) και το «Ο φασιστικός ιδεαλισμός στην Ελλάδα» (Νέοι Πρωτοπόροι, φύλλο 7, Ιούλης 1933, σελ.213 – 215). Το κύριο χαρακτηριστικό του διαλόγου θα είναι ο μεταπρατικός του χαρακτήρας, καθώς ο μεν Τσάτσος μεταφέρει την επιχειρηματολογία του νεοκαντιανισμού, ενώ ο Γληνός αυτή του σοβιετικού μαρξισμού.

Ο Τσάτσος θα διατυπώσει την θέση που θα ακολουθήσει με συνέπεια σε όλη την διαδρομή του, ότι δηλαδή η ιδεοκρατία όχι μόνο δεν είναι σε αρμονία με την κεφαλαιοκρατία, όχι μόνο δεν την εξυμνεί, αλλά βρίσκεται σε βαθιά και ασυμφιλίωτη αντίθεση μαζί της. Ο Γληνός θεωρεί ότι ο αντικαπιταλισμός μπορεί να αντιστοιχηθεί λογικά και να αναπτυχθεί μόνο στα όρια του μαρξισμού. Αντικαπιταλισμός μπορεί να υπάρξει θεωρητικά και πρακτικά μόνο εντός της σοβιετικής – σταλινικής ειδικότερα – ερμηνείας του. Στα πλαίσια αυτά το «πνεύμα» και οι μορφές του αποτελούν υπερδομή των παραγωγικών σχέσεων και εξαρτάται αιτιακά και αποκλειστικά από αυτές. Βέβαια η αντικαπιταλιστική ρητορική του Τσάτσου δεν ενόχλησε και δεν υπήρξε ποτέ απειλή για το καθεστώς, αλλά όμως του αφαίρεσε ένα αξιακό πλαίσιο νομιμοποίησης.

Από την άλλη πλευρά ο Γληνός αναπαρήγαγε άκριτα επιχειρήματα, ερήμην της εμπειρικής πραγματικότητας, η οποία όμως τότε δεν του ήταν γνωστή, όπως «η κομουνιστική βία είναι απαραίτητη προυπόθεση για την τελειωτική κατάλυση της βίας»[4], που θυμίζουν άλλα τα οποία ισχυρίζονται για παράδειγμα, ότι στην δικτατορία του προλεταριάτου το κράτος θα ενισχυθεί στο μέγιστο βαθμό πριν μαραθεί και εξαφανιστεί, που όλα έχουν κοινή έμπνευση και προέλευση, την εγελιανή- μαρξιστική διαλεκτική όπου η θέση περιέχει και την αντίθεσή της. Όμως είναι αυτός που με το αδιάλλακτο κείμενο του «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», που δεν υπολειπόταν σε φλογερό πατριωτισμό τα κείμενα του Τσάτσου, ενέπνευσε ένα ηρωικό λαϊκό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα[5].

Η κυριότερη κατηγορία που εγείρει ο Γληνός κατά του Τσάτσου με αποτέλεσμα να λήξει άδοξα ο διάλογος, είναι ότι δεν αντιπροσωπεύει την αστικοδημοκρατική ιδεολογία, αλλά την ελληνική εκδοχή του φασισμού, την ελληνική διατύπωση της σύνθεσης που επιχείρησε ο Ιταλός θεωρητικός του φασισμού Τζιοβάνι Τζεντίλε ανάμεσα στην εγελιανή ιδεοκρατία και τον αντικαπιταλισμό, η οποία συγχρόνως ισχυριζόταν ότι αντιπροσώπευε την πραγματική ελευθερία. Ο Γληνός γράφει: «Η ιδεοκρατία του κ. Τσάτσου είναι η ιδεοκρατία του φασισμού. Ο κ. Τσάτσος είναι εθνικιστής αλά Μουσολίνι, είναι αντικεφαλαιοκράτης αλά Χίτλερ, είναι οπαδός των απόλυτων αξιών, είναι λάτρης του “πολιτισμού” και του ανθρώπινου πνεύματος. Να τι λέει ο Τζιοβάνι Τζεντίλε: “Ο φασισμός είναι ιδεοκρατικός: δοξάζει τις ιδανικές αξίες (οικογένεια, πατρίδα, πολιτισμό, ανθρώπινο πνεύμα) σαν ανώτερες από κάθε αξία εφήμερη και τυχαία”(σελ. 59)».[6] Οι κατηγορίες έχουν ένα πρόσθετο βάρος, αν σκεφτούμε ότι εκτοξεύονται από τον δάσκαλο προς τον μαθητή του.

Ο Κ. Τσάτσος εν τω μεταξύ θα υποστηρίξει: «Πιστεύει ο κ. Γληνός πως με τη δικτατορία των αδικημένων, με την άσκηση της βίας των λίγων ή των πολλών, θ’ ανέβει προς την αταξική κοινωνία. Εμείς πιστεύουμε πως κατρακυλάει προς μίαν άλλη ταξική κοινωνία. Ο κ. Γληνός λυπάται γιατί ανήκω στην αντίδραση. Η ιδεοκρατία ανήκει στην αντίδραση των κομμουνιστικών μέσων, όχι στην αντίδραση των σκοπών. Ανήκει και στην αντίδραση της θεωρίας του φυσικού και του ιστορικού υλισμού, όχι στην αντίδραση της αταξικής κοινωνίας …Τολμώ να πω πως τίποτε δεν αντιτίθεται τόσο στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατούμενη κοινωνία όσο η ιδεοκρατική “περί πολιτείας” ιδέα. Η κεφαλαιοκρατία δεν μπορεί να γεννήσει κατά την αντικειμενικήν αιτιοκρατία που επικαλείται ο κ. Γληνός, παρά μόνο τον εμπειρισμό, τον θετικισμό, τον ψυχολογισμόν, όλες αυτές τις αποχρώσεις του υλισμού. Ανήκει στη δική του θεωρητική σφαίρα. Η ιδεοκρατία αντιμάχεται στη θεωρία κάθε υλισμό, γιατί κάθε υλισμός, και ο κεφαλαιοκρατικός, χτυπάει την προτεραιότητα της νόησης, αντιμάχεται στην πράξη τον κοινωνικό και τον ατομικό ευδαιμονισμό που είναι το ψυχολογικό υπόβαθρο του κεφαλαιοκράτη. Η ιδεοκρατία δεν είναι προ – είναι μετακομμουνιστική φιλοσοφία. Είναι εκείνη που θα ασπασθεί και ο κ. Γληνός, αν κάποτε νομίσει πως μπορεί να βγει από τη μεταβατική περίοδο, για να μπει στον δίκαιο κοινωνικό κόσμο που είναι κοινός σκοπός μας».[7]

Οι απόψεις αυτές δεν αποτελούν νεανικό ατόπημα του Κ. Τσάτσου, που στην συνέχεια θα εγκαταλείψει. Αντίθετα όπως θα δούμε, στα έργα της ωριμότητας του, παρόμοιες σκέψεις θα διατυπώσει. Ο Γληνός παραλείπει να πει ότι ο βιολογισμός που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του φασισμού και του εθνικοσοσιαλισμού δεν συναντάται στο έργο του Κ. Τσάτσου.[8] Για να είμαστε ακριβείς ο Τσάτσος περισσότερο θυμίζει ορισμένους ευρωπαίους συντηρητικούς στοχαστές, που παρά τον ακραίο αντικομουνισμό τους δεν συνεργάστηκαν ποτέ με τον ναζισμό, για πολλούς λόγους, εκ των οποίων ο σημαντικότερος είναι ότι τον θεωρούσαν χυδαία λαϊκό, αλλά όμως παρείχαν την υποστήριξή τους σε «βοναπαρτισμούς» και σε καθεστώτα «έκτακτης ανάγκης». Όμως δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο Κ. Τσάτσος δεν αποδέχθηκε την δικτατορία Μεταξά, ούτε την στελέχωσε όπως έκαναν άλλοι σαν τον Α. Τερζάκη, για παράδειγμα, που ανέλαβε την διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου, αλλά εξορίστηκε από αυτή στην Σκύρο και στις Σπέτσες. Επίσης στην διάρκεια της τριπλής κατοχής, παύτηκε για ένα διάστημα από καθηγητής στο Πανεπιστήμιο μετά από πατριωτικό λόγο που εκφώνησε στις 27 Οκτωβρίου 1941 ενώπιον των φοιτητών του.

Ένας από τους οξυδερκέστερους κριτικούς του Κ. Τσάτσου υπήρξε ο Μανόλης Λαμπρίδης (1920-2002). Ψευδώνυμο του Μ. Λεοντάρη υπήρξε από τους βασικούς συντελεστές του περιοδικού Σημειώσεις. Σε τρία δοκίμια που δημοσιεύθηκαν ανάμεσα στα έτη 1962-1963, στα περιοδικά Πανσπουδαστική και Μαρτυρίες με τους τίτλους «Αντινομίες ακαδημαϊκού λόγου. Κριτικές σημειώσεις στον εναρκτήριο λόγο στην Ακαδημία του Κ. Τσάτσου» (περιοδικό Πανσπουδαστική, 1962), «Έννομος τάξις» (περιοδικό Μαρτυρίες 1962) και «Πράξεις «βασιλικαί» (περιοδικό Μαρτυρίες 1963) ξεδιπλώνει μια διεισδυτική κριτική των απόψεων του Κ. Τσάτσου.[9] Αμεσότερα στον Κ. Τσάτσο ουσιαστικά αναφέρονται το πρώτο και το τρίτο κείμενο. Η κύρια κατηγορία που διατυπώνεται είναι το ανυπόστατο της νομοτέλειας και τελεολογίας που ο Τσάτσος ξεδιπλώνει στον λόγο του στην Ακαδημία, σύμφωνα με την οποία υπάρχει ένας ύπατος σκοπός στην ιστορία τον οποίο όλες οι επιμέρους πράξεις υπηρετούν και συντείνουν. Για όποιον έχει μια πρωτογενή επαφή με τα κείμενα του Έγελου, πρόκειται για αυτούσια μεταφορά στα καθ’ ημάς της εγελιανής φιλοσοφίας της ιστορίας, που στην πραγματικότητα είναι μεταμφιεσμένη εσχατολογία, για το τέλος της ιστορίας. Ο Μ. Λαμπρίδης παραβλέπει – ως μαρξιστής αν και αιρετικός – ότι ένα παρόμοιο τελεολογικό σχήμα στο οποίο κατευθύνεται νομοτελειακά η ιστορία για να ολοκληρωθεί, παρά τις αποκλίσεις και τα επιμέρους επεισόδια κατασκεύασε και ο Κ. Μαρξ. Οι απόψεις του Κ. Τσάτσου για τον ύπατο σκοπό της ιστορίας θα αναπτυχθούν αναλυτικότερα στο έργο του «Πολιτική».

Στα πρόσωπα του Κ. Τσάτσου και του Μ. Λαμπρίδη επαναλήφθηκε, στην ελληνική εκδοχή του, και τηρουμένων των αναλογιών ένας διάλογος ανάμεσα στον Έγελο και τον Μαρξ για την φιλοσοφία της ιστορίας. Όμως και οι δύο πλευρές είχαν εξίσου άδικο. Η ιστορία δεν έχει κανένα νόημα και καμία κατεύθυνση. Οι απόψεις του Μαρξ σε αυτό το σημείο συνιστούν, κατά την προσφυή έκφραση του ιδίου, έναν ανεστραμμένο εγελιανισμό. Πρόκειται δηλαδή για μια σκέψη που έχει κληρονομήσει αυτούσια την δομή του εγελιανισμού και έναν ανεδαφικό ιδεαλισμό, που δεν έχει καμία σχέση ή και αντιβαίνει την εμπειρική πραγματικότητα, που αν πάμε ακόμη πιο πίσω θα ανακαλύψουμε την ρίζα του στον χώρο της θρησκευτικής εσχατολογίας.

Ο Μ. Λαμπρίδης θα εφαρμόσει τα κριτήρια που επικαλείται ο Κ. Τσάτσος, στον ίδιο τον λόγο του τελευταίου. Θα τον κατηγορήσει για αγνωστικισμό και αμοραλισμό που τείνει στην «δικαίωση της οργανωμένης βίας και κακουργίας που μετέρχεται μια κυρίαρχη τάξη, θεοποίηση του κράτους, και ιδιαίτερα των συγχρόνων φασιστικών Κρατών, κι αυτών, που τείνουν να φασιστικοποιηθούν».[10] Οι «βασιλικοί άνδρες» που κατά τον Κ. Τσάτσο λύνουν τις αντινομίες στην πολιτική ώστε η ιστορία να βαδίζει, χωρίς κωλύματα, προς τον ύπατο σκοπό είναι μια ελίτ πλατωνικής προέλευσης με αριστοκρατικά χαρακτηριστικά. Προφανώς πρόκειται για ιδεολογική κατασκευή χωρίς κανένα έρμα στην πραγματικότητα και την εμπειρία. Βεβαίως μπορούμε να απαιτούμε από όσους ασχολούνται με την πολιτική να έχουν ηθικές δεσμεύσεις, να είναι αφοσιωμένοι σε ορισμένους σκοπούς, καμιά φορά με διάθεση ασκητική, αλλά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν για αυτούς τους λόγους και μόνο ως μέλη μιας αριστοκρατίας ή μιας ελίτ – με νομικά μάλιστα χαρακτηριστικά, δηλαδή μέλη μιας νομοκατεστημένης τάξης. Για όσους έχουν διαβάσει, τον μεγάλο Φλωρεντιανό, τον Μακιαβέλι γνωρίζουν σε τι προβλήματα μπορεί να εγκλωβιστεί μια ευθύγραμμη σχέση ανάμεσα στην πολιτική και την ηθική, όπως και ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι αρετές του ιδιώτη, μπορεί να προξενήσουν ανεπανόρθωτα κακά στον δημόσιο χώρο της πολιτικής.

Περισσότερο προβληματικές είναι οι απόψεις του Λαμπρίδη για την απόρριψη της ισχύος ως πηγής του Δικαίου. Γράφει επικρίνοντας τον Κ. Τσάτσο: «Μα, αν νικήσει η επανάσταση: “Για μας δεν υπάρχει μια αναλλοίωτη αξιολογική σχέση”. Αν νικήσει η επανάσταση και καταλύσει ένα καθεστώς, ενσαρκωτής του νου και του λόγου, του τελικού σκοπού είναι η επαναστατική εξουσία !Οι βασιλικοί άνδρες του καταλυθέντος καθεστώτος – ή έστω οι απογυμνωθέντες από την εξουσία – ήταν ψευτοβασιλικοί.. Δεν έκριναν κατά λόγον και ελευθερίαν (όρα: Φαρούκ, Χίτλερ κλπ.). vae victis! “Φρόνιμα και ταχτικά, πάω με κείνον που νικά”«.[11] Η λογική του Τσάτσου αποδέχεται ότι η επανάσταση – ακόμη και αυτή που εμπνέεται από την αντίθετη σ’ αυτόν κοσμοθεωρία του Μαρξ- όταν κυριαρχεί, δημιουργεί Δίκαιο. Σε αυτό το σημείο η άρνηση του Λαμπρίδη να αναγνωρίσει την ισχύ ως μια από τις πηγές του Δικαίου αποκαλύπτεί ότι η σκέψη του δεσμεύεται τουλάχιστον εξίσου με τον Τσάτσο από ιδεολογικά σχήματα, που δεν του επιτρέπουν να διακρίνει το Είναι από το Δέον και την Ηθική από την Πολιτική. Ο λόγος είναι ότι υποσυνείδητα έχει ταυτίσει την ισχύ με την κυρίαρχη τάξη και το υφιστάμενο καθεστώς και δεν μπορεί να διανοηθεί, αν και μαρξιστής, ότι η επαναστατημένη τάξη όταν αποκτά ισχύ και καταλαμβάνει την εξουσία δημιουργεί Δίκαιο. Βεβαίως σε μια εποχή που η πολιτική διαφωνία δεν περιοριζόταν σε έναν έλλογο διάλογο με ανταλλαγή επιχειρημάτων ανάμεσα στα δύο μέρη, αλλά το ένα μέρος κινδύνευε κάθε στιγμή να εξοστρακιστεί και να βρεθεί ή εξόριστο ή υπόδικο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οι απόψεις του Κ. Τσάτσου μπορούσαν πολύ εύκολα να χρησιμοποιηθούν για να δικαιώσουν ως ηθικό και δίκαιο το υφιστάμενο καθεστώς για το λόγο και μόνο ότι υπάρχει και κυριαρχεί. Είναι σημαντικό να ενθυμούμεθα ότι τόσο ο Τσάτσος όσο και ο Μ. Λαμπρίδης αναγκαστικά αναφέρονταν στο καθεστώς που επικρατούσε στην μεταπολεμική Ελλάδα μέχρι το 1974 και στο οποίο η κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν ήταν η εξαίρεση αλλά ο κανόνας.

Εκεί που ευστοχεί ο λόγος του Λαμπρίδη είναι στο σημείο που θεωρεί, ότι η σημασία της ελληνικότητας δεν αναδεικνύεται αποκλειστικά στον λόγο του Τσάτσου. Έχουν προηγηθεί ο Σικελιανός και ο Καζαντζάκης. Μάλιστα όλες οι πλευρές πολιτικού χάρτη κοπιάζουν να συνδέσουν τον ελληνισμό με την πολιτική τους πράξη. Γράφει: «Κι ο Βαλέτας, κι ο Ρώτας, κι ο Ζαχαριάδης, όταν μιλούν για “Ελλάδα”, με ανεπαίσθητες λεκτικές παραλλαγές (λ.χ. “λαός” και “έθνος” κατά προτίμηση, αντί “φυλή” και “γένος”, που αγαπούν οι άλλοι) τα ίδια λένε».[12] Ακριβέστερα η διαφορετική δεσμευτικά ερμηνεία των ίδιων λέξεων και εννοιών παρείχε στις δύο παρατάξεις, την αριστερά και την δεξιά, το απαραίτητο πεδίο για να αναπτύξουν την πολιτική τους αντιπαράθεση και δράση.

Το έργο του Κ. Τσάτσου είναι σύνθετο και εκτενές. Στον πολιτικό του χώρο δεν βρέθηκε κάποιος να τον αναπληρώσει και ότι έγραψαν, κατόπιν, ωχριά μπροστά του. Τούτο είναι ένα δυσάρεστο γεγονός. Διότι όταν η ποιότητα της πολιτικής διαμάχης υποβιβάζεται, υποβιβάζεται συνολικά η πολιτική. Αυτό συμβαίνει σήμερα στον τόπο μας. Επίπεδος και ανόητος πολιτικός λόγος, που είναι δύσκολο να αποκρύψει ένα φτηνό πολιτικό προσωπικό και μια ελεγχόμενη σε μεγάλο βαθμό διανόηση, που λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία και αποσκοπούν στις αποφυγή των συγκρούσεων και την συναινετική, από κοινού, διανομή των λαφύρων της εξουσίας.

Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε την σκέψη του Κ. Τσάτσου αναλύοντας ορισμένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά έργα του.

Πέρα από τον ιστορικό διάλογο με τον Σεφέρη, ο Κ. Τσάτσος ξεκινά την στοχαστική του διαδρομή, με μια μελέτη για τον Κ. Παλαμά [13].Το ίδιο διάστημα για τον ποιητή θα γράψουν:ο Αιμίλιος Χουρμούζιος – που τότε κινείτο στον χώρο του αρχειομαρξισμού – ένα τρίτομο έργο με τον τίτλο « Ο Παλαμάς και η εποχή του», ο Νίκος Ζαχαριάδης ενώ ήταν φυλακισμένος το 1937 την μελέτη με τον τίτλο «Ο αληθινός Παλαμάς» καθώς και ο ακροδεξιός Δ. Βεζανής. Έχει προηγηθεί η μελέτη του πρόωρα χαμένου Ι. Συκουτρή.

Ο Τσάτσος στον πρόλογο του έργου του, αναφέρει ότι γράφτηκε ανάμεσα στο καλοκαίρι του 1930 στην Σκιάθο και το Σεπτέμβρη του 1936 στην Ζαγορά του Πηλίου. Τον χειμώνα του 1935 – 1936 κάθε βδομάδα πήγαινε στο σπίτι του Παλαμά και του διάβαζε αποσπάσματα από το βιβλίο. Όταν ολοκλήρωσε την ανάγνωση το παρέδωσε για να εκδοθεί. Πρόκειται για ένα κείμενο αισθητικό και φιλοσοφικό συγχρόνως, που αποκαλύπτει ότι ο Παλαμάς υπήρξε όχι μόνο για τον Κ. Τσάτσο αλλά για δυο τουλάχιστον γενιές του νεοελληνικού στοχασμού ο ορίζοντας που προσδιόρισε τις συντεταγμένες και τις αξίες του. Όπως επισημαίνει «Ο Παλαμάς, όσο και αν είναι λυρικός, δεν υψώνεται από τη γη, βυθίζεται στη γη, είναι απ’ τη γενιά της πανάρχαιας Γαίας, παιδί των προολύμπιων δυναστειών. Όσο και αν ο ρυθμός του λυρισμού του στηρίζεται στον ψυχικό διχασμό, που γεννιέται από την ταυτόχρονη παράλληλη συνείδηση του ιδανικού και του τραγικού, από τη συνείδηση της απόστασης των, το βάρος της ύπαρξης του γέρνει την πλάστιγγα της ψυχής προς τη γη, προς το πάθος, που απ΄ τη γη φυτρώνει, προς το σκότος, που τη γη σκεπάζει[14]«.

Ο Τσάτσος εντοπίζει στον Παλαμά τον τραγικό χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης από την αισθητική της σύλληψη: «Και ύστερα, ποιοι τάχα θ’ αρρωστήσουν, και μάλιστα με τον παλαμικό τρόπο, από τη βίωση της ανθρώπινης φρίκης;Μονάχα όσοι νοούν αισθητικά τη ζωή. Και τι άλλο σημαίνει παρά αισθητική νόηση της ζωής η συνείδηση της τραγικότητας της, που μόνο στα υλικά και στα καιρικά μπορεί να αναπτυχθεί, από το κοίταγμα του μάταιου αγώνα και της τυφλής θέλησης που σέρνει την ύπαρξή μας».[15]

Στον «Γύφτο» του ποιητή, ανακαλύπτει μια μεταμόρφωση του νιτσεϊκού υπεράνθρωπου. Καθώς σημειώνει «είναι η ιδέα της προσωπικότητας, η ιδέα της δύναμης, της βουλητικής στιγμής της προσωπικότητας. Σε αυτή την ιδέα, που γεννήθηκε με το ρομαντισμό του 19ου αιώνα και έφτασε το κορύφωμά της με τον Ζαρατούστρα, έδωσε σάρκα και ζωή αισθητική ο Παλαμάς»[16]. Σε ένα άλλο σημείο ισχυρίζεται ότι ο Παλαμάς είναι σχετικιστής «όχι γιατί αμφιβάλλει για όλα, αλλά γιατί πιστεύει σε όλα, στην αξία, στην ιερότητά τους. Πιστεύει στην καθολική ενότητα των όλων, στην αξία της ολότητας. Και αυτός είναι ο πρώτος λόγος της θρησκείας. Όλα είναι ιερά, και η φύση καθώς το είπαμε, αλλά και “όλα τ’ ανθρώπου είναι ιερά”«.[17]

Ο Τσάτσος παρουσιάζει ως καθοριστικό για την συγκρότηση του νέου ελληνισμού το δίλημμα ανάμεσα στα στοιχεία του αρχαίου κόσμου και της ορθοδοξίας: «όσοι δεν κλάψαμε τους αρχαίους θεούς και δε μισήσαμε τη χριστιανική μελαγχολία, όσοι οι ίδιοι δεν προσκυνήσαμε το σταυρό και δε λατρέψαμε τις ασκητικές και ασώματες και απόκοσμες εικόνες, δεν είμαστε Έλληνες ολοκληρωμένοι, δεν έχομε το πρώτο που δίνει προσωπικότητα σ’ ένα πνευματικόν άνθρωπο, την ιστορική συνείδηση».[18]

Ο Παλαμάς δίνει ποιητική και φιλοσοφική διάσταση στην σύγκρουση του «εθνικού» με τον χριστιανικό κόσμο: «Πιστεύει ο ποιητής μας πως ο ανταγωνισμός του εθνικού και χριστιανικού στοιχείου μέσα στην ελληνική συνείδηση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος όλης της ψυχολογίας και της ιστορίας μας. Απ’ αυτόν τον ανταγωνισμό προκύπτουν τα αγαθά και τα δεινά μας, απ’ αυτόν εξαρτάται η δυνατότητα της διαμόρφωσης μιας νέας εθνικής προσωπικότητας.Τον βρίσκομε στο σύνολο της ιστορίας μας, τον βρίσκομε στις ατομικές ψυχές εκείνων που ζουν ιστορικά και συνειδητά.».[19] Τελικά ο Παλαμάς θα εκφράσει την ενότητα του ελληνισμού στον μύθο της Φλογέρας: «ο χριστιανός, ο βυζαντινός, ο άγριος μακεδονίτης ήρωας λατρεύει την Αθηνά. Απ’ όλες τις Παναγιές, από όλες τις θρησκείες λατρεύει την Παναγία του Παρθενώνα, που είναι μια Αθηνά μετουσιωμένη …». [20] Στην αποκρυσταλλωμένη της μορφή «η ζωή της Ελλάδας δεν χωρίζεται πια από τη χριστιανική πίστη»[21]. Ακριβώς επειδή δεν αποκλείει ένα από τα πνευματικά ρεύματα, που καθόρισαν την φυσιογνωμία του ελληνισμού, τον αρχαίο ελληνισμό και τον ορθόδοξο χριστιανισμό και δεν αναλώνεται σε κατηγορίες ή αναθέματα όπως κάνουν οι φανατικοί της κάθε πλευράς αποδεικνύεται ότι η στάση του Κ. Παλαμά και κατ’ επέκταση του Τσάτσου, που τον ερμηνεύει δεν είναι μόνο μετριοπαθής και ισορροπημένη, αλλά και ρεαλιστική. Διότι η ιστορική εξέλιξη βρήκε τους τρόπους για να εξομαλυνθούν οι διαφορές τους και να αντιμετωπιστούν ως εξίσου αναγκαία θεμέλια του νέου ελληνισμού.

Ο Τσάτσος θα αναδείξει τον Παλαμά ως εθνικό ποιητή, μέτοχο μιας «ατόφιας ελληνικότητας», ο «βαθύτερος διαφεντευτής της ελληνικής ιδέας σε όλες της τις μορφές και στην ενιαία της πάντα ουσία, αφού πριν έζησε όλες τις αντιθέσεις που απαρτίζουν αυτή του τη νέα θέση και αφού ο διαλεκτικός νόμος που ορίζει το πνεύμα του αδιάκοπα τον σπρώχνει στην ταύτιση των αντιθέσεων αυτών. Όσοι αυτή τη διαλεκτική κίνηση και ιδιαίτερα τη σύνθεση και την ταύτιση των αντιθέτων την ονομάζουν αστάθεια προσανατολισμού, αυτοί βρίσκονται έξω από την περιοχή του πνεύματος»[22].

Βέβαια, η πατρίδα για τον Παλαμά, κατά Νιτσεικό τρόπο, είναι η απαραίτητη βαθμίδα για να περάσει σε μια ευρύτερη ενότητα, σε ένα «κόσμο ακομμάτιαστο και απέραντο»[23]. Είναι τόσο Έλληνας για να μπορεί να δηλώνει όπως ο Νίτσε «άπατρις» και να κατανοεί ότι η τραγικότητα του νέου ελληνισμού δεν είναι ξέχωρη από την τραγικότητα του ανθρώπου. Ο Τσάτσος μάλιστα θα ερμηνεύσει την ελληνικότητα του ποιητή και το «γιουχάισμα των πατρίδων», όχι νιτσεϊκά αλλά «διαλεκτικά» και «εγελιανά»: «Δεν είναι εδώ μια όποια πατρίδα η Ελλάδα. Δεν είναι μάλιστα διόλου πατρίδα. Και γι’ αυτό δεν είναι αντίφαση το γιουχάισμα των πατρίδων και η ελλαδολατρεία. Όσο και η αντίφαση είναι θεμιτή, θάλεγα αναγκαία, στου Γύφτου την ψυχή, εδώ δεν υπάρχει. Δεν είναι ανάγκη ν ‘ αγαπάει κανείς τις πατρίδες για ν’ αγαπάει την ελληνικήν ιδέα, που είναι έξω και απάνω από πατρίδες».[24]

Τις σκέψεις αυτές ο Τσάτσος θα εναρμονίσει με την περιφρόνηση προς τα πλήθη, «τα κοπάδια» και με ένα ελιτισμό που ενδεχομένως προέρχεται από μια, από τις πολλές ερμηνείες, του έργου του Νίτσε: «Μάλιστα αντιστέκεται σε ό,τι κοπαδιαστό, και γι’ αυτό ζει στη μόνωσή του, με την αντιπάθεια του πλήθους. Είναι Έλληνας ο Γύφτος, γιατί είναι αριστοκράτης. Ξέρει πως οι ελεύθεροι είναι οι λίγοι, οι παρανοημένοι, μα και οι μόνοι που στέκονται στην αλήθεια και στην ομορφιά».[25]Στα όρια μιας τέτοιου είδους ιδεολογίας το λαϊκό στοιχείο δεν μπορεί να μετέχει της ελληνικότητας. Η μοίρα του, στην καλύτερη περίπτωση, δεν είναι παρά να ακολουθεί τους εκλεκτούς, που βέβαια είναι και λίγοι αν όχι ένας. Ενδιαφέρον επίσης είναι ότι σε αντίθεση με άλλα έργα του, ο Τσάτσος, δεν αποδοκιμάζει τον ρομαντισμό: «Ο Παλαμάς είναι κάθε άλλο παρά ρομαντικός. Μα και αν θέλαμε να τον ονομάσουμε ρομαντικό, στην κατά το δυνατόν σωστήν έννοια αυτής της λέξης, της τόσο κακομεταχειρισμένης, πράγμα που κατ’ αρχήν δεν είναι αμαρτία, γιατί ο ρομαντισμός μένει, όπως και ο κλασικισμός, μια αιώνια στάση της ανθρώπινης ψυχής, η πιο λυρική και η πιο θρησκευτική μάλιστα, η παντοτινή αντίθεση του κλασικού μέτρου, και πάλι ο Παλαμάς θα είχε ένα ρομαντισμό αλλιώτικον από κείνον που βρίσκομε στις βόρειες λογοτεχνίες. Δικαιολογείται τόσο από την ιδιομορφία της ελληνικής φύσης και από την ευκινησία της ελληνικής ψυχής, καθώς ζουν και οι δυο από αντιθέσεις και μέσα στις αντιθέσεις, όσο και από τη διαλεκτική εξέλιξη των δύο τούτων αντιθέτων, που κάνει και τον ενιαίο τους χαρακτήρα. Τα στοιχεία της διαλεκτικής τούτης κίνησης είναι ο απολλωνισμός και ο διονυσιασμός, που λίγο ή πολύ, κυρίως στην ποίηση- στην αρχιτεκτονική ελάχιστα και στην γλυπτική λιγότερο – συγκερνιόνται διαρκώς και κατά διάφορα μέτρα συνυπάρχουν».[26]

Ο Τσάτσος επιχειρεί να συνθέσει στο πρόσωπο του Παλαμά τις σκέψεις του Νίτσε με την εγελιανή φιλοσοφία της ιστορίας. Η προσπάθεια είναι ενδιαφέρουσα διότι θεμελιώνεται σε μια στερεή φιλοσοφική γνώση, αλλά με επισφαλή αποτελέσματα: «Η θεοποίηση της πράξης προϋποθέτει την τοποθέτηση του εγώ που πράττει απάνω από όλες τις αξίες και τις δυνάμεις της ζωής. Οδηγεί σε μιαν άκρατη εγωλατρεία, στη λατρεία όμως ενός εγώ που κλείνει μέσα του όλες τις αξίες της ζωής, την αξία της ελευθερίας, της δύναμης και της θέλησης, της γνώσης και της χαράς. Δεν είναι κατά βάθος παρά μια μετατόπιση των αξιών, σημαντική όμως για την κοσμοθεωρητική και την αισθητική στάθμιση της ζωής».[27] Βεβαίως στα όρια της σκέψης του Νίτσε και ακόμη περισσότερο του προγόνου του Στίρνερ, το Εγώ έχει μια αυταξία, που απομειώνει τις αξίες ακόμη και όταν αποφασίζει να τις μεταξιώσει.

Τελικά ο Παλαμάς θα αξιολογηθεί ως η στιγμή της ποίησης που ενώνει και μετουσιώνει όλη την ελληνική πνευματική εξέλιξη: «Ο Παλαμάς δεν είναι μόνο συνεχιστής της παράδοσης του λαϊκού τραγουδιού. Συνεχίζει το βυζαντινό τροπάρι, την αρχαία ωδή, τον αρχαίο διθύραμβο. Όλη η ιστορία του στίχου, της γλώσσας, του πνεύματος του ελληνικού και των φραστικών του μέσων είναι συμπυκνωμένη μέσα του».[28]

[ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ]

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Γ. Σεφέρης, Διάλογος πάνω στην ποίηση, στο Γ. Σεφέρης – Κ. Τσάτσος, Ένας διάλογος για την ποίηση, επιμέλεια Λ. Κούσουλας, Αθήνα 1975, εκδόσεις Ερμής, σελ. 29.

[2] Κ. Τσάτσος, Ελληνική Πορεία, εκδόσεις Εστία, σελ. 42.

[3] Ο Κ. Τσάτσος στο βιβλίο του Λογοδοσία μιας ζωής, εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2001, τόμος Α’, σελ. 50, κατατάσσει τον Γληνό ανάμεσα στους εξαίρετους καθηγητές του, μαζί με τον Κουγέα, τον Μπέρτο, και τον Γουδή.

[4] Δ. Γληνός, Εκλεκτές σελίδες, τόμος Δ΄ , εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 1975 σελ.99.

[5] Δ. Γληνός, Εκλεκτές σελίδες, τόμος Δ΄, εκδόσεις Στοχαστής, σσ. 141-178. Ανάμεσα στα άλλα έγραφε: «Μα ο αγώνας τους και η θυσία τους είχε σημασία συμβολική. Έδειχνε πως οι Έλληνες δεν είναι λαός “ώριμος για σκλαβιά”. Έδειχνε πως οι Έλληνες ξέρουν να πεθαίνουνε για τη λευτεριά, που δεν τους εχάρισε κανένας ποτέ, παρά πάντα, από τον καιρό του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας ως το 21 και ως σήμερα, την καταχτήσαμε με το αίμα τους και με τον ηρωισμό… Και ο ελληνικός λαός τη γνώρισε, ή καλλίτερα, την ξαναγνώρισε τη νέα τάξη πραγμάτων, που είναι τόσο παλιά όσο και ο κόσμος, και λέγεται με την αληθινή της λέξη “σκλαβιά”. Μαύρη σκλαβιά και αρπαγή και βαρβαρότητα, και μπασιμπουζουκισμός και λεηλασία και ερήμωση της χώρας. Είναι η τάξη που ήθελαν να φέρουνε σε τούτη τη χώρα οι βάρβαροι της Ασίας, οι Πέρσες, οι Ούννοι, οι Μογγόλοι του Ταμερλάνου και του Τσιγγισχάν, οι Τούρκοι του Μουχαμέτη, με μόνη διαφορά, πως ετούτη τη φορά συνδέεται η τάξη αυτή και με την επιστημονικά ωργανωμένη ληστεία»(σελ.142, 143).

[6] Δ. Γληνός, Εκλεκτές σελίδες…, σελ. 108.

[7] Κ. Τσάτσος: «Η θέση της ιδεοκρατίας στον κοινωνικό αγώνα», στην «Ιδέα», Αθήνα,1933, τεύχος 6, σελ. 360-366. Αναφέρεται στο Δ. Τσάκωνας, Ιδεαλισμός και Μαρξισμός στην Ελλάδα, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1988, σσ. 147,148.

[8] Η τελευταία συνάντηση ανάμεσα στον δάσκαλο Γληνό και τον μαθητή Κ. Τσάτσο θα γίνει κάτω από δραματικές συνθήκες στην κατοχή. Όπως γράφει ο Κ. Τσάτσος στο Λογοδοσία μιας ζωής, εκδόσεις των Φίλων, τόμος Α΄, Αθήνα 2001, σελ. 61: «Φίλους μου αγαπημένους όσο και δασκάλους μου ονομάζω τον Κουγέα, που ήταν ύστερα συνάδελφός μου στο Πανεπιστήμιο και στην Ακαδημία, τον Μπέρτο, τον Λαμπράκη, τον Γουδή, τον Τζάρτζανο και τον Γληνό ακόμη με τον οποίο τόσο σκληρά κονταροχτυπηθήκαμε όταν ξεκίνησα τον αντιμαρξιστικό μου αγώνα το 1930. Τον Γληνό, τον τραγικόν αυτόν άνθρωπο, τελευταία φορά τον είδα το 1943, στην Κατοχή, για να συζητήσουμε κάποια δυνατή συνεργασία μας στο τομέα της αντιστάσεως. Κρυμμένο σε κάποιο σπίτι τον αντάμωσα σε ώρες δύσκολες γι’ αυτόν και για μένα. Μερικές στιγμές που μείναμε μόνοι μιλήσαμε για τις ήσυχες εποχές του σχολείου και τότε πειράζοντάς τον, του θύμισα πως τον πρωταντίκρυσα στη Γιορτή της Σημαίας, να κρατάη τη γαλανόλευκη με το ένα χέρι, και να εκφωνή έναν πύρινο πατριωτικό λόγο. Λίγες μέρες αργότερα ο Γληνός αρρώστησε και πέθανε».

[9] M. Λαμπρίδη, Αντι-ιδεολογικά, εκδόσεις Έρασμος 1982, σελ. 72 και περιοδικό Σημειώσεις, «Αφιέρωμα στον Μ. Λαμπρίδη», τεύχος 64, Ιανουάριος 2007. Ο Φ. Τερζάκης σε αφιέρωμα του περιοδικού Σημειώσεις (Ιανουάριος 2007, τεύχος 64) στον Μ. Λαμπρίδη θα σχολιάσει τις απόψεις του για τον Κ. Τσάτσο σημειώνοντας ότι το «ζήτημα της ελευθερίας είναι η πραγματική εμμονή που διαπερνάει ολόκληρο το έργο του Μ. Λαμπρίδη, έργο που επεκτείνεται σε συστηματικό πολιτικό στοχασμό περ’ από το ειδικό πεδίο της αισθητικής» (σελ. 24) και θα προσθέσει «το πραγματικό νόημα όμως όλης της θεωρητικόλογης φλυαρίας του Κ. Τσάτσου είναι η λατρεία της ισχύος – ο θαυμασμός προς εκείνους τους “βασιλικούς άνδρες” που μεταφέρει σε εμβριθή φιλοσοφική γλώσσα τον φθόνο του μικροαστού για τον “επιτυχημένο”, τον “φτασμένο”, τον “δυνατό”, που καταλαμβάνει υψηλές θέσεις και αξιώματα, που έχει “εξουσία”» (σελ. 26).

[10] M. Λαμπρίδη, Αντι-ιδεολογικά, εκδόσεις Έρασμος 1982, σελ. 31.

[11] Όπ.π., σελ. 34.

[12] Όπ.π., σελ. 66.

[13] Κ. Τσάτσος, Παλαμάς, εκδόσεις Εστία σελ. 344, Αθήνα 1977.

[14] Όπ.π., σελ. 4.

[15] Όπ.π., σελ. 33.

[16] Όπ.π., σελ. 225.

[17] Όπ.π., σελ. 307.

[18] Όπ.π., σελ. 180.

[19] Όπ.π., σελ. 155.

[20] Όπ.π., σελ. 210.

[21] Όπ.π., σελ. 156.

[22] Όπ.π., σσ. 140, 141.

[23] Όπ.π., σελ. 235.

[24] Όπ.π., σελ.141.

[25] Όπ.π., σελ.146.

[26] Όπ.π., σελ.176.

[27] Όπ.π., σελ. 225.

[28] Όπ.π., σελ. 332.


ΑΝΤΙΒΑΡΟ