Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2023

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΣΤΙΣ 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913

Του  Ιωάννη Αθανασόπουλου
Ιστορικού, Πτυχιούχου της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, κατεύθυνση Ιστορίας.

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων και της Ηπείρου γενικότερα δεν υπήρξε απόρροια των Βαλκανικών πολέμων του 1912-1913 και μόνο. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί ήδη με την ίδρυση της Ηπειρωτικής Εταιρείας το 1906. Οι Ηπειρώτες της Αθήνας φρόντισαν να ιδρύσουν μια νέα Φιλική Εταιρεία και στόχευαν στην απελευθέρωση της Ηπείρου την κατάλληλη χρονική στιγμή. Σ’αυτήν ήταν μυημένοι πολλοί αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού συνήθως ηπειρωτικής καταγωγής. Κάθε υποψήφιο μέλος έδινε τον όρκο των μελών της Ηπειρωτικής Εταιρείας για να εισέλθει στους κόλπους της, ο οποίος είχε ως εξής: «Ορκίζομαι επί του ιερού ευαγγελίου, εις το όνομα της μιας και αδιαιρέτου και ομοουσίου Αγίας Τριάδος, ότι θέλω χύσει και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, προς απελευθέρωσιν της φιλτάτης μου πατρίδος Ηπείρου, όταν διαταχθώ προς τούτο, και ότι θέλω τηρήσει απόλυτον εχεμύθειαν περί του σκοπού και του έργου της εταιρείας, εν ηι δεν περιπτώσει φανώ επίορκος, να υφίσταμαι τας συνεπείας του περί ποινών μυστικού άρθρου και να είμαι επικατάρατος».

Όταν ο Ελληνικός Στρατός το 1912 ξεκίνησε τις πρώτες επιχειρήσεις του στην Ήπειρο, η Ηπειρωτική Εταιρεία και τα μέλη της έστησαν δίκτυο αντικατασκοπίας και με τις χρήσιμες πληροφορίες τους ενημέρωναν την ελληνική πλευρά. Ωστόσο στην Ήπειρο ο πόλεμος είχε μείνει πίσω ελέω της αριθμητικής αδυναμίας των τμημάτων του Στρατού στην περιοχή. Οι αρχικές δυνάμεις της «Στρατιάς Ηπείρου» ανέρχονταν στους 7.000 άνδρες, υπό την διοίκηση του αντιστράτηγου Σαπουντζάκη. Η περιορισμένη αυτή δύναμη δεν ήταν δυνατόν να αναλάβει συστηματικές επιθετικές ενέργειες ούτε βέβαια να επιτύχει από μόνη της την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Εξίσου σημαντικό πρόβλημα ήταν η αποτελεσματικότητα των οχυρών του Μπιζανίου. Επρόκειτο για μια εξαιρετική αμυντική τοποθεσία, ενισχυμένη με 36 βαριά κανόνια, με πέντε μόνιμα πυροβολεία και με πυροβολεία εκ σκυροδέματος που είχαν δημιουργηθεί και οχυρωθεί υπό την επίβλεψη ειδικών της Γερμανικής Στρατιωτικής Αποστολής στη δημιουργία οχυρών και χαρακωμάτων.


Ήταν φανερό πως αν δεν έπεφτε το Μπιζάνι, τα Γιάννενα δεν θα απελευθερώνονταν. Για το λόγο αυτό, το Γενικό Επιτελείο αποφάσισε την σταδιακή ενίσχυση και διενέργεια επιχειρήσεων με στόχο την εκπόρθηση του Μπιζανίου. Η πρώτη επίθεση ελαβε χώρα την 29η Νοεμβρίου με 11η Δεκεμβρίου 1912, η δεύτερη από την 11η Δεκεμβρίου μέχρι την 19η Φεβρουαρίου 1913. Ως γνωστόν, οι δύο πρώτες απέτυχαν. Οι λόγοι ήταν τόσο οι ολιγάριθμες στρατιωτικές δυνάμεις που αποτελούσαν την Στρατιά Ηπείρου όσο και ο πολύ βαρύς χειμώνας του 1912-1913, που βασάνιζε με κρυοπαγήματα, ψύξεις και υπερκόπωση τους Έλληνες στρατιώτες. Για να αντιληφθεί κανείς πόσο αποδεκατίστηκαν οι ελληνικές δυνάμεις από το ψύχος, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως ο αριθμός των μάχιμων ανδρών είχε περιοριστεί στους 28.000 άνδρες από σύνολο 40.000 ανδρών.

Επίσης εξαιτίας του χειμώνα και του πυκνού χιονιού έκλειναν δρόμοι και ο εφοδιασμός είχε γίνει προβληματικός. Ο ακαδημαϊκός Σπυρίδων Μελάς περιέγραψε γλαφυρά τις δυσκολίες αυτές: «Τα μόνα τρόφιμα που μπορούσανε να φτάσουν ως τα μαχόμενα τμήματα ήτανε το ψωμί, τα όσπρια και το ρύζι που το μαγείρευαν μ’ ένα παλιόλαδο που βρωμούσε. Η κουραμάνα που την παίρνανε ζεστή από τους φούρνους και χρειαζότανε πέντε κι’ έξη μέρες για να πάει κλεισμένη σε σάκους στα Σώματα, έφτανε μουχλιασμένη. Και οι άντρες ήταν υποχρεωμένοι να την καθαρίζουν με τους σουγιάδες και έτσι από τη μερίδα τους δεν έμενε παρά η μισή. Ωστόσο μ’ όλες τις στερήσεις και την παγωνιά στ’ άγρια βουνά της Ηπείρου το ηθικό των Σωμάτων συγκρατούσε το θέαμα της πολιτείας, τα θρυλικά Γιάννενα, που αντίκρυζαν οι άντρες κάθε πρωί με την τραγουδισμένη λίμνη της κυρά – Φροσύνης – ο πόθος να μπούνε στην περιπόθητη πρωτεύουσα ελευθερωτές, όπως στη Θεσσαλονίκη…».

Το ηθικό των στρατιωτών όμως αναπτερώθηκε περισσότερο με τον διορισμό του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου στην ηγεσία των Ελληνικών δυνάμεων. Παντού στρατιώτες και πολίτες τον υποδέχονταν με ζητωκραυγές. Πρώτη ενέργεια του διαδόχου ήταν η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του στρατού. Υπήρξε τεράστιο πρόβλημα μεταφοράς τροφής και πυρομαχικών σε μονάδες του στρατού καθώς και ιατρικής περίθαλψης τόσο των στρατιωτών στο μέτωπο όσο και των ζώων του πυροβολικού που η κακή υγεία τους προκαλούσε μεγαλύτερα προβλήματα στις μεταφορές. Ο αρχιστράτηγος διατάζει την ίδρυση Παθολογικού νοσοκομείου στη Στρεβίνα που μετριάζει την εμφάνιση κρυοπαγημάτων που είχαν αποδεκατίσει την Στρατιά Ηπείρου. Επίσης, αναθέτει τη γενική διοίκηση του Πυροβολικού στον συνταγματάρχη Παρασκευόπουλο. Οι ενέργειες αυτές αναδιοργάνωσαν τον στρατό και έθεσαν τις πρώτες βάσεις για την επιτυχή αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων.

Η τρίτη προσπάθεια ξεκίνησε στις 19 Φεβρουαρίου 1913 όπου τέθηκε σε εφαρμογή το  σχέδιο επίθεσης κατά των τουρκικών δυνάμεων. Η μελέτη του Γενικού Επιτελείου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το οχυρό του Μπιζανίου θα έπεφτε εαν οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωναν να προσβάλουν το δεξιό τμήμα της τουρκικής παράταξης με το αντίστοιχο αριστερό τμήμα της ελληνικής. Το σχέδιο καταρτίστηκε από τον λοχαγό τότε Ιωάννη Μεταξά, μετέπειτα εθνικό κυβερνήτη του ΟΧΙ. Ο στρατός θα χωριζόταν σε δύο βασικά τμήματα: στο Α’ τμήμα όπου απαρτιζόταν από την ταξιαρχία Μετσόβου, την 6η και 7η Μεραρχία, πέντε πυροβολαρχίες πεδινού πυροβολικού καθώς και ουλαμό βαρέος πυροβολικού των 105. Στο Β’ τμήμα, όπου απαρτιζόταν από την 4η Μεραρχία, το απόσπασμα Ολύτσικα καθώς και 23 τάγματα του Α’ τμήματος που θα ενίσχυαν το Β΄την κατάλληλη στιγμή. Σύμφωνα με το σχέδιο το Α’ τμήμα θα ενεργούσε εικονική προσβολή των απέναντι εχθρικών θέσεων, ώστε ο εχθρός να νομίσει ότι η επίθεση θα εκδηλωνόταν στο αριστερό του. Επίσης η 2η Μεραρχία θα παρέμενε στο κέντρο της παρατάξεως και θα ενεργούσε περιορισμένη επίθεση στο τομέα Αυγού. Μάλιστα το Γενικό Επιτελείο ενημέρωνε τους ξένους στρατιωτικούς ακόλουθους ότι θα χτυπούσε το αριστερό τμήμα του τούρκικου στρατού για να μη διαρρεύσει το αληθινό σχέδιο και χαθεί το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.

Το σχέδιο εφαρμόστηκε επιτυχώς και ο αιφνιδιασμός του εχθρού υπήρξε πλήρης. Το 9ο Τάγμα υπό τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου κατορθώνει και φτάνει στις παρυφές των Ιωαννίνων. Οι Τούρκοι νόμισαν ότι μαζί με τη δύναμη του Βελισσαρίου βρισκόταν και ολόκληρος ο ελληνικός στρατός έξω από την πόλη.  Η ενέργεια αυτή δημιούργησε πανικό στη διοίκηση του τουρκικού στρατού στα Γιάννενα και την 21η Φεβρουαρίου ο διοικητής Εσσάτ Πασάς δηλώνει την πρόθεσή του να παραδώσει την πόλη άνευ όρων στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο. Στέλνει λοιπόν τους υπολοχαγούς Ρεούφ και Ταλαάτ στον επίσκοπο Δωδώνης με σκοπό την επικοινωνία με την ηγεσία του Ελληνικού στρατού. Η αντιπροσωπεία βρίσκει τον ταγματάρχη Βελισσαρίου, ο οποίος τη συνοδεύει στο ελληνικό στρατηγείο. Αξίζει να επισημανθεί και η συμβολή του Νικολάκη Εφέντη στην επιτυχία κατάληψης των οχυρών του Μπιζανίου. Ο ίδιος ήταν ελληνικής καταγωγής, αξιωματικός του τουρκικού στρατού και υπηρετούσε ως λοχαγός Μηχανικού στα Γιάννενα. Μην έχοντας ξεχάσει την καταγωγή του έρχεται σε επαφή με τον τότε Μητροπολίτη Ιωαννίνων Γεβράσιο και πείθεται να παραδώσει στις μυστικές υπηρεσίες του Ελληνικού Στρατού ακριβή αντίγραφα των σχεδίων των οχυρών του Μπιζανίου. Είναι πολύ πιθανό ο ελληνικός στρατός να μην είχε εκπορθήσει το Μπιζάνι και να μην είχε εισέλθει τότε στα Ιωάννινα αν ο Νικολάκης Εφέντης δεν είχε παραδώσει τα σχέδια.




Τελικά το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης των Ιωαννίνων υπεγράφη από τον Τούρκο αντισυνταγματάρχη Βεχήπ Μπέη και από τους Έλληνες λοχαγούς Ιωάννη Μεταξά και Ξενοφώντα Στρατηγό. Ο Κωνσταντίνος την ίδια ημέρα τηλεγραφεί στον πατέρα του Βασιλέα Γεώργιο Α΄: «ΕΜΙΝ ΑΓΑ σημ. 21 Φεβρουαρίου 1913 Α.Μ. Βασιλέα . Θεσσαλονίκη.«Αλωθέντος υπό του ελληνικού στρατού ολοκλήρου του δυτικού μετώπου του φρουρίου των Ιωαννίνων και κυκλωθείσης της γραμμής των ερεισμάτων του Μπιζανίου και Καστρίτσης ο Εσάτ Πασσάς μοι εδήλωσε την στιγμήν ταύτην ότι ο στρατός του παραδίδεται αιχμάλωτος πολέμου. Λεπτομερείας μεγάλης νίκης του ανδρείου στρατού μας τηλεγραφήσω προσεχώς».

Η είσοδος του Ελληνικού στρατού με πρωτεργάτη τον Αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο έλαβε χώρα την επομένη 22 Φεβρουαρίου. Οι κάτοικοι ξεχύθηκαν στους δρόμους και αυτόματα σε κάθε σπίτι εμφανίστηκαν ελληνικές σημαίες που καρτερικά περίμεναν να κυματίσουν τόσα χρόνια. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν αναστάσιμα. Η άλωση των Ιωαννίνων χαρακτηρίστηκε ως το μεγαλύτερο γεγονός του βαλκανικού πολέμου ακόμα και από τον ξένο τύπο. Για την ακρίβεια ο ρωσικός τύπος αναφερόμενος στην είσοδο του Ελληνικού στρατού στα Γιάννενα χαρακτήρισε την 21 Φεβρουαρίου ως «την σπουδαιοτάτη ημέρα της ιστορίας της Βαλκανικής συμμαχίας».


ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου