Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Η ΜΑΧΗ ΣΤΟΝ ΣΑΓΓΑΡΙΟ ΠΟΤΑΜΟ (ΕΣΚΙ ΣΕΧΙΡ) ΣΤΙΣ 8 ΙΟΥΛΙΟΥ 1921

Βιβλιογραφία

  1. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών)
  2. Διονύσιος Α. Κόκκινος: “Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος” (Μέλισσα)
  3. Ιστορία της Εκστρατείας της Μικράς Ασίας (ΔΙΣ/ΓΕΣ 1967)
  4. Ι. Καψής: “Χαμένες Πατρίδες” (Λιβάνης 1992)
  5. Ν. Βασιλικός: “Ημερολόγιο Μικρασιατικής Εκστρατείας” (Γνώση 1992)

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία τεύχος 12, τον Ιανουάριο του 2007



Η μετριότητα της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας που οδήγησε στην απόλυτη συμφορά του Αυγούστου του 1921, και που ένα χρόνο αργότερα μετατράπηκε
σε εθνική καταστροφή. Ο Έλληνας στρατιώτης, αήττητος στο πεδίο της μάχης,εξαργύρωσε με το αίμα του την διστακτικότητα της ανώτατης διοίκησης και την ανικανότητά της να εκτιμήσει σωστά τα στρατηγικά πλεονεκτήματα των κεμαλικών δυνάμεων που, αναπτερωμένες πλέον από την ακριβή τους νίκη έθεταν στο στόχαστρο ολόκληρο τον ελληνισμό της Μικράς Ασίας.

Την άνοιξη του 1921, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που ενεργούσαν στην Μ. Ασία έπαυσαν κάθε δραστηριότητα μεγάλης κλίμακας, εξαιτίας των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή. Η ηγεσία του στρατού αξιολογούσε ως σωτήρια αυτή την περίοδο ύφεσης των εχθροπραξιών, αφού έτσι θα εξασφαλιζόταν μια πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματική προετοιμασία ενόψει των μελλοντικών επιθετικών τους σχεδίων. Άλλωστε, ο Έλληνας στρατιώτης είχε πρόσφατα δοκιμάσει την πρώτη του αποτυχία από την στιγμή της απόβασής του στην Σμύρνη, τον Μάιο του 1919. Αυτό συνέβη κατά τις επιχειρήσεις του Μαρτίου, όταν τα Α΄ΣΣ και Γ΄ΣΣ δεν κατάφεραν να προωθηθούν επιτυχώς προς το Αφιόν Καραχισάρ και το Εσκί Σεχίρ αντίστοιχα. Επομένως, η προσωρινή αυτή παύση του πυρός θα τόνωνε την λαβωμένη ψυχολογία των μαχητών.

Ο Δ. Γούναρης, συνοδευόμενος από τον αρχιστράτηγο Παπούλα και τον υπουργό στρατιωτικών Ν. Θεοτόκη, κατά την επίσκεψή του στην Μ. Ασία (Ιούνιος 1921)

Στην ανύψωση, βέβαια, του ηθικού των Ελλήνων συνετέλεσε και η θετική μεταστροφή της στάσης των δυνάμεων της Αντάντ, η οποία εξασφάλιζε διπλωματική στήριξη των ελληνικών θέσεων και προμήθεια πολεμικού υλικού στις μονάδες της πρώτης γραμμής. Όταν μάλιστα παρατηρήθηκε επιδείνωση στις γαλλοτουρκικές, που σαν αποτέλεσμα είχε να απομακρυνθούν οι κεμαλικές δυνάμεις από έναν πολύτιμο για τις κρίσιμες εκείνες ώρες σύμμαχο, οι προετοιμασίες για την νέα επιθετική δράση εντατικοποιήθηκαν. Η επιστράτευση της κλάσης του 1912 και του 1913α, ώστε να αποδεσμευτούν η 4η και 9η Μεραρχία και να συνδράμουν το μικρασιατικό μέτωπο, σε συνδυασμό με την εγκατάσταση στην Μ. Ασία της ανεξάρτητης 12ης Μεραρχίας, που μέχρι τότε στάθμευε στην ανατολική Θράκη, είχαν σαν αποτέλεσμα την μεγιστοποίηση τη ισχύος του ελληνικού στρατού από αρχής της εκστρατείας: 200.000 περίπου άνδρες, 12.500 ντόπιοι εθελοντές, 300 κανόνια και 700 πολυβόλα (αλλά με σοβαρές ελλείψεις σε ιππικό, αναγνωριστικά αεροσκάφη και ασύρματες επικοινωνίες). Το πλεονέκτημα της ελληνικής πλευράς εστιαζόταν τώρα στην ταχύτητα μετακινήσεων και την επίτευξη απόλυτου συντονισμού των μονάδων δράσης, ώστε να μην επαναληφθούν τα λάθη του Μαρτίου, όταν τα Α΄ και Γ΄ ΣΣ είχαν διαταχθεί να ενεργήσουν ανεξάρτητα. Ο ίδιος ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος τοποθέτησε στην Σμύρνη το στρατηγείο του από τις αρχές του Ιουνίου, θέλοντας να επιβλέψει προσωπικά την εξέλιξη των επιχειρήσεων και να επιβάλει τον απαιτούμενο συγχρονισμό. Από την πλευρά τους οι Τούρκοι διέθεταν αξιόμαχο ιππικό, τέλεια γνώση των εδαφικών και κλιματολογικών ιδιομορφιών της περιοχής, παρατηρητήρια αναγνώρισης και καλά στημένο κατασκοπευτικό δίκτυο. Η συνεργασία των ντόπιων τουρκικών πληθυσμών με τις κεμαλικές δυνάμεις ήταν πραγματικά μια διαρκής πληγή για τους Έλληνες, όπως επίσης οι ανεξάρτητες τουρκικές μονάδες ιππικού και οι Τσέτες. Οι τελευταίοι διενεργούσαν σφοδρές επιδρομές στα μετόπισθεν, επιτυγχάνοντας συχνά να διασπάσουν την συνοχή και τον συντονισμό των ελληνικών δυνάμεων, καταβάλλοντας το φρόνημα και δοκιμάζοντας σκληρά τις επικοινωνίες τους.

Κατασκευή πρόχειρης γέφυρας στον Πουρσάκ από άνδρες του
Μηχανικού του Ελληνικού Στρατού (Αύγουστος 1921)

Σε πρώτη φάση, οι τουρκικές δυνάμεις αναγκάστηκαν σε μια ηχηρή ήττα κατά την συμπλοκή που έλαβε χώρα στον κόμβο της Κιουτάχειας. Όταν την 3η Ιουλίου το Γ΄ΣΣ προσέγγισε την Κιουτάχεια, ο διοικητής των δυνάμεων που υπερασπίζονταν την πόλη, ο έμπειρος Ισμέτ Ινονού, διέταξε σύμπτυξη προς το Εσκί Σεχίρ. Ο αξιοθαύμαστος αυτός ελιγμός, που αποδίδεται δίκαια στο αλάθητο ένστικτο του Κεμάλ, έσωσε τελευταία στιγμή τις μάχιμες τουρκικές δυνάμεις από ολοκληρωτική συντριβή. Ήταν τόση η αγωνία του Κεμάλ να αποφευχθεί αυτή η κυκλωτική κίνηση των Ελλήνων, που επισκέφθηκε προσωπικά τον Ισμέτ, για να τον πείσει να υποχωρήσει. Κατόπιν επέστρεψε στην Άγκυρα.

Στο μεταξύ, ενισχυμένο από την 12η Μεραρχία και μια Ταξιαρχία Ιππικού, το Α΄ΣΣ είχε ήδη από την 1η Ιουλίου ολοκληρώσει την κατάληψη της γραμμής Ακτσάλ Νταγ - Τσαούς Τσιφλίκ - Καραμπουγιουκλού Νταγ - Ρουκλού Νταγ - Ακ Βιράν - Αφιόν Καραχισάρ. Την ίδια μέρα το Αφιόν Καραχισάρ κατελήφθη από την 4η Μεραρχία. Την επομένη, το Β΄ Σώμα Στρατού χτύπησε το Ακτσάλ Νταγ και τα υψώματα Τσαούς Τσιφλίκ, ενώ το Α΄ΣΣ έφτασε στην περιοχή Ερικλή και στα υψώματα Νασούχ Τσαλ. Στις 4 Ιουλίου απόσπασμα της 9ης Μεραρχίας κατέλαβε την Κιουτάχεια και το Γ΄ΣΣ στράφηκε προς το Εσκί Σεχίρ για να συναντήσει τις δυνάμεις του Ισμέτ. Στις 8 Ιουλίου οι μονάδες του Α΄ΣΣ συγκρούσθηκαν με τις τουρκικές δυνάμεις, τις οποίες και κατατρόπωσαν. Αλλά εκτιμώντας επιπόλαια την κατάσταση, το Επιτελείο δεν ενθάρρυνε μια εκμηδενιστική καταδίωξη του εχθρού, πράγμα που επέτρεψε γα μα ακόμη φορά την διάσωσή του. Η νέα τουρκική υποχώρηση σταμάτησε στις ανατολικές όχθες του ποταμού Σαγγάριου, έχοντας χαρίσει στην ελληνική πλευρά δυο σημαντικές νίκες, πολύτιμο υλικό και αιχμαλώτους. Όμως, ο σπουδαιότερος αντικειμενικός στόχος, που ήταν η εξολόθρευση των κεμαλικών δυνάμεων, δεν είχε επιτευχθεί.

ΤΟ ΦΙΛΟΔΟΞΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ: ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ

Μπροστά στην πίεση που ασκούσαν οι επιτιθέμενες ελληνικές στρατιές και αφού τα όπλα του δεν κατόρθωναν μια θεαματική αποτίναξη του κλοιού που αυτές επιχειρούσαν σε βάρος του, ο Κεμάλ είχε επιτυχώς ακολουθήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή μια πολιτική υποχώρησης και αναδιοργάνωσης του στρατού του. Θεωρούσε την σύνεση και την υπομονή περισσότερο σημαντικές πολεμικές αρετές, από την στείρα διάθεση αυτοθυσίας και την απατηλή εμμονή στην προάσπιση εδαφικών εκτάσεων και αστικών κέντρων, που άλλο δεν θα επιτύγχαναν, παρά την τελική καταστροφή του. Στην Άγκυρα όμως, όπου η Εθνοσυνέλευση διψούσε για μια εντυπωσιακή αντεπίθεση ικανή να χαρίσει την πρωτοβουλία των ενεργειών στην τουρκική πλευρά, οι αντιδράσεις προς την τακτική της αναδίπλωσης ολοένα αυξάνονταν. Οι αρχές της σύγχρονης στρατηγικής, τόσο διαφοροποιημένες προς την παλιά αντίληψη της επικής κατά μέτωπο αναμέτρησης, ήταν για την συντηρητική αντίληψη των Πληρεξούσιων πεδίο σχεδόν άγνωστο. Όχι όμως και για τον διορατικό και ευφυέστατο Κεμάλ, που διέβλεψε έγκαιρα ότι κάθε επιμήκυνση των γραμμών ανεφοδιασμού των Ελλήνων θα μπορούσε να τους στοιχίσει μια σημαντική ήττα. Επιπλέον, στον Σαγγάριο οι Τούρκοι θα εκμεταλλεύονταν το φυσικό κώλυμα ενός ποταμού προκειμένου να αναχαιτίσουν την ελληνική επιθετική ορμή των Ελλήνων και ταυτόχρονα θα είχαν την αναγκαία χρονική πίστωση για αναδιοργάνωση της αμυντικής τους διάταξης. Αυτή η σθεναρή επιχειρηματολογία, τοποθετημένη στα επιτήδεια χείλη του Ατατούρκ, έκαμψε κάθε επίμονη αντίδραση των μελών της Εθνοσυνέλευσης. Οι πληρεξούσιοι τον ανακήρυξαν πανηγυρικά Αρχιστράτηγο, με απεριόριστες δικτατορικές εξουσίες για το διάστημα ενός τριμήνου!

Έλληνες στρατιώτες στις όχθες του Σαγγάριου (Αύγουστος 1921)

Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η ελληνική ηγεσία ανησυχούσε τώρα για τις επερχόμενες βροχές του Σεπτεμβρίου και την κοστοβόρα παραμονή του στρατεύματος στην γραμμή Εσκί Σεχίρ - Αφιόν Καραχισάρ. Η κυρίαρχη αντίληψη συνέκλινε στην άποψη, που θεωρούσε την άμεση συνέχιση των επιθετικών ενεργειών με σκοπό την καταστροφή του κύριου τουρκικού στρατιωτικού όγκου ως πρωταρχική ενέργεια υψίστης σημασίας. Η κατάληψη της Άγκυρας θα εξασφάλιζε, άλλωστε, εφόδια υπέρ των Ελλήνων και ο αρνητικός ψυχολογικός αντίκτυπος που θα δημιουργούσε στην εχθρική όχθη θα εξανάγκαζε τον Κεμάλ σε συνθηκολόγηση. Ο αντίλογος σε αυτή την τοποθέτηση εστίαζε το επιχειρηματολογικό βάρος του στην απόσταση των 265 χιλιομέτρων, που απείχε η τουρκική πρωτεύουσα από τη νέα βάση των Ελλήνων στο Εσκί Σεχίρ. Αλλά η φωνή της λογικής, που από το στόμα του διευθυντή του 4ου Γραφείου (διοικητικής μέριμνας) συντ/ρχη Γεωργίου Σπυρίδωνος επέμενε πεισματικά στο παράτολμο του όλου εγχειρήματος, δεν εισακούσθηκε.

Στο Μεγάλο Πολεμικό Συμβούλιο, που πραγματοποιήθηκε στην Κιουτάχεια στις 15 Ιουλίου 1921 υπό την προεδρία του Βασιλιά Κωνσταντίνου, έλαβαν μέρος ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης, ο Υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο Αρχιστράτηγος Παπούλας, ο επιτελάρχης της Στρατιάς συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Πάλλης, ο Βασίλειος Δούσμανης και ο Ξενοφών Στρατηγός. Τελικά, μέσα σε κλίμα σκεπτικισμού και επιφυλακτικότητας, αποφασίστηκε η προέλαση προς την Άγκυρα -πράγμα που προϋπέθετε την κάμψη των οχυρωμένων στον Σαγγάριο εχθρικών δυνάμεων. Η 1η Αυγούστου ορίστηκε σαν ημερομηνία εκκίνησης της επιχείρησης. Από την προηγούμενη μέρα, όλες οι μονάδες έλαβαν τις προκαθορισμένες θέσεις εξόρμησης στη γραμμή Ακ Μπουνάρ - Καρά Τοκάτ - Σεϊντί Γαζί. Ήδη ο Πρίγκιπας Ανδρέας είχε αναλάβει την διοίκηση του Β΄ΣΣ, αντικαθιστώντας τον Υποστράτηγο Αριστοτέλη Βλαχόπουλο, ο συντ/ρχης Περικλής Καλλιδόπουλος τη διοίκηση της «ανεξάρτητης» 12ης Μεραρχίας και ο συντ/ρχης Ανδρέας Καλλίνσκης της 9ης Μεραρχίας, στη θέση του συντ/ρχη Βλάση Τσιρογιάννη. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος μετέφερε πάλι το στρατηγείο του, από τη Σμύρνη αυτή τη φορά στο Εσκί Σεχίρ.

Ελληνικό πυροβόλο βάλει κατά την διάρκεια της μάχης του Εσκί Σεχίρ (8 Ιουλίου 1921)

Τρία Σώματα Στρατού και η Ταξιαρχία Ιππικού (μια συνολική δύναμη 80.000 περίπου ανδρών) επρόκειτο ν’ αναλάβουν την διενέργεια των επιχειρήσεων. Κάθε Σώμα αποτελείτο από 3 Μεραρχίες. Το Α΄ΣΣ και το Γ΄ΣΣ θα κινούνταν ανάμεσα στον ποταμό Πουρσάκ και το νότιο Σαγγάριο. Το Β΄ΣΣ και το ιππικό θα προωθούντο νοτιότερα, ώστε να επιτευχθεί κυκλωτική κίνηση. Η 4η Μεραρχία θα παρέμενε στο Αφιόν Καραχισάρ για να προστατεύει τις συγκοινωνίες με την Σμύρνη και η 11η Μεραρχία στο Κιοπρού Χισάρ για να καλύπτει τις συγκοινωνίες με την Προύσα.

Ο Κεμάλ δεν άργησε να ενεργήσει. Με συγκεντρωμένες τις δυνάμεις του τοποθετήθηκε στις ανατολικές όχθες του ποταμού, όπου τα οχυρωματικά έργα είχαν φτάσει σε ικανοποιητικότατο στάδιο. Σε αυτές τις οχυρώσεις ανάσχεσης, που είχαν ξεκινήσει εσπευσμένα από τις πρώτες μέρες εκδήλωσης των επιθέσεων του Μαρτίου και στις οποίες είχε δοθεί αυστηρή προτεραιότητα μετά την μάχη του Εσκί Σεχίρ, βασίζονταν τώρα οι Τούρκοι απολαμβάνοντας τους καρπούς της προνοητικότητάς τους. Σε μια αμυντική γραμμή μήκους 65 και βάθους 25 - 35 χιλιομέτρων -που ξεκινούσε βόρεια από το Γόρδιο και κατέληγε στο Μανγκάλ Νταγ περνώντας μέσα από αμέτρητους ποτάμιους δακτυλισμούς και φιδώματα-, ανάμεσα σε ορεινούς όγκους που εξασφάλιζαν κλιμακωτή άμυνα και τουρκικές εστίες πυροβολικού, ο Κεμάλ ακροβόλησε 17 Μεραρχίες Πεζικού και 5 Ιππικού, δηλαδή μια συνολική δύναμη 72.000 ανδρών.

Το σχέδιό του ήταν απλό: άμυνα μέχρις εσχάτων και, σε περίπτωση πρόωρης εξάντλησης των επιτιθέμενων, αντεπίθεση με συμπαγείς δυνάμεις με σκοπό την απώθηση των ελληνικών στρατευμάτων στην Αλμυρή Έρημο -ένα αδιάβατο άνυδρο νεκροταφείο.

Η ΠΡΩΤΗ ΕΠΙΘΕΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Η προέλαση άρχισε σύμφωνα με το πλάνο την 1η Αυγούστου. Τα 3 Σώματα Στρατού κινήθηκαν σχεδόν παράλληλα, κατά μήκος των ποταμών Πουρσάκ και Σαγγάριου, χωρίς να συναντήσουν σοβαρή αντίσταση από οργανωμένο τουρκικό στρατό. Μόνο ελαφριές παρακωλυτικές εμφανίσεις ιππικού παρατήρησαν, κυρίως αναγνωριστικού χαρακτήρα, και επιθέσεις ατάκτων. Όταν αντελήφθησαν ότι η σιδηροδρομική γραμμή, που ένωνε το Εσκί Σεχίρ με το Μπεϊλίκ Κιοπρού, είχε ανατιναχτεί σε πολλά σημεία και ότι οι γέφυρες των ποταμών είχαν ανατιναχτεί, θεώρησαν πως οι Τούρκοι θα ακολουθούσαν οπωσδήποτε αμυντική τακτική. Αυτό τους ενεθάρρυνε, ώστε εντατικοποίησαν τις προωθητικές τους κινήσεις. Στις 3 Αυγούστου τα ελληνικά στρατεύματα έφτασαν στις προφυλακές του εχθρού. Στην πραγματικότητα, η πρώτη αυτή γραμμή άμυνας των Τούρκων ήταν ακάλυπτη. Ωστόσο, η ελληνική διοίκηση δεν έκρινε σκόπιμο να επιτεθεί, προτιμώντας μια σύντομη στάση δύο ημερών.

Ελληνικό τηλεβόλο εν δράσει κατά την μάχη του Αφιόν Καραχισάρ (Σεπτέμβριος 1921)

Στις 5 του μηνός μια διαταγή του Γενικού Επιτελείου την υποχρέωσε να κινηθεί νοτιότερα, με απώτερο σκοπό να στραφεί βορειοανατολικά, προσβάλλοντας τον εχθρό στον ποταμό Γκεούκ, στη ευρύτερη περιοχή της πόλης Ινλάρ Κατραντζί. Ερχόμενη σε αυτή την θέση, βέβαια, η ελληνική στρατιά θα είχε στα μετόπισθέν της τα βόρεια κράσπεδα της Αλμυρής Ερήμου, διακινδυνεύοντας να μην έχει μια ασφαλή οδό διαφυγής σε περίπτωση που κάτι δεν πήγαινε καλά. Στην παράλληλη αυτή πορεία των τριών Σωμάτων, μάλιστα, η νοτιότερη μεραρχία της Β΄ΣΣ (η 9η) αναγκάστηκε να βαδίσει μέσα στην έρημο με τα πόδια, βασανιζόμενη από τον καυτερό αυγουστιάτικο ήλιο. Η σκόνη που σήκωνε στο πέρασμά της γινόταν εύκολα αντιληπτή από τα τουρκικά παρατηρητήρια, ώστε ο εχθρός ήταν σε θέση να γνωρίζει ανά πάσα στιγμή την τοξοειδή πορεία τους. Αυτό αποδείχθηκε καθοριστικό, όταν η ελληνική προφυλακή ήρθε σε πρώτη επαφή με την εμπροσθοφυλακή των Τούρκων. Γιατί, ενόψει ενισχύσεων που έφταναν στο σημείο (εφόσον ο Κεμάλ γνώριζε την διάταξη και την πορεία των Ελλήνων), το Β΄ΣΣ παρέμεινε σε δευτερεύουσα γραμμή εφεδρείας και δεν μπόρεσε αμέσως να ρίξει το βάρος της στην επιθετική πρώτη κρούση.

Μετά από πορείες τόσων χιλιομέτρων, χωρίς επάρκεια σε νερό, τρόφιμα και φάρμακα, οι Έλληνες στρατιώτες άρχισαν να υποφέρουν πολύ πριν δοθεί η πρώτη μεγάλη μάχη. Η ακαταλληλότητα του συγκοινωνιακού δικτύου δεν καθυστερούσε απλά τις μετακινήσεις, αλλά εμπόδιζε την έγκαιρη τροφοδοσία της πανστρατιάς, την στιγμή που τα τρόφιμα σάπιζαν στις αποθήκες των μετόπισθεν ή στην διαδρομή προς το μέτωπο. Ζώα και άνθρωποι αρρώσταιναν ή πέθαιναν από εξάντληση σε τέτοιο ρυθμό, που οι επιθετικές ενέργειες του εχθρού φάνταζαν πια σαν αστείο. Τότε φάνηκε η επιπολαιότητα της ηγεσίας κατά τον σχεδιασμό και την προετοιμασία της προέλασης. Απέναντί τους, οι Τούρκοι απλά περίμεναν την κατάλληλη στιγμή, έχοντας εξασφαλίσει τις γραμμές ανεφοδιασμού τους προς την κατεύθυνση της Άγκυρας, που απείχε μόλις 100 χλμ. από το μέτωπο. Αυτό που ακόμη κρατούσε σε υψηλά επίπεδα το ηθικό των Ελλήνων ήταν η μέχρι στιγμής ανυπαρξία εχθρικής αντίστασης και η ελπίδα ότι η μάχη, που επρόκειτο να διεξαχθεί μπροστά στην τουρκική πρωτεύουσα, θα ήταν η τελευταία -και μάλιστα νικηφόρα για τους ίδιους.

Η διάβαση της Αλμυρής Ερήμου από άνδρες της 9ης Μεραρχίας (Αύγουστος 1921)

Στις 10 Αυγούστου ο ελληνικός στρατός καταφέρνει να αγκιστρωθεί στην περιοχή νότια του Γκεούκ Κατραντζί, εκεί που αρχίζει ο ορεινός όγκος του Μανγκάλ Νταγ. Οι Τούρκοι, μπροστά στην ορμή των επιτιθέμενων, πανικοβλήθηκαν κι επέτρεψαν την διάσπαση του μετώπου στο αριστερό άκρο της αμυντικής τους παράταξης. Η ελληνική διοίκηση, εκτιμώντας λανθασμένα ότι το σημείο εκείνο δεν αποτελούσε τον πυρήνα της εχθρικής άμυνας, μετέφερε την ημερομηνία της συνέχισης της επίθεσης στον βορειοδυτικό τομέα κατά μία ημέρα. Έτσι, αντί να προωθηθούν στις 11 Αυγούστου, άφησαν πολύτιμο χρόνο είκοσι τεσσάρων ωρών στον εχθρό για να αναδιπλωθεί. Ας σημειωθεί ότι την αναβλητική αυτή διαταγή δεν την έλαβε η VII Μεραρχία, που επιχειρούσε στην περιοχή, ώστε μόνη της συνέχισε την διεμβολή δημιουργώντας προγεφύρωμα βάθους τεσσάρων χιλιομέτρων.

Την επόμενη μέρα το ελληνικό στρατηγείο αφέθηκε να παραπλανηθεί από κάποιες πληροφορίες εναέριας παρατήρησης, που πιστοποιούσαν ότι το κέντρο βάρους της άμυνας των Τούρκων μετατοπιζόταν προς τα ανατολικά, αφήνοντας το κέντρο ευάλωτο. Οι εμπλεκόμενες μονάδες επέμεναν για το αντίθετο, αλλά η ηγεσία δεν πειθόταν. Έτσι, αντί να διατάξει την άμεση επίθεση του Β΄ΣΣ, προωθεί τα Α΄ και Γ΄, τα οποία προσκρούουν σε οργανωμένη αντίσταση. Θα χρειαστεί σκληρός αγώνας δύο ημερών για να καταφέρουν τελικά οι Έλληνες να επικρατήσουν στην γραμμή Κιουτσούκ Γιαϊτσί - Μανγκάλ Νταγ - Ινλάρ Κατραντζί - Ιλιτζά. Η VII Μεραρχία διεύρυνε το προγεφύρωμά της ακόμη ενάμισι χιλιόμετρο, αλλά το πλεονέκτημα της πρώτης νίκης που πέτυχε το Β΄ Σώμα έχει ήδη χαθεί. Όταν στις 13 του μηνός εφορμά από τα υψώματα του Μανγκάλ Νταγ προς το Καλέ Γκρότο, καταφέρνει να απωθήσει τον εχθρό, που μια μέρα αργότερα πασχίζει να οχυρωθεί βόρεια του Μπουγιούκ Τσαλίς, αλλά ήδη η απόσταση των V και XIII Μεραρχιών της από τις μονάδες εφοδιασμού κρίνεται επισφαλής. Ωστόσο, τούτη είναι και η πρώτη κατάληψη εχθρικής τοποθεσίας από την ελληνική σημαία.

Η επίθεση εναντίον της πρώτης τουρκικής αμυντικής θέσης

Το Α΄ΣΣ δεν υστερεί σε επιτυχία. Παραμονές της γιορτής της Παναγίας, ήδη γίνεται κύριος των Δίδυμων Λόφων, αναγκάζοντας τους Τούρκους σε σύμπτυξη βορειότερα, στο Γιαμάκ. Ο εχθρός έχει φέρει την “πλάτη του” μπροστά από τα βουνά του Ντικιλί Τας, οπότε δύσκολα θα μπορούσε να διαφύγει, αν οι άνδρες του Α΄ΣΣ τους καταδίωκαν. Αλλά αυτό δεν συνέβη.

Το Γ΄ΣΣ, στο μεταξύ, έχει προωθήσει την Χ Μεραρχία του δυτικά του ποταμού Σαπάντζα Ντερέ και την στρέφει δυτικά, διαγράφοντας μια αμβλεία τοξοειδή κίνηση πάνω στον χάρτη. Στις 16 Αυγούστου η κορυφογραμμή της Σαπάντζας βρίσκεται υπό ελληνική κατοχή, ενώ τη νύχτα ολοκληρώνεται η κατάληψη του οροπεδίου Τοϊντεμίρ από την ΙΙΙ Μεραρχία. Ο εχθρός συμπτύσσεται στην γραμμή Σαριχαλίλ - Καραχαμτζαλί και στις 17 του μηνός ολοκληρώνεται η κατάληψη της πρώτης οχυρωμένης τουρκικής τοποθεσίας. Ανατολικότερα, η VII Μεραρχία διανοίγει στις 17 Αυγούστου το στενό του Πολατλί, που βρίσκεται πάνω στον οδικό άξονα για την Άγκυρα, και στις 18 επανέρχεται στην διοίκηση του Γ΄ΣΣ.

Η ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΤΕΛΙΚΗ ΣΥΜΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Το Α΄ΣΣ, από την γραμμή ανάληψης που κατείχε (Εσκί Κισλά - Δίδυμοι Λόφοι στο αριστερό και κεντρώο πεδίο και τον χείμαρρο Κατραντζί στο δεξιό), επιτέθηκε προς το Γιαπάν Χαμάμ. Αλλά πριν το Γιαπάν Χαμάμ, πρέπει να επικρατήσει στα υψώματα του Αρντίζ Νταγ, που απλώνονται μπροστά του. Αυτό επιτυγχάνεται το απόγευμα της 19ης Αυγούστου. Στη συνέχεια, σταθεροποιείται στο ανατολικό τμήμα του όρους Τσαλ Νταγ (ΙΙ Μεραρχία, στις 20 Αυγούστου) και στο απόστασης 2 χιλιομέτρων από το Γιαπάν Χαμάμ νότιο ύψωμα. Δυο μέρες πριν, στις 18 Αυγούστου, το Γ΄ΣΣ έχει καταλάβει την δυτική πλευρά του Τσαλ Νταγ, υποχρεώνοντας τους Τούρκους σε απελπισμένη σύμπτυξη μεταξύ των χωριών Καραγιαφσάν και Σεϊχαλί. Η ΙΙΙ Μεραρχία σταθεροποιήθηκε ανατολικότερα, στο Μπαϊμπούρτ.

Σε αυτό το σημείο, η ελληνική στρατιωτική ηγεσία διαπιστώνει πως οι αρχικοί της φόβοι δικαιώνονταν. Η υπερκέραση της αριστερής πλευράς του εχθρού, που είχε τεθεί από την αρχή της επίθεσης σαν βασικός αντικειμενικός στόχος, δεν πραγματοποιήθηκε, εξαιτίας της ταχύτατης αναδίπλωσης προς τα πίσω των εχθρικών μονάδων. Επομένως, η καταστροφή του εχθρού παρέμενε για τους Έλληνες σχέδιο ανεκτέλεστο. Επίσης, η διάνοιξη της διαύλου προς Άγκυρα μέσω του Γιαπάν Χαμάμ είχε αποτύχει. Αυτή η καθυστέρηση για την ελληνική στρατιά αποδεικνυόταν μέρα την μέρα ολοένα και πιο ασφυκτική, λόγω της σημαντικής απώλειας σε υλικό πολέμου και ανθρώπινο δυναμικό. Ο ανεφοδιασμός, άλλωστε, ήταν ένα πρόβλημα που συνεχώς γιγαντωνόταν.

Η επίθεση κατά της δεύτερης τουρκικής αμυντικής γραμμής

Το Γ΄ΣΣ έπρεπε πλέον να προσπαθήσει να διευρύνει το προγεφύρωμα στην ανατολική όχθη του Σαγγάριου, ώστε να εξασφαλιστεί μια ενδεχόμενη γενική σύμπτυξη των ελληνικών δυνάμεων στη δυτική, αν η πορεία προς την Άγκυρα έπαυε ν’ αποτελεί βασική επιδίωξη. Η Διοίκηση της Στρατιάς ήδη προσανατολιζόταν στην ιδέα να επανέλθει στην τοποθεσία που βρισκόταν μετά την 9η Ιουλίου, όταν η μάχη του Εσκί Σεχίρ είχε φέρει την ελληνική δύναμη σε πλεονεκτικότατη θέση. Στις 22 Αυγούστου συνέταξε μια αναλυτική αναφορά, όπου τόνιζε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του σεναρίου συνέχισης της επίθεσης. Ο Ξενοφών Στρατηγός ανέλαβε να την υποβάλλει στον Υπουργό των Στρατιωτικών Νικόλαο Θεοτόκη, με την ευκαιρία της επίσκεψης του τελευταίου στην Προύσα. Το ερώτημα που αναδυόταν, σε τελική ανάλυση, ήταν κατά πόσο τα διπλωματικά οφέλη από μια κατάληψη της πρωτεύουσας του Κεμάλ θα ήταν αντάξια μιας επιπλέον θυσίας του ελληνικού στρατού -και, μάλιστα, με τον κίνδυνο να ηττηθεί. Προσκλήθηκε τότε ο Πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης να μεταβεί στην Προύσα, αλλά αυτός αρνήθηκε, ισχυριζόμενος ότι μια ξαφνική επίσκεψή του στην Μ. Ασία ασφαλώς θα είχε κακό αντίκτυπο στην ψυχολογία των μαχόμενων στρατιωτών, αφού έτσι θα αναγνωριζόταν επίσημα από την ελληνική κυβέρνηση η κρισιμότητα της κατάστασης. Για τον λόγο αυτό διέταξε να λάβει την αναφορά στην Αθήνα.

Ο Αρχιστράτηγος Παπούλας, άλλωστε, υποστήριξε την λήξη της επίθεσης και το σενάριο χρησιμοποίησης των πλεονεκτημάτων, που προέκυπταν από τις μέχρι τότε νίκες των Ελλήνων, για την επίτευξη ευνοϊκών όρων. Ο Θεοτόκης γνωστοποίησε αυτή την θέση του Παπούλα στον Πρωθυπουργό, αλλά δεν την συμμερίστηκε, λέγοντας ότι σε περίπτωση παύσης της επίθεσης ο δυσμενής αντίκτυπος εντός και εκτός της Ελλάδας θα ήταν μεγάλος. Ο Γούναρης άφησε την πρωτοβουλία στην Στρατιά, αποκλείοντας ωστόσο την περίπτωση να ζητηθεί ανακωχή πρώτα από την ελληνική πλευρά, πιστεύοντας πως κάτι τέτοιο θα σήμαινε παραδοχή της ήττας της.

Στο διάστημα αυτής της ανταλλαγής απόψεων μεταξύ στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας, οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει δυνάμεις έναντι του Γ΄ Σώματος Στρατού, με σκοπό να εφαρμόσουν επιθετική ενέργεια ικανή να την απωθήσει προς την Αλμυρή Έρημο. Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 28 Αυγούστου και αμέσως τα Α΄ και Β΄ ΣΣ εκτέλεσαν επιθέσεις αντιπερισπασμού. Παρά την καθυστέρηση του Β΄ΣΣ, το εγχείρημα πέτυχε και ο Κεμάλ αναγκάστηκε να διατάξει αναστολή της επίθεσής του το βράδυ της 29ης Αυγούστου. Την ίδια νύχτα, ο Παπούλας διέταξε την σύμπτυξη του στρατεύματος, ώστε το επόμενο βράδυ να αρχίσει η διάβαση του Σαγγάριου ποταμού.

Την τελευταία μέρα του Αυγούστου τα 3 Σώματα είχαν πλέον επιτυχώς και χωρίς απώλειες περάσει στη δυτική όχθη του Σαγγάριου. Το δεξιό κέρας αποτελούσε το Α΄ΣΣ, το αριστερό καταλαμβανόταν από το Γ΄ΣΣ και στο κέντρο αναλάμβανε το Β΄ΣΣ. Ο αρχηγός του Τουρκικού Επιτελείου, Φεβζί Τσακμάκ, ειδοποίησε τότε τον Κεμάλ για την κίνηση αυτή των Ελλήνων. Αμέσως διατάχθηκε η καταδίωξή τους, αλλά χωρίς αποτέλεσμα εξαιτίας της καταπόνησης των τουρκικών δυνάμεων από τις συνεχείς μάχες. Στις 3 Σεπτεμβρίου, μια δύναμη 3.000 Τούρκων έστησε πρόχειρη γέφυρα με σκοπό να περάσουν τον Σαγγάριο, αλλά κι αυτή η προσπάθεια καταποντίστηκε από τις επιτυχείς βολές του ελληνικού πυροβολικού. Ακόμη, μια προσπάθεια των Τούρκων να καταστρέψουν την ελληνική βάση του Εσκί Σεχίρ απέτυχε, λόγω της έγκαιρης επέμβασης του Γ΄ΣΣ, που ανάγκασε τον εχθρό να επιστρέψει με σοβαρές απώλειες στη βάση του.

Η πρώτη φάση της προέλασης προς την Άγκυρα

Στις 10 Σεπτεμβρίου 1921, η ελληνική σύμπτυξη δυτικά του ποταμού Σαγγάριου είχε πια ολοκληρωθεί. Το φιλόδοξο σχέδιο για την κατάληψη της Άγκυρας έμελλε ν’ αποτελεί πλέον ένα όνειρο -που ωστόσο στοίχισε στην ελληνική πλευρά περίπου 4.000 νεκρούς, 19.000 τραυματίες και 376 αγνοούμενους. Απαιτήθηκε η κλήση στα όπλα της κλάσης του 1922 (30.000 νεοσύλλεκτοι), ώστε να συμπληρωθούν οι απώλειες και να επανέλθει η Στρατιά στα επίπεδα του Ιουνίου. Η τελική σύμπτυξη αποτελεί αναμφισβήτητα έναν άθλο των τριών Σωμάτων στρατού, αφού επετεύχθη χωρίς απώλειες σε άνδρες και υλικό. Το σπουδαιότερο, όμως, ήταν το ότι δεν πτοήθηκε το ηθικό τους κατ’ ελάχιστο. Οι πόλεμοι, ασφαλώς, δεν κερδίζονται μόνο με την ψυχολογία. Η δράση του Έλληνα στρατιώτη κατά τις επιχειρήσεις του καλοκαιριού του 1921 υπήρξε υποδειγματική, το αποτέλεσμα όμως της όλης εκστρατείας απέδειξε ότι η διαυγής επιτελική κρίση είναι εξίσου σημαντική με το φρόνημα και την όποια ηρωική διάθεση.

Βέβαια, και οι δύο πλευρές είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται ικανοποιημένες: η τουρκική γιατί κατάφερε να υπερασπιστεί την πρωτεύουσά της και να κάμψει την ορμή του εχθρού, όταν μάλιστα αυτός σημείωνε τις σημαντικές νίκες στο Εσκί Σεχίρ και στην Κιουτάχεια, ενώ η ελληνική γιατί, παρά την τελική οπισθοχώρηση, δεν είχε σε καμιά μάχη ηττηθεί. Το πρόβλημα εστιαζόταν πλέον στο ότι το ελληνικό σχέδιο να καταστραφούν οι κεμαλικές δυνάμεις γρήγορα και ολοκληρωτικά είχε παταγωδώς αποτύχει. Μόνο η διπλωματία θα μπορούσε να οδηγήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε διέξοδο, από την στιγμή που τα όπλα δεν κατάφερναν να επιβάλλουν την λύση του ισχυρού. Η Ελλάδα είχε αντέξει το οικονομικό κόστος με τεράστιες θυσίες, προσβλέποντας σε μια τελική επιτυχή έκβαση, η οποία θα την επανέφερε σε ισορροπία μέσω αντισταθμιστικών ωφελημάτων. Όταν αυτή της η προσδοκία δεν εκπληρώθηκε, η κρίση οδήγησε σε πολιτική αστάθεια και όξυνση του παλαιού μίσους μεταξύ βενιζελικών και κωνσταντινικών, με τελικό αποτέλεσμα την παραίτηση της κυβέρνησης Γούναρη και την “Δίκη των εξ”.

ΑΝ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΡΑΦΟΤΑΝ ΑΛΛΙΩΣ

Μια πάγια αρχή της στρατηγικής είναι αυτή που θέλει την κατοχύρωση των κεκτημένων πριν από κάθε νέα επιθετική ενέργεια. Το ελληνικό στράτευμα βρισκόταν στην καλύτερη δυνατή θέση τον Ιούλιο του 1921. Με ακμαίο ηθικό και σημαντικές εδαφικές κατακτήσεις, η Ελλάδα συγκέντρωνε όλα τα πλεονεκτήματα για έναν συμφέροντα για την ίδια συμβιβασμό με τις κεμαλικές δυνάμεις. Ακόμη κι αν ο Κεμάλ παρέμενε ανένδοτος, η καλή θέληση που η Ελλάδα θα επιδείκνυε στις Δυτικές Δυνάμεις θα βελτίωνε την διεθνή θέση της και τις σχέσεις της με αυτές. Ίσως και να επισπευδόταν το πρόγραμμα οικονομικής υποστήριξής της, κατά την πάγια πρακτική των Δυτικών να βοηθούν πάντα τους νικητές. Η άποψη αυτή, άλλωστε, επαληθεύτηκε πλήρως αργότερα, όταν ο Κεμάλ αναδείχθηκε νικητής: Η Γαλλία και η Γερμανία έσπευσαν να τοποθετηθούν επενδυτικά στη νέα αναδυόμενη δύναμη, που μέσα από τις στάχτες της παλιάς αυτοκρατορίας και τις πιέσεις του ελληνισμού κατάφερε να επιβιώσει και να επικρατήσει.

Ακόμη, ο χρόνος που θα κερδιζόταν από μια τέτοια εξέλιξη, σίγουρα θα λειτουργούσε προς όφελος των Ελλήνων. Γιατί, αν επρόκειτο να παγιωθεί μια κατάσταση ειρήνης, η ελληνική πλευρά δεν θα εκδήλωνε νέα επίθεση και τα πλεονεκτήματα της ενδυνάμωσης της τουρκικής άμυνας θα παρέμεναν ανενεργά.

Η πλήρης επιτυχία της επίθεσης για την κατάληψη της Άγκυρας απαιτούσε μεγαλύτερη συγκέντρωση πυρός σε μικρότερη έκταση καθολικού μετώπου. Από τις 11 μεραρχίες της Μ. Ασίας χρησιμοποιήθηκαν μόνο οι 9 σε επιθετικές ενέργειες, ενώ οι άλλες δύο κρατήθηκαν για εφεδρεία ή ενέργειες κάλυψης. Η “Ανεξάρτητη Μεραρχία” της Θράκης δεν δραστηριοποιήθηκε έγκαιρα και σε συνδυασμό με την ισχνή διάθεση εφεδρειών το πρόβλημα διογκώθηκε. Κατά κύριο, όμως, λόγο η ανεπάρκεια μέσων μεταφοράς υλικού και προσωπικού υπήρξε η εγγύηση της αποτυχίας για τα ελληνικά όπλα. Σαφώς, θα έπρεπε να εισακουστεί ο συντ/ρχης Σπυρίδωνος, που κατείχε την γνώση του συστήματος εφοδιασμού και αναλάμβανε την ευθύνη της εξασφάλισής του.

Σε πρώτο στάδιο, η Στρατιά πέτυχε να παραπλανήσει τον εχθρό ως προς την κατεύθυνση της επίθεσής της. Με αρχική κίνηση προς τα ανατολικά, στράφηκε τελικά νότια του Σαγγάριου και μετά βόρεια, διαγράφοντας ένα κυκλωτικό “πέταλο”. Η κατάληξη ήταν να διαμορφωθεί μια επιθετική δυναμική με φορά από νότο προς βορρά -κάτι που αιφνιδίασε τους Τούρκους. Αλλά η καθυστέρηση που σημειώθηκε στην επόμενη φάση εξανέμισε το στοιχείο του αιφνιδιασμού και έδωσε την ευκαιρία στην τουρκική πλευρά να οργανωθεί. Η επιτυχία των Ελλήνων στηριζόταν στην ολοκλήρωση αυτής της κυκλωτικής κίνησης, ώστε να εγκλωβίσουν την αριστερή πτέρυγα των Τούρκων. Η ευκαιρία χάθηκε όταν από κακή εκτίμηση του Επιτελείου δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στην επιθετική δράση του Α΄ΣΣ, αφήνοντας το Β΄ΣΣ σε αδράνεια. Όταν ο εχθρός ενίσχυσε την αριστερή του πτέρυγα, προβάλλοντάς την ως σθεναρό αντίβαρο στην πίεση που ασκούσε το Α΄ΣΣ, ήταν πια αργά για την ελληνική πλευρά, ώστε να διορθώσει τα κακώς κείμενα. Αν το Β΄ΣΣ εξακολουθούσε ν’ απασχολεί τους Τούρκους, αυτοί δεν θα μπορούσαν ν’ αποδεσμεύσουν εύκολα δυνάμεις προς ενίσχυση του αριστερού τους πλευρού, οπότε το έργο του Α΄ΣΣ θα ήταν πρακτικά ευκολότερο.

Ο Κεμάλ εφάρμοσε εύστοχα την πρακτική της παραχώρησης μη ζωτικού χώρου, παρασύροντας τις ελληνικές δυνάμεις σε πόλεμο φθοράς. Ήταν επόμενο οι Έλληνες να καταπονηθούν μετά από τόσες μετακινήσεις, σε αντίξοες μάλιστα καιρικές συνθήκες, που βασικά πλήττουν τους επιτιθέμενους και όχι τόσο τους αμυνόμενους. Μια συγκράτηση της επιθετικής τακτικής των Ελλήνων δεν θα οδηγούσε στην μικρασιατική τραγωδία και τον ξεριζωμό του ελληνισμού, ώστε σίγουρα ο χάρτης των εξελίξεων στο Αιγαίο και την ευρύτερη βαλκανική θα χαρασσόταν διαφορετικά. Προφανώς, τα αποτελέσματα της κακής διαχείρισης των πρώτων νικηφόρων για τους Έλληνες εκβάσεων των μαχών φτάνουν μέχρι τις μέρες μας.

Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑ ΑΝΔΡΕΑ

Ο γιος του Βασιλιά Γεωργίου, Πρίγκιπας Ανδρέας, έλαβε μέρος στην Μικρασιατική εκστρατεία αρχικά με τον βαθμό του υποστράτηγου, ως διοικητής της XII Μεραρχίας. Τον Ιούλιο του 1921 ανέλαβε την διοίκηση του Β΄ΣΣ, αντικαθιστώντας τον Αρ. Βλαχόπουλο. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Σαγγάριου, ο “βασιλόπαις” ήρθε σε σύγκρουση με τον αρχιστράτηγο Παπούλα, επειδή συχνά αγνοούσε τις διαταγές κι ενεργούσε αυθαίρετα.


Ο πρίγκιπας Ανδρέας

Συγκεκριμένα, όταν το ελληνικό στράτευμα επρόκειτο να ανεφοδιαστεί στο Καλέ Γκρότο (27 Αυγούστου 1921), το μεν Γ΄ ΣΣ διατάχθηκε να αμυνθεί “μέχρις εσχάτων”, το δε Β΄ ΣΣ να ενεργήσει μετακίνηση προς εκτέλεση αντεπίθεσης αμέσως μόλις εκδηλωνόταν η εχθρική επίθεση. Αλλά ο “βασιλόπαις” παράκουσε και ενήργησε αυτόβουλα -πράγμα για το οποίο αργότερα παραπέμφθηκε σε δίκη. Αντί να ενεργήσει σύμφωνα με τις διαταγές, μετακίνησε τις δυνάμεις του πίσω από το Γ' ΣΣ αφήνοντας ακάλυπτα τα πλευρά και τα νώτα του Α' ΣΣ. Δεν ήταν βέβαια η πρώτη φορά που ο Ανδρέας ερχόταν σε σύγκρουση με τον αρχιστράτηγο Παπούλα, ώστε κάποια στιγμή η αντικατάστασή του στη διοίκηση του Β΄ ΣΣ κρίθηκε επιβεβλημένη. Πράγματι, αντικαταστήθηκε από τον υποστράτηγο Τρικούπη.

Όταν ο Θ. Πάγκαλος ανέλαβε την προεδρία της ανακριτικής επιτροπής για την απόδοσης των ευθυνών σχετικά με την ήττα στην Μικρά Ασία, κατά την διάρκεια του κινήματος του Ν. Πλαστήρα, διέταξε τον συνταγματάρχη Χ. Λούφα να συλλάβει τον Ανδρέα, που τότε βρισκόταν στην Κέρκυρα. Στις 13 Οκτωβρίου 1922 ο Πρίγκιπας μεταφέρθηκε στο ανάκτορο του Γεωργίου, όπου άνδρες της επανάστασης τον φρουρούσαν σε συνθήκες πλήρους απομόνωσης μέχρι την διεξαγωγή της δίκης.

Στις 19 Νοεμβρίου προσήλθε συνοδευόμενος από τον δικηγόρο του Δ. Δαμασκηνό -μια εξέχουσα νομική προσωπικότητα της εποχής εκείνης- και δικάστηκε για ανυπακοή εκτέλεσης διαταγής ενώπιον εχθρικής απειλής. Η καταδικαστική απόφαση ελήφθη αυθημερόν και παμψηφεί: καθαίρεση και ισόβια εξορία. Σύμφωνα με την ρήση του προέδρου του δικαστηρίου, στρατηγό Ν. Βλαχόπουλο, γλίτωσε την εκτέλεση επειδή του αναγνωρίστηκε ως ελαφρυντικό η διοικητική απειρία ανωτέρων μονάδων.

Ο ίδιος ο Πάγκαλος παρέλαβε τον Ανδρέα και την σύζυγό του από το σπίτι του αντιστράτηγου Πάλλη, όπου διέμενε μετά την έκβαση της δίκης, τους μετέφερε στο Φάληρο και τους παρέδωσε στον πλοίαρχο Τζέραλντ Τάλμποτ του αντιτορπιλικού “Καλυψώ”. Στη συνέχεια παρελήφθησαν τα παιδιά τους από την Κέρκυρα και ελλιμενίστηκαν στο Πρίντιζι της Ιταλίας. Από εκεί κατευθύνθηκαν προς το Παρίσι σιδηροδρομικά, για να καταλήξουν στο Λονδίνο.

Με την ιδιότητα του απλού πολίτη, στις 21 Δεκεμβρίου 1921, έστειλε επιστολή προς τον Ιωάννη Μεταξά, όπου εξέφραζε την πικρία του από τους Έλληνες και ευχόταν να νικήσουν οι δυνάμεις του Κεμάλ προκειμένου να τιμωτηθούν οι βενιζελικοί Μικρασιάτες! Την υπόλοιπη ζωή του την πέρασε στο Μόντε Κάρλο, όπου είχε καταφύγει και ο Αριστείδης Στεργιάδης, Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης για το διάστημα 1919 - 1922 -μια προσωπική ατυχής επιλογή του Ελευθέριου Βενιζέλου. Στο διάστημα της γερμανικής κατοχής στην Γαλλία οι Γερμανοί βολιδοσκόπησαν την πιθανότητα να τον "διορίσουν" Βασιλιά της Ελλάδας, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε. Πέθανε από καρδιακή πάθηση τον Δεκέμβριο του 1944.

ΕΝΑΣ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΣΤΟ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Γεννημένος στην Πάτρα τον Ιανουάριο του 1867, κατά την πολιτική του σταδιοδρομία ο Δημήτριος Γούναρης εξελίχθηκε σε κορυφαία αντιβενιζελική προσωπικότητα. Πολύγλωσσος, με σημαντικές ιστορικές, κοινωνικές και φιλοσοφικές σπουδές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, από νωρίς τάχθηκε υπέρ ενός σοσιαλιστικού συστήματος διακυβέρνησης. Με την πάροδο όμως του χρόνου στράφηκε προς την συντηρητική θεώρηση και τον "κωνσταντινισμό".

Παρά την πολιτική του αστάθεια, υπήρξε μαχητικός και επίμονος, όπως άλλωστε και όλη η κοινοβουλευτική ομάδα που την εποχή εκείνη μαχόταν τον παλαιοκομματισμό -και την οποία χαρακτηριστικά ονόμαζαν “ομάδα των Ιαπώνων”, για να τονιστεί η επιμονή τους στην πολιτική και κομματική διεκδικητική δράση, κατά το παράδειγμα των Ιαπώνων στρατηγών κατά τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο. Η υπουργοποίησή του στην κυβέρνηση του Γ. Θεοτόκη (21 Ιουνίου 1908 - 14 Φεβρουαρίου 1909) απογοήτευσε πολλούς από τους οπαδούς του, αν και σύντομα ήρθε σε ρήξη με τον πρωθυπουργό και παραιτήθηκε. Ωστόσο παρέμεινε πιστός στις κοινοβουλευτικές αξίες και σφοδρός πολέμιος της κρυφής διπλωματίας, της παρασκηνιακής πολιτικής δράσης και της ανάμιξης των στρατιωτικών στα πολιτικά δρώμενα της χώρας.

Στις 26 Μαρτίου 1921 ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας και ευθύς αμέσως ακολούθησε πολιτική διώξεων εναντίον των βενιζελικών. Όταν τον Αύγουστο του 1921 η πορεία προς τον Σαγγάριο διαφάνηκε ατελέσφορη ως προς τον τελικό αντικειμενικό της σκοπό -την κατάληψη της Άγκυρας-, η πολιτική συνεργασίας των ελληνικών κομμάτων απεβίωσε. Η αβεβαιότητα στην εξέλιξη των πολεμικών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με το δυσβάσταχτο ημερήσιο κόστος των οκτώ εκατομμυρίων δραχμών, που στοίχιζε η παραμονή των ελληνικών στρατευμάτων στην Μικρά Ασία, οδήγησαν σε κλονισμό της κυβέρνησής του και τελικά σε παραίτηση τον Μάρτιο του 1922. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους παραπέμφθηκε σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας (Δίκη των Έξι), στην οποία καταδικάσθηκε παμψηφεί σε θάνατο, δίχως να μπορέσει να απολογηθεί. Η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε στις 15 Νοεμβρίου, την ίδια μέρα που ο πρόεδρος του στρατοδικείου, στρατηγός Οθωναίος, ανακοίνωσε την απόφαση. Ασφαλώς είχε και αυτός πέσει θύμα της τραυματικής εμπειρίας του ελληνισμού, που πλέον πορευόταν χωρίς την ψυχολογική στήριξη του οράματος της “Μεγάλης Ιδέας”.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σε αγόρευσή του στην Βουλή την 25η Ιουνίου 1930, παραδέχθηκε ότι ο πατριωτισμός του Δημητρίου Γούναρη υπήρξε αδιαμφισβήτητος. Πράγματι, ο θάνατός του αποτέλεσε “θυσία” προς εξυπηρέτηση του μύθου της εσχάτης προδοσίας, που τόσο είχε ανάγκη ο ελληνικός λαός για να δικαιολογηθούν τα δεινά της μικρασιατικής καταστροφής.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου