Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

ΑΚΥΡΩΝΕΤΑΙ Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ ΠΡΕΣΠΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ;

Του Ιωάννου Μάζη
Καθηγητού Οικονομικής Γεωγραφίας και Γεωπολιτικής Θεωρίας

Πλανάται εις τους Έλληνες η πεποίθησις ότι η Συμφωνία των Πρεσπών θα ψηφισθεί, όταν έλθει στην Βουλή, με οριακή πλειοψηφία. Ταυτοχρόνως, η πλειονότητα των Ελλήνων (εντός της επικράτειας και στην αλλοδαπή) αισθάνεται απόγνωση και οργή δια το ενδεχόμενον αυτό, το οποίον θα κληθεί να επωμισθεί στην συνέχεια, ως τετελεσμένο, μαζί με τις άκρως αρνητικές εθνικώς συνέπειές του. Θεωρεί εαυτόν εξαπατηθέντα, εφόσον η συγκεκριμένη αυτή επιλογή της κυβερνήσεως Τσίπρα ουδέποτε εκρίθη δια της λαϊκής ψήφου. Τουναντίον, οι συγκυβερνώντες των ΑΝΕΛ είχαν σαφώς και ανέκαθεν διακηρυγμένη, μάλιστα, με τρόπο που συνιστούσε τη μία εκ των δύο βασικών πολιτικών της αναφορών (η ετέρα ήτο η αντιμνημονιακή θέσις των), αντίθετον άποψη.
Επίσης, αισθάνεται δυσαρεστημένος ο ελληνικός λαός διότι θεωρεί, και δικαίως, ότι οι ΑΝΕΛ είχαν δώσει άλλες εντυπώσεις αναφορικώς με την στάση τους στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών. Και αυτό διότι εάν οι ΑΝΕΛ δεν παρείχαν, μέχρι τις προηγούμενες ημέρες, την στήριξή των εις την παρούσαν κυβέρνηση, και την είχαν άρει ήδη από τον Ιούνιον του 2018, ο Πρωθυπουργός ουδεπόποτε θα ηδύνατο να οδηγήσει την χώρα ενώπιον αυτού του τετελεσμένου.
Το μόνιμο ερώτημα, λοιπόν, του οποίου γίνομαι συχνότατα δέκτης είναι: «Εάν η Συμφωνία κυρωθεί εις το Ελληνικό Κοινοβούλιο, είναι δυνατόν να ακυρωθεί;» H απάντηση, κατά την κρίση μου, είναι καταφατική. Τι είδους, λοιπόν, πολιτικοί χειρισμοί απαιτούνται προς τούτο, εάν η κυβέρνησις Τσίπρα εξασφαλίσει, όπως προβλέπεται, ψήφο εμπιστοσύνης;
Απαιτείται σθεναρά πολιτικήν απόφαση από την επομένη κυβέρνηση (μέσω διευρυμένης κοινοβουλευτικής συνεργασίας και συνθέσεως από κόμματα της σημερινής αντιπολιτεύσεως), ενεργό και σύντονη διπλωματικήν δράση, πίστη εις τον στόχον και αξιοποίηση κάποιων σημαντικών παραλείψεων και σφαλμάτων που ενετοπίσθησαν κατά την διάρκεια της διαδικασίας της διαπραγματεύσεως και της υπογραφής και τα οποία θα εντοπισθούν κατά τα επικείμενα στάδια, ήτοι της κυρώσεως αυτής της Συμφωνίας από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Απάντηση σε δύο επίπεδα για τη Συμφωνία των Πρεσπών

 

Η καταστροφολογία από την πλευρά των υποστηρικτών της Συμφωνίας ήτις χαρακτηρίζει τον αντίλογον εις μίαν ανάλογον σκέψη, έχει ιστορικήν, αλλά και στρατηγικής οπτικής, απάντηση.
Η ιστορική απάντηση αφορά εις την υπενθύμιση της αντιστοίχου καταστροφολογίας για την Κυπριακή Δημοκρατία όταν οι Ελληνοκύπριοι εκαλούντο να επιλέξουν ή όχι το Σχέδιον Ανάν. Τότε ηκούσθησαν τα πλέον φρικτά και απαίσια δεινά, τα οποία θα επέπιπτον επί της κεφαλής της Κυπριακής Δημοκρατίας εάν η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριπτε το Σχέδιον Ανάν. Τίποτε, όμως, το τοιούτον δεν συνέβη! Απεναντίας έκτοτε η Κυπριακή Δημοκρατία  έγινε πλήρες μέλος της ΕΕ, οριοθέτησε ΑΟΖ, απέκτησε ισχυρούς οικονομικούς και πολιτικούς συμμάχους (Ισραήλ, Αίγυπτος) και αναβάθμισε τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ.
Επίσης, εξεχώρησε βυθοτεμάχια της ΑΟΖ της προς εκμετάλλευση εις ενεργειακούς κολοσσούς, οι οποίοι μέχρι σήμερον λειτουργούν και ως στρατηγική ασπίδα εναντίον των τουρκικών προκλήσεων. Εάν, αξιοποιώντας την συγκυρία, υιοθετήσει και πλέον νευρώδη πολιτική έναντι των τουρκικών απαιτήσεων (π.χ. αίτημα εντάξεώς της εις το ΝΑΤΟ, αναθεώρηση της Δικοινοτικής-Διζωνικής με στόχευση σε μια Ευρωπαϊκή Λύση δια μίαν ενιαία και αδιαίρετη Κύπρο) θα δυνηθεί να επιτύχει πολλά περισσότερα.
H, στρατηγικής οπτικής, απάντηση αφορά εις το δεδομένον του τουρκικού στρατηγικού και στρατιωτικού αδιεξόδου της Τουρκίας εις την Συρίαν. Επίσης, τις κάθε άλλο παρά καλές αμερικανοτουρκικές, τουρκοαραβικές και τουρκοϊσραηλινές σχέσεις, τις άριστες τουρκοϊρανικές και τουρκορωσικές σχέσεις, οι οποίες δημιουργούν τεράστιες αντιδράσεις στην Δύση (Ουάσιγκτον και ΕΕ). Τέλος, την ιδιαιτέρως οχληρά δια την Δύσιν ανάμειξη της Άγκυρας εις το ιδιαιτέρως ασταθές και μεταβαλλόμενον, εθνογεννετικώς, περιβάλλον των Κεντροδυτικών Βαλκανίων (1).
Συνεπώς, η αντίστοιχος καταστροφολογία στην περίπτωσιν της επιδιώξεως ακυρώσεως της ζημιογόνου Συμφωνίας των Πρεσπών από την μελλοντικήν κυβέρνηση δεν ευσταθεί. Το μόνο, όμως, που αποδεικνύει είναι αδυναμία γεωπολιτικής αντιλήψεως του νέου Ευρωμεσογειακού Συστήματος και πλήρη άγνοια των δυναμικών γεωστρατικών τάσεων εις το εν λόγω γεωπολιτικό Σύμπλοκον.
Αυτά τα αρνητικά γνωρίσματα ευχόμεθα να μην χαρακτηρίζουν την επομένη κυβέρνηση. Ορισμένες επισημάνσεις της Ακαδημίας Αθηνών και του «Διπλωματικού Κύκλου» επί του θέματος της ονομασίας της Μακεδονίας και των εξ αυτής εκπηγαζόντων εθνικών κινδύνων είναι χαρακτηριστικές (θα τις βρείτε μαζί με τις άλλες υποσημειώσεις στο PDF που βρίσκεται στο κάτω μέρος του κειμένου).

Στόχοι του παρόντος κειμένου

 

Εις το παρόν κείμενο, θα προσπαθήσουμε να αναδείξομε σειράν επιχειρημάτων δυναμένων να αποτελέσουν βάση επαναδιαπραγματεύσεως της Συμφωνίας των Πρεσπών από πλευράς μιας επομένης ελληνικής κυβερνήσεως, εάν αυτή κυρωθεί με τις υποδεικνυόμενες και συντελεσθείσες ατέλειες και παραλήψεις από τα Σκόπια και την Αθήνα. Τα επιχειρήματα αυτά κατανέμονται εις δύο μέρη. Το πρώτον μέρος εξετάζει τα επιχειρήματα από την παραβίαση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913. Το δεύτερον μέρος εξετάζει παραλείψεις και σφάλματα προερχόμενα από το ίδιο το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών (και της συναφούς διαπραγματεύσεως) κρινόμενον βάσει της Συνθήκης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών του 1969.
Η, από πλευράς της επομένης κυβερνήσεως, εξέταση της δυνατότητος ακυρώσεως της διατρήτου ήδη Συμφωνίας των Πρεσπών (συνταγματικώς αλλά και από πλευράς παραβάσεων των προβλεπομένων από την Σύμβαση της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών του 1969) με ευρεία κοινοβουλευτική συμμετοχή και ευρεία συναίνεση είναι επιβεβλημένη.
Και τούτο διότι, μόνον δια της επιδείξεως αυτής της σθεναρώς προσανατολισμένης, προς τα εθνικά συμφέροντα, κοινοβουλευτικής και δημοκρατικής βουλήσεως θα αποτρέψει σημαντικό μέρος του 80% περίπου των Ελλήνων (εντός και εκτός Ελλάδος) των εχόντων ηυξημένες εθνικές ευαισθησίες από το να καταστούν έρμαια λαϊκιστικών και ακροδεξιών μορφωμάτων υποθηκεύοντας το μέλλον του Ελληνισμού και της Ελλάδος. Ιδιαιτέρως όταν το φάσμα του ευρωσκεπτικισμού έχει αρχίσει εδώ και αρκετόν καιρό να πλανάται πάνω από την Ευρώπη. Μιαν Ευρώπη οφείλουσα επιτακτικώς να αναστοχαστεί το μέλλον της και να ανασυγκροτηθεί κατά τις αρχές των Ντ’ Εσταίν, Χέλμουτ Σμιτ και Βίλλυ Μπραντ.

Iστορικά-διπλωματικά σημεία ακυρότητος της Συμφωνίας των Πρεσπών

 

Σε πρόσφατα κείμενά μου είχα αναφερθεί εις τον βασικόν λόγον νομικής ακυρότητος ab initio της Συμφωνίας των Πρεσπών, ο οποίος συνίσταται εις το ότι οι προβλέψεις της αντίκεινται ευθέως εις την Συνθήκην Ειρήνης του Βουκουρεστίου του 1913, η οποία τελεί ακόμη εν ισχύι και των Συμφωνητικών που την συνοδεύουν. Το σχετικό σκεπτικόν έχει ως εξής:
Κατά την συζήτηση επί της Συμφωνίας των Πρεσπών, της 16ης Ιουνίου 2018, εις το Ελληνικό Κοινοβούλιο, o τότε ΥΠΕΞ Ν. Κοτζιάς, ανεφέρθη μετ’ επιτάσεως, προς στήριξιν της Συμφωνίας των Πρεσπών, ως αναγκαίας (sic) δια τη συμβατικήν ρύθμιση και ιστορικήν αποκατάσταση του καθεστώτος τριπλού διαμοιρασμού των εδαφών της περιοχής της Μακεδονίας, εις τα ποσοστά μάλιστα που (κατά Κοτζιά) προβλέπει(!) και άρα επιτάσσει η Συμφωνία του Βουκουρεστίου της 10ης Αυγούστου του 1913 (ΦΕΚ Α’, 217/2, 8/10/1913). Αυτό όμως περιέργως δεν ισχύει και δεν ίσχυε ποτέ. Ο Υπουργός ή δεν το κατενόησε, ή δεν εμελέτησε μετά προσοχής την Συμφωνίαν του Βουκουρεστίου του 1913, ούτε τους συνοδούς χάρτες. Θα το πράξομε, λοιπόν, εμείς για λογαριασμό του.


Εις τον Χάρτη ο οποίος ακολούθησε το επίσημο κείμενο της εν λόγω Συνθήκης (βλέπε Χάρτης 1 και 2) εμφανίζεται ο όρος «Μακεδονία» αλλά πώς; Εμφανίζεται με την ακριβώς αντίθετη σημασία από ότι του έδωσε ο πρώην ΥΠΕΞ. Δηλαδή, μάλλον ευνοώντας την ελληνική πλευρά, με ακριβώς καθορισμένα τα ελληνοσερβικά σύνορα (Χάρτης 2), νοτίως της γραμμής Αχρίδος-Μοναστηρίου-Γευγελής. Συγκεκριμένα, στον Χάρτη αποτυπώνεται ο όρος «Μακεδονία», ως τοπωνύμιον της περιοχής της εξολοκλήρου ευρισκομένης εις τα εδάφη τα προσδιοριζόμενα ως ελληνικά εκ της συνοριογραμμής. (Οι Χάρτες αυτοί ευρίσκονται και εις την οικίαν Ελευθερίου Βενιζέλου εις την Χαλέπα Χανίων).
Εδάφη προσδιοριζόμενα και τοπογραφικώς επί του Χάρτη ως «ελληνικά», όπως αυτά διευθετήθησαν άλλωστε από το Πρωτόκολλον των Αθηνών Κορομηλά-Μπόσκοβιτς της 5ης Μαίου 1913 και από το Πρακτικό προσδιορισμού της ελληνοσερβικής μεθορίου γραμμής της 21ης Ιουλίου 1913, επτά μόλις ημέρες πριν από την εν λόγω Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Εκεί, εις το Άρθρον 3, αναφέρεται ρητώς και χωρίς καμμία αναφορά εις τον όρο Μακεδονία το εξής:
«ARTICLE 3: The two high contracting parties, considering that it is to the vital interest of their kingdoms that no other state should interpose between their respective possessions to the west of the Axios (Vardar) river, declare that they will mutually assist one another in order that Greece and Serbia may have a common boundary line. This boundary line, based on the principle of effective occupation (Σ.Σ.: uti possidetis)[1], shall start from the highest summit of the mountain range of Kamna, delimiting the basin of the Upper Schkoumbi, it shall pass round the lake Achris (Ochrida), shall reach the western shore of the Prespa lake in the Kousko village and the eastern shore to the Lower Dupliani (Dolni Dupliani), shall run near Rahmanli, shall follow the line of separation of the waters between the Erigon (Tserna) river and Moglenica and shall reach the Axios (Vardar) river at a distance of nearly three kilometers to the south of Ghevgheli, according to the line drawn in detail in Annex I of the present treaty».
Η λεζάντα του Χάρτου 2 είναι σαφής: «Boundaries according to the Treaty of Bucarest», δηλ. «Σύνορα [χαραχθέντα] κατά την Συνθήκη του Βουκουρεστίου». (Βλ. Χάρτες 1 και 2). Οι κατωτέρω είναι οι επίσημοι χάρτες της «Εκθέσεως της Διεθνούς Επιτροπής για την αναζήτηση των Αιτιών και της Συμπεριφοράς των Βαλκανικών Πολέμων» του 1914.

Αναφορικώς με την Συνθήκη του Λονδίνου, να σημειωθεί ότι συμφώνως προς τη Συνθήκην αυτήν παρεχωρείτο εις τα νικηφόρα βαλκανικά κράτη το σύνολο των εδαφών των ευρισκομένων δυτικώς του ορίου Αίνος-Μηδεία, εκτός της Αλβανίας (άρθρον 2). Οι Σύμμαχοι και η Τουρκία, όπως προβλέπει εις το άρθρον 3, ανέθεταν εις τις έξι Μεγάλες Δυνάμεις (υπό την Πρεσβευτικήν Συνδιάσκεψη την συνεχίζουσα τις συνομιλίες), την χάραξη των συνόρων και τον διακανονισμόν των ζητημάτων των αφορώντων εις την Αλβανία, καθώς τους παρείχαν την δυνατότητα, την προβλεπομένην εις το άρθρον 5, να αποφανθούν περί του καθεστώτος των νήσων του Αιγαίου, πλήν Κρήτης (άρθρο 4) τα οποία επαραχωρούντο εις την Ελλάδα.
Με την ευκαιρία αυτή, καλόν θα είναι να θυμηθούμε τα δύο ανωτέρω αναφερθέντα, και άκρως σημαντικά διπλωματικά κείμενα, εκ των οποίων τα απορρέοντα εδαφικά και πληθυσμιακά αποτελέσματα ελήφθησαν απολύτως υπόψιν από την εν λόγω Συνθήκη. Το κείμενον της τελευταίας, όμως, (προς μεγίστην απορίαν όλων των Ελλήνων που έγιναν κοινωνοί και ακροατές των προφερθέντων κατηγορηματικών αναφορών του Ν. Κοτζιά, εντός και εκτός Κοινοβουλίου), ουδαμόθεν αναφέρει τον όρον «Μακεδονία». Συνεπώς, οφείλω να αναρωτηθώ σχετικώς με την σκοπιμότητα της πολλαπλής αναφοράς του, εφόσον εις ουδεμίαν περίπτωσιν δεν δύναμαι να αποδώσω δόλον. Προφανώς, οι σύμβουλοί του τον πληροφόρησαν πλημμελώς ή απλώς εντελώς εσφαλμένα.

Είναι σημαντικότατον, επίσης, το γεγονός ότι εις την «Απογραφή του πληθυσμού του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας της 31ης Ιανουαρίου του 1921» ουδείς δηλώνει «Μακεδόνας» και ουδαμόθεν υπάρχει μνεία δήθεν «μακεδονικής γλώσσης». Και αυτό, οκτώ συναπτά έτη μετά από την υπογραφήν της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913! Συνεπώς, οι όποιες αναφορές, όπου και εάν αυτές εντοπίζονται, ότι εις την συνθήκη του Βουκουρεστίου του 1913, η δήθεν προσδιορισθείσα ως «γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας» κατενεμήθη με το 51% του εδάφους της εις την Ελλάδα, το 39% εις την Σερβία (την κληθείσα σήμερα ΠΓΔΜ), το 9,5% εις την Βουλγαρία και το 0,5% του εδάφους εις την Αλβανία είναι παντελώς ανακριβής και απολύτως απατηλή!

Κυρίως μάλιστα, εάν τούτο χρησιμοποιείται ως μέγιστον επιχείρημα περί δήθεν «αναγκαστικής φύσεως» των διαπραγματευτικών χειρισμών κατά την διαδικασία συντάξεως του κειμένου της «Συμφωνίας των Πρεσπών». Και μάλιστα, να συγκρίνεται η θέση των διαφωνούντων με την κακίστη αυτή Συμφωνία των Πρεσπών με την αδοκήτως προκύπτουσα δήθεν άρνηση της Συνθήκης της Λωζάννης! Αλλίμονον!


Υπάρχει όμως ο Χάρτης (βλ. Χάρτη 3) ο οποίος παρουσιάζει σχεδόν όλη την βαλκανική οριζόντια ζώνη ως βουλγαρική: είναι ο σχεδιασθείς από τον αυστριακό γεωγράφο και χαρτογράφο Η. Κiepert (1876), ο οποίος, μισθοδοτούμενος από την ρωσική και βουλγαρική διπλωματία, ήταν εκείνος, ο οποίος παρουσίαζε προπαγανδιστικώς, ως βουλγαρικό το μέγιστο μέρος των εδαφών της σημερινής Μακεδονίας και της Θράκης. Δεν προκαλεί έκπληξιν, λοιπόν, το ότι επί της εν λόγω χαρτογραφικής αποτυπώσεως εβασίσθη η ρωσική διπλωματική εκπροσώπηση κατά την Διάσκεψη της Κωνσταντινουπόλεως εν έτει 1877. Επ’ αυτής της χαρτογραφικής βάσεως εσχεδιάσθη και η Μεγάλη Βουλγαρία με την Συνθήκην του Αγίου Στεφάνου (1878).

Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρηγόπουλος, ως Πρόεδρος του «Συλλόγου προς διάδοση των Ελληνικών Γραμμάτων», αντέδρασε προσφέροντας σωρείαν στοιχείων εις τον Αυστριακόν γεωγράφο-χαρτογράφο, ώστε να επανασχεδιάσει τον Χάρτη του. Αυτός, όμως, ηρνήθη την συμβολήν του Έλληνος ιστορικού. Τότε, ο Παπαρηγόπουλος απηυθύνθη προς τον Βρετανό γεωγράφο Edward Stanford και του εζήτησε την άδεια να καταθέσει εις το Συνέδριον του Βερολίνου τον υπ’ αυτού σχεδιασθέντα, εν έτει 1877, εθνογραφικόν Χάρτη (Βλ. Χάρτη 3), πράγμα το οποίον και έγινε.

Η κατάθεσις του συγκεκριμένου Χάρτου του Ε. Stanford απετέλεσε και τον κύριον μοχλόν ανατροπής της προγενεστέρας Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, συμφώνως προς την οποίαν σχεδόν ολόκληρη η περιοχή των κεντρικών και ανατολικών Βαλκανίων παρεδίδετο εις την Βουλγαρία. Αυτό συνέβη διότι, εις τον Χάρτη του Βρετανού γεωγράφου-χαρτογράφου, η ελληνική παρουσία ήτο κυρίαρχος εις όλην την ανωτέρω περιοχήν (Βλ. Χάρτη 4).


Επανερχόμενοι όμως εις το Πρωτόκολλον των Αθηνών, διευκρινίζομεν ότι δι’ αυτού απεφασίσθη η σύναψη της Συνθήκης Φιλίας και Αμυντικής Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδος (Ελευθέριος Βενιζέλος) και Σερβίας (Νικόλα Πάσιτς), υπογραφείσα την 1η Ιουνίου 1913 και προβλέπουσα κοινά ελληνοσερβικά σύνορα, άνευ παρεμβολής ετέρου κράτους, αλλά και κοινήν αμυντικήν αντίδραση εις περίπτωσιν επιθέσεως εκ μέρους τρίτων κρατών (π.χ. Βουλγαρίας). Εκ των ανωτέρω εκτεθέντων, και κυρίως εκ της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913,  ουδαμώς προκύπτει η ύπαρξη κρατικής οντότητος μεταξύ των ελληνοσερβικών συνόρων υπό την επωνυμίαν «Μακεδονία». Η σταλινοτιτοϊκή πολιτική ήτο εκείνη η οποία την εδημιούργησε.

Ενισχυτικώς, αναφέρομε ότι η Βουλγαρία, θέλουσα να προκαταλάβει την τακτοποίηση των συνόρων και των σχέσεών της με την FYROM, έσπευσε να υπογράψει Συνθήκην Φιλίας μετά του κράτους αυτού, επιλύουσα, συμφώνως προς τα εθνικά της συμφέροντα, τα εκρεμμούντα διμερή ζητήματα μεταξύ των δύο πλευρών. Η Βουλγαρία δηλαδή, αναγνωρίζουσα ακριβώς αυτήν την ανάγκην, το έπραξε. Πώς όμως; Οπωσδήποτε όχι όπως η Ελλάς εις τις «Πρέσπες». Το έπραξε μεριμνώσα:

Πρώτον: Να απαλλαγεί από κάθε είδους διεκδίκησιν της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» επί των εδαφών της βουλγαρικής επαρχίας της «Μακεδονίας του Πιρίν».

Δεύτερον: Να αποφύγει την αναγνώριση ιδιαιτέρας «μακεδονικής εθνότητος» και επιβάλλουσα τον ορισμόν της «μακεδονικής γλώσσης ως συνταγματικής γλώσσης» της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και όχι ως ιδιαιτέρας «εθνικής γλώσσης». Και αυτό, διότι είναι γνωστή η άποψη των βαλκανιολόγων διεθνώς -η συνοψιζομένη από τον Goran Sekulovski- ο οποίος γράφει: «Κατά την γέννεσιν των βαλκανικών εθνικών κρατών, η θρησκευτική ταυτότητα (αυτή του RumMillet ή millet orthodoxe) αντικατεστάθη από την γλωσσική ταυτότητα, η οποία σε τελευταία ανάλυση μετατρέπεται σε σύνορο εθνικής διαφοροποιήσεως. Ή, όπως ακριβώς αναφέρει ο Εmmanuel de Martonne (1920, σ. 82) «η γλώσσα έγινε το σύμβολο της εθνικότητος/nationalité».

Αποτελεί δε πλάνην, μεταφερθείσα και εις το ελληνικόν Κοινοβούλιον η ρήτρα, καταγραφείσα μάλιστα και εις το κείμενον των «Πρεσπών» όπου αναφέρεται, λανθασμένως ότι: (άρθρο 1 παράγραφος 3:[…]) «Γ) Η επίσημη γλώσσα του δεύτερου μέρους θα είναι «Μακεδονική Γλώσσα» όπως αναγνωρίστηκε από την 3η Συνδιάσκεψη των Η.Ε. για την τυποποίηση των γεωγραφικών ονομάτων που διεξήχθη στην Αθήνα το 1977 και περιγράφεται στο άρθρο 7 (3) και (4) της παρούσας συμφωνίας.

Λέγομε «λανθασμένως» διότι καμμία τέτοια αναγνώρισις δεν υπάρχει εις το εν λόγω κείμενον! Τόσο που εις ουδέτερος κριτής, θα ηδύνατο να το θεωρήσει και ως εξαπάτησιν του Κοινοβουλίου, πράγμα το οποίον παραβιάζει το Άρθρο 49 της Συμβάσεως της Βιέννης περί Δικαίου των Συνθηκών. Και αυτό διότι, εις την σελίδα iii του εν λόγω κειμένου της Συνδιασκέψεως αναφέρεται ρητώς ως «Προοίμιον» το εξής:

«Οι χρησιμοποιούμενοι ορισμοί/ονομασίες και η παρουσίαση του υλικού σε αυτήν την δημοσίευση δεν υποδηλούν την έκφραση οιασδήποτε απόψεως από πλευράς της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών αφορώσα εις το νομικόν καθεστώς οιασδήποτε χώρας, περιφερείας, πόλεως ή περιοχής ή περί των διοικητικών Αρχών αυτών, ή αφορώσα τον καθορισμόν των ορίων ή των συνόρων αυτών».

Τρίτον: Να μην επιτρέψει εις τα Σκόπια να προσφέρουν το έδαφός των εις οργανώσεις και ομάδες, οι οποίες θα στοχεύουν εις «την διεξαγωγήν ανατρεπτικών, αποσχιστικών ενεργειών και πράξεων που απειλούν την ειρήνη και την ασφάλεια» της Βουλγαρίας. Συνεπώς, είναι ευνόητον, ότι οιαδήποτε υποχώρησις σε θέματα «μακεδονικής γλώσσης» σημαίνει και υποχώρησιν σε θέματα «nationalité», δηλαδή εθνότητος. Επιβάλλεται, όμως, να αναφερθούμε και εις την λατινικήν γραφήν της προσωρινής ονομασίας της ΠΓΔΜ, όπως και εις τις συνοδές διαστροφικές ερμηνείες της από τους υποστηρικτές της «Συμφωνίας των Πρεσπών».

Εδώ, πρέπει να υπογραμμίσομε ότι με δεδομένη την δημιουργία της FYROM και της αναγνωρίσεώς της από τον ΟΗΕ ως «Ex-République yougoslave de Macédoine», στις 8 Απριλίου του 1993, η θέση της παύλας (-) ευρίσκεται μεταξύ του χρονικού προσδιορισμού (ex/πρώην) και της ονομασίας «République yougoslave de Macédoine» εις τον επίσημο κατάλογο των κρατών Μελών του ΟΗΕ.

Η σημείωση αυτή καταρρίπτει και την εγχώριο μυθολογία των υποστηρικτών της συνθέτου ονομασίας για το «τι», δήθεν, προσδιορίζει ο όρος «πρώην»! Είναι, λοιπόν, σαφές πλέον ότι το «πρώην» αναφέρεται εις την ονομασίαν καθ’ ολοκληρίαν, η οποία ήτο και προσωρινή, άρα ανεφέρετο, καθ’ ολοκληρίαν, εις την «γιουγκοσλαβικήν» ομόσπονδον οντότητα και όχι εις κάποιο «κράτος υπό την επωνυμίαν «Μακεδονία».

Βάσει των ανωτέρω, και αυστηρώς διεθνοδικαϊκώς ομιλούντες, Αθήνα και Βελιγράδι, μαζί με την FYROM, θα έπρεπε να συσκεφθούν ούτως ώστε:

  1. Να επισημοποιηθούν τα σύνορα αυτού του νέου κράτους που προήλθε από το ομόσπονδον κρατίδιον της «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας» και τα οποία, συμφώνως προς τα ανωτέρω κείμενα, αποτελούν διεθνοδικαϊκόν κεκτημένον των στρατιωτικών αποτελεσμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων Ελλάδος και Σερβίας.
  2. Να ορισθεί με κοινήν συμφωνία των τριών η οριστική ονομασία του κράτους.
  3. Η nationality (δηλ.: «εθνικότητα» αν υπάρχει κοινή τοιαύτη μεταξύ των υπηκόων του) και όχι όπως μετεφράσθη λανθασμένως(;) ως «ιθαγένεια» (της οποίας η ορθή μεταφορά είναι «citizenship») εις το κείμενον της προσφάτως υπογραφείσης Συμφωνίας.
  4. Η ονομασία όλων των παραγώγων των ανωτέρω: γλώσσα, εμπορικές ονομασίες κ.τ.λ.
  5. Η διευθέτησις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών των 300.000 Ελλήνων οι οποίοι διαβιούν εις τα εδάφη της FYROM και τα οποία έχουν καταστεί ανύπαρκτα υπό το κράτος των «αφομοιωτικών πολιτικών» των σοβινιστικών κυβερνήσεων της FYROM.

Ουδέν εκ των ανωτέρω ετέθη υπό διαπραγμάτευση κατά την σύνταξη του κειμένου της υπογραφείσης, και κακίστης δια τα εθνικά συμφέροντα Συμφωνίας, με αποτέλεσμα να απολεσθούν ευκαιρίες και δυνατότητες διπλωματικών πιέσεων προς την altera pars και, συνεπώς, την απώλειαν άκρως καλυτέρων αποτελεσμάτων για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα και για την πραγματική εξάλειψιν του αβασίμου αλυτρωτισμού των σκοπιανών κύκλων (πράγμα που καθίσταται  διαυγές και σαφές από τις μέχρι σήμερον δηλώσεις του κου Ζάεφ).

Οι κύκλοι αυτοί δεν θα παύσουν να δημιουργούν και εις το μέλλον πολύ μεγαλυτέρας σημασίας προβλήματα και να διενεργούν αποσταθεροποιητικές προσπάθειες εις το εσωτερικόν της ελληνικής επικρατείας δια μέσου διαφόρων δήθεν «Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων», «Μακεδονικών Εταιρειών» κλπ., οι οποίες όλως περιέργως δεν θα αυτοαποκαλούνται «βορειομακεδονικές», ως θα ώφειλαν κατά τα απαιτούμενα από την Συμφωνίαν, αλλά «Μακεδονικές».

Θα επικαλούνται τον εθνοτικόν και γλωσσικόν όρον («nationality», άρα ως «national definition / εθνικό προσδιορισμό», όπως και τον ανάλογο «linguistic definition / γλωσσικόν προσδιορισμόν, ενισχυτικόν του εθνικού προσδιορισμού»). Ορθή χρήση ακόμη και αυτών των μη αποδεκτών όρων θα προϋπέθετε την χρήση των ως «βορειομακεδονική εθνικότητα» ή -κατά την αμφιλεγομένη ελληνικήν ερμηνευτικήν απόδοση- «βορειομακεδονική ιθαγένεια» όπως και «βορειομακεδονική γλώσσα».


SLPRESS 
ΑΙΩΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΙΣΤΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου